Μάιος 2014

26

Μάι

2014

20ετής παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για περιπτώσεις φοροδιαφυγής με το ν. 4174/2013

26 Μαΐου, 2014

Ο νέος κώδικας φορολογικής διαδικασίας ( ν. 4174/2013) ,που ισχύει από 1η Ιανουαρίου 2014, περιέχει πολλές και σημαντικές αλλαγές τόσο σε διαδικαστικό όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο. Μέσα από αυτόν κατ’ αρχήν συστηματοποιούνται για πρώτη φορά  οι διαδικασίες προσδιορισμού και είσπραξης των εσόδων του Δημοσίου για τους βασικότερους από τους γνωστούς φόρους: Το φόρο εισοδήματος, το ΦΠΑ , τον ΕΝΦΙΑ, το φόρο κληρονομιών , δωρεών , γονικών παροχών ,προικών και κερδών από τυχερά παίγνια, αλλά και κάθε άλλου φόρου , τέλους ,εισφοράς ή χρηματικής κύρωσης που περιγράφεται στο παράρτημα του ΚΦΔ. Με το άρθρο 50παρ 2 του ν.4223/2013 προστέθηκε στο τέλος του ΚΦΔ  το παράρτημα που αναφέρει τις ακόλουθες περιπτώσεις :Φόρος μεταβίβασης ακινήτων (ν. 1587/1950), Δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9) και Περιουσιολόγιο ακινήτων (άρθρα 23 και 23Α` του ν. 3427/2005), Ειδικός Φόρος επί των Ακινήτων (άρθρα 15 έως 18 του ν. 3091/2002), Τέλος Επιτηδεύματος Φυσικών και Νομικών Προσώπων (άρθρο 31 του ν. 3986/2011), Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης Φυσικών Προσώπων (άρθρο 29 του ν. 3986/2011), Φόρος Πολυτελούς Διαβίωσης (άρθρο 44 του ν. 4111/2013), Φόρος Πλοίων με ελληνική και με ξένη σημαία (ν. 27/1975), Εισφορά Εισαγόμενου Συναλλάγματος (άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4141/2013), Φόρος επί των μερισμάτων εταιριών του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (άρθρο 45 παρ. 5 του ν. 4141/2013),Έσοδα Εισιτηρίων Καζίνο (άρθρα 2 παρ. 10 του ν. 2206/1994,31 παρ. 13 του ν. 2873/2000,1 παρ. 1 του ν. 3139/2003, πρώτο περ. 9 υποπ. Ε 7 του ν. 4093/2012), Ειδικός Φόρος Πολυτελείας Χωρών της Ε.Ε. και Εγχω-ρίως Παραγομένων Ειδών (άρθρο 17 του ν. 3833/2010), Συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στα Μικτά Κέρδη των Εταιρειών Παροχής Υπηρεσιών Στοιχημάτων και Τυχερών Παιγνίων μέσω Διαδικτύου (άρθρο 50 του ν. 4002/2011), Τέλος Συνδρομητών Κινητής Τηλεφωνίας και Τέλος Καρτοκινητής Τηλεφωνίας (άρθρο 33του ν. 3775/2009), Τέλη Διενέργειας Παιγνίων με Παιγνιόχαρτα (άρθρα 8 του ν. 2515/1997, 8 παρ. 1 του ν. 2954/2001 και 10 παρ. 2 του ν. 3037/2002), Φόρος Ασφαλίστρων (άρθρο 29 του ν. 3492/2006), Ετήσιο Τέλος για τη Λειτουργία Χώρου Καπνιζόντων (άρθρο 45 του ν. 3986/2011), Ειδικός Φόρος στις Διαφημίσεις που προβάλλονται από την τηλεόραση (άρθροπρώτο παρ. 12 του ν. 3845/2010, άρθρο 3 παρ. 9 της από 31.12.2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4047/2012, άρθρο 22 της από 31.12.2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4147/2013), Ειδικός Φόρος Ιδιωτικών Πλοίων Αναψυχής (άρθρο 2 του ν. 3790/2009), Φόρος Συγκέντρωσης Κεφαλαίου (άρθρα 17-31 του ν.1676/1986), Εισφορά Δακοκτονίας (άρθρο 102 του ν. 1402/1983), Εφάπαξ φόροι επί των αποθεμάτων πετρελαίου (άρθρα 23 του ν. 3634/2008, 2 του ν.3828/2010 και τέταρτο παρ. 6 του ν. 3845/2010), Τέλη Χαρτοσήμου (π.δ. 28ης Ιουλίου 1931), Ειδικός Φόρος για την Ανάπτυξη της Κινηματογραφικής Τέχνης (άρθρο 60 του ν. 1731/1987), ΦόροςΑκίνητης Περιουσίας (άρθρα 27 έως και 50 του ν. 3842/2010), Φόρος Αυτομάτου Υπερτιμήματος (άρθρο 16 του ν. 1882/1990), Φόρος Αυτομάτου Υπερτιμήματος και Τέλος Συναλλαγής Ακινήτων (άρθρα 2 έως και 19 του ν. 3427/2005), Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (άρθρα 21 έως και 35 του ν. 2459/1997), Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (άρθρα 5 έως και 19 του ν. 3634/2008), το ΈκτακτοΕιδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (άρθρο 53 του ν.4021/2011),`Εκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων (άρθρο πρώτο υποπαράγραφος Α7 του ν. 4152/2013), Εισφορές Φυσικών Προσώπων (άρθρα 18 του ν. 3758/2009, 30 του ν. 3986/2011, 5 του ν. 3833/2010),Έκτακτη Εισφορά στα Ιδιωτικά Πλοία Αναψυχής (άρθρο 3 του ν. 3790/2009), Έκτακτες Εφάπαξ Εισφορές Κοινωνικής Ευθύνης των Νομικών Προσώπων (άρθρα 2 του ν. 3808/2009 και 5 του ν. 3845/2010), Αυτοτελής Φορολογία Αφορολόγητων Αποθεματικών (άρθρο 8 του ν. 2579/1998), Φορολογία Προβλέψεων Επισφαλών Απαιτήσεων (άρθρο 9, παρ. 4 του ν. 3296/2004), η Αυτοτελής Φορολογία Αφορολόγητων Αποθεματικών Τεχνικών Επιχειρήσεων (άρθρο 3 τουν.2954/2001), Αυτοτελής Φορολογία των Αποθεματικών των Τραπεζών (άρθρο 10 του ν. 3513/2006), Ειδικός Φόρος Τραπεζικών Εργασιών (άρθρα 1 έως 16 του ν. 1676/1986).»

Επιπλέον όμως προβλέπονται και οι διοικητικές (όχι οι ποινικές) κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση με τη συγκεκριμένη νομοθεσία.

Νέα λογική και νέα προσέγγιση: από  τα σοβαρότατα πρόστιμα για κάθε προβλεπόμενη  παράβαση ως  την  ενδικοφανή προσφυγή και τις σημαντικές αρμοδιότητες των φορολογικών αρχών αλλά και  την καινοφανή  επέκταση της ευθύνης για την πληρωμή φορολογικών υποχρεώσεων και σε πρόσωπα κεφαλαιουχικών εταιριών που δεν ασκούν διοίκηση .  Υπάρχουν όμως και ορισμένα ακόμα σημεία ιδιαίτερου ενδιαφέροντος  ,από τα οποία ξεχωρίζουν:

1.Στον ορισμό της φοροδιαφυγής (άρθρο 55) ,εκτός τις  προσδιοριζόμενες περιπτώσεις απόκρυψης καθαρών εισοδημάτων, μη απόδοσης ΦΠΑ , της είσπραξης επιστροφής των παραπάνω φόρων μετά από παραπλάνηση της φορολογικής αρχής, της έκδοσης πλαστών και εικονικών στοιχείων ,της έκδοσης ανακριβώς στοιχείων , περιλαμβάνεται και η απόκρυψη στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο ή συνθέτουν το αντικείμενο του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων αξίας 5.000€ με μη υποβολή δήλωσης ή με υποβολή ανακριβούς δήλωσης και με σκοπό τη μη πληρωμή του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων καθώς και η απόκρυψη στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο ή συνθέτουν το αντικείμενο του ειδικού φόρου ακινήτων με μη υποβολή δήλωσης ή με υποβολή ανακριβούς δήλωσης με τον αυτό ως άνω σκοπό .Προκειμένου ,δε, να μη παραμείνει  εκτός ορισμού οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, ρητά περιλαμβάνεται στην έννοια της φοροδιαφυγής και η απόκρυψη οποιασδήποτε φορολογικής ύλης ποσού φόρου τουλάχιστον 5.000€.

2. Για τις  προσδιοριζόμενες για τις ανάγκες του νομοθετήματος περιπτώσεις φοροδιαφυγής ,δηλαδή μάλλον για όλα σχεδόν τα  βασικά φορολογικά αντικείμενα, το άρθρο 36&3 προβλέπει εξαιρετικά την επιμήκυνση της παραγραφής  σε 20 χρόνια ! από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης , χωρίς καμιά περαιτέρω διευκρίνιση σε σχέση με τα σοβαρότατα ζητήματα που ανακύπτουν από την διάταξη .

3.Σοβαρότατη και απολύτως συναφής  πρόβλεψη είναι  και αυτή του άρθρου 43&3  σύμφωνα με την οποία φορολογούμενος που έχει καταδικαστεί για το αδίκημα της φοροδιαφυγής δεν μπορεί υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης των οφειλών του !,μια ρύθμιση οι συνέπειες της οποίας δεν έχουν φανεί ακόμα στην πράξη.

4.Τέλος προβλέπονται πολύ αυστηρά μέτρα για την διασφάλιση είσπραξης των εσόδων του Δημοσίου , ενώ παράλληλα προβλέπονται πειθαρχικές ευθύνες των αρμοδίων οργάνων για την μη εκκίνηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των φόρων εντός 5 ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου ο φορολογούμενος κατέστη υπερήμερος .

Μαρούσα Πρωτοπαπαδάκη-Δικηγόρος

Το παρόν αποτελεί ενημερωτικό  και μόνο σημείωμα και σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά νομική συμβουλή ή παροχή υπηρεσίας προς οιονδήποτε τρίτο. Συνεπώς ο/η γράφων /γράφουσα ουδεμία ευθύνη φέρει για τυχόν χρήση αυτών από οποιονδήποτε αναγνώστη –τρίτο.

 

24

Μάι

2014

Κατάργηση εκχώρησης μισθωμάτων προς το Δημόσιο από 1.1.2014 ;

25 Μαρτίου, 2014

Ζήτημα έχει δημιουργηθεί τις τελευταίες ημέρες σχετικά με το θέμα της εκχώρησης των μισθωμάτων στο Δημόσιο. Η συγκεκριμένη διαδικασία αφορά αρκετούς φορολογούμενους με δεδομένη την αδυναμία είσπραξης των μισθωμάτων σε πολλές περιπτώσεις και τον κίνδυνο φορολόγησης ανύπαρκτου εισοδήματος.

Το κείμενο του εγγράφου  με  Αριθ. πρωτ.: Δ12Α 1049261 ΕΞ 18.3.2014 που εκδόθηκε από το τμήμα της διεύθυνσης φορολογίας εισοδήματος του Υπουργείου Οικονομικών δεν ήταν  όσο σαφές απαιτείται αφήνοντας αναπάντητο το εύλογο ερώτημα ποιο είναι το ακριβές περιεχόμενο της σχετικής  απόφασης περί παύσης ισχύος της   διαδικασίας από  1.1.2014. Αναμένονται οι σχετικές διευκρινίσεις σχετικά με την νέα διαδικασία τόσο για τη χρήση 2013 όσο και για το εφ” εξής διάστημα.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του σχετικού εγγράφου :

Αριθ. πρωτ.: Δ12Α 1049261 ΕΞ 18.3.2014

Κατάργηση των υποχρεώσεων της παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 2238/1994

Αθήνα, 18 Μαρτίου 2014α

Αριθ. Πρωτ.:Δ12Α 1049261 ΕΞ 2014΅

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Τ.Κ. : 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες : Α. Κουσίδου
Τηλέφωνο : 210 3375315-6
FAX : 210 3375001

ΕΠΕΙΓΟΝ

ΘΕΜΑ : Κατάργηση των υποχρεώσεων της παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 2238/1994

Με αφορμή την υποβολή ερωτημάτων, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας πληροφορούμε ότι με τις διατάξεις της παρ. 11 το άρθρου 26 του ν.4223/2013 ορίζεται ότι από 1.1.2014 ο ν. 2238/1994 και όλες οι κανονιστικές πράξεις και εγκύκλιοι που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση αυτού παύουν να ισχύουν.
Ως εκ τούτου η διαδικασία εκχώρησης ανείσπρακτων μισθωμάτων και τόκων δανείων που ορίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 4 του ν. 2238/1994, έπαψαν να ισχύουν από 1.1.2014.

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ

(Ως προς το σχετικό έγγραφο του Υπουργείου ΠΗΓΗ www.taxheaven .gr )

Χρήστος Περδικάκης

 

21

Μάι

2014

ΕΙΡ.ΑΘ.966/2013:Ο ΟΡΟΣ ΠΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΑ ΑΣΚΕΙ ΔΗΛΩΣΗ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΥ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ,ΑΛΛΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΤΗ ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΣ

ΕιρΑθ 966/2013: Ο όρος που επιτρέπει στην Τράπεζα να ασκεί δήλωση συμψηφισμού μονομερώς, αλλά χωρίς να κοινοποιήσει προηγούμενα τη δήλωση της βούλησής της στον αντισυμβαλλόμενο προς τον οποίο απευθύνεται είναι καταχρηστικός

21 Μαΐου, 2014

966/2013 ΕΙΡ ΑΘ

Κατάθεση χρημάτων σε Τράπεζα. Ανώμαλη παρακαταθήκη. Συμψηφισμός αμοιβαίων απαιτήσεων. Σύμβαση για έκδοση πιστωτικής κάρτας και πρόσθετη συμφωνία ανοίγματος λογαριασμού. Εφαρμοστέες διατάξεις. Σύμβαση προσχωρήσεως. Ελεγχος των προδιατυπωμένων όρων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας καταναλωτή». Ο όρος που επιτρέπει στην Τράπεζα να ασκεί δήλωση συμψηφισμού μονομερώς, αλλά χωρίς να κοινοποιήσει προηγούμενα τη δήλωση της βούλησής της στον αντισυμβαλλόμενο προς τον οποίο απευθύνεται είναι καταχρηστικός. Η λήψη χρημάτων από τραπεζικό λογαριασμό προς συμψηφισμό, χωρίς κοινοποίηση της δήλωσης βουλήσεως εκ μέρους της Τράπεζας αποτελεί απλή βούληση, που δεν μπορεί να επιφέρει έννομα αποτελέσματα. Η εκχώρηση του δικαιώματος εκ μέρους του πιστούχου προς την τράπεζα, να ασκεί μονομερώς δήλωση βουλήσεως συμψηφισμού με απαίτησή της, χρεώνοντας οποιονδήποτε λογαριασμό του διατηρεί σε αυτήν, δεν μπορεί να περιλάβει και απαλλοτρίωση του δικαιώματός του, προς λήψη της δήλωσης βούλησης εκ μέρους της τράπεζας. Η εναγόμενη τράπεζα έκλεισε το λογαριασμό του ενάγοντα, λόγω μη εμπρόθεσμης εξυπηρέτησής του και με βάση το κατάλοιπο λογαριασμού ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά της οποίας ο ενάγων άσκησε ανακοπή και παράλληλα αίτηση αναστολής εκτέλεσης που έγινε δεκτή (μη εκκαθαρισμένη απαίτηση). Η απόφαση για την αναστολή κοινοποιήθηκε στην εναγομένη Τράπεζα, που μετά από αυτή άσκησε το δικαίωμά της μονομερούς δήλωσης βούλησης, προς συμψηφισμό και έλαβε χρήματα από το λογαριασμό ταμιευτηρίου του ενάγοντα, χωρίς να κοινοποιήσει σε αυτόν την δήλωση βουλήσεως αυτή, πριν την λήψη των χρημάτων. Η τράπεζα άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά της. Δεκτή η αγωγή υποχρεώνει την εναγομένη να επιστρέψει το ποσό που ανέλαβε από το λογαριασμό ταμιευτηρίου του ενάγοντα και επιδικάζει χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.

ΑΡΙΘΜΟΣ 966/2013

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως ΣΙΔΕΡΙΑΣ ΦΙΛΗ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Μαρτίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ: ……………., κατοίκου Πάτρας, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπρόσωπα.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……………., αριθ. …, εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Διονυσία Καρατζιώτου.

Ο ενάγων με την από 15/01/2012 και αριθ. Κατ. 470/2012 αγωγή του, που δικάζεται κατά τις ειδικές διατάξεις περί μικροδιαφορών των αρθρ. 466 επ Κ.Πολ.Δ ζήτησε τα κατ αυτή

Δικάσιμος για τη συζήτηση της αγωγής ορίστηκε η 16/11/12 και μετά από αναβολή αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας

Ακολούθησε συζήτηση, όπως σημειώνεται στα πρακτικά. Προσκομίστηκε δε το υπ αριθ. 17693397/11.03.13 ΔΣΑ Γραμμάτιο Προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής, για την εναγομένη, όπως και το υπ αριθ. 140852/07.03.13 σειρά Α, ποσού 6,00€ δικαστικό ένσημο, με επικολημμένα επί αυτών τα ένσημα υπέρ ΕΤΑΑ-ΤΥ-ΠΔΑ και Ταμείου Νομικών, στο οποίο υπόκειται το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής

Αφού άκουσε τους ισχυρισμούς

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του αρθρ. 440 ΑΚ ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες. Σύμφωνα, δε, με τη διάταξη του αρθρ. 441 ιδίου κώδικα ο συμψηφισμός επέρχεται, αν ο ένας τον επικαλεστεί, με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, από τότε που συνυπήρξαν. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθρ. 167 ΑΚ η δήλωση της βούλησης επιφέρει νομική ενέργεια, μόνο αφότου περιέλθει στο πρόσωπο, στο οποίο απαιτείται, να απευθυνθεί. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται, ότι ο κώδικας έχει υιοθετήσει την θεωρία της παραλαβής ή λήψεως της δήλωσης βούλησης, σύμφωνα με την οποία η δήλωση θεωρείται ότι συντελέστηκε και παράγει νόμιμη ενέργεια, όχι απλά από τότε που εκδηλώθηκε στην πράξη, ούτε ακόμη και από τη γνώση του περιεχομένου αυτής από εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, αλλά από την παραλαβή της δήλωσης βούλησης, από εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται. Η παραλαβή θεωρείται ότι συντελείται κατά το νόμο και ότι η δήλωση βούλησης διαβιβάστηκε, σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται, όταν διαβιβάστηκε με τρόπο κατά τον οποίο ο τελευταίος μπορούσε να λάβει γνώση, άσχετα αν από λόγους, που αφορούν τον ίδιο καθυστέρησε να λάβει γνώση (ΑΠ 1411/2011, ΑΠ 1579/2008, ΑΠ 1251/2007, ΑΠ 1250/2001, Νόμος- ΑΠ 1263/1996 ΕλλΔνη 1997, 1800- ΕφΠατ 382/2009, Νόμος- ΕφΑθ 644/2005, ΕλλΔνη 2006, 217). Η νόμιμη δήλωση βουλήσεως εκ μέρους του προτείναντα, εφόσον αυτή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σε εκείνον που απευθύνεται, αποσβένει τις αμοιβαίες απαιτήσεις, που πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες και έγκυρες (γεγονός, που συνάγεται εξαιτίας της αμοιβαιότητας των απαιτήσεων, βλ. ΕφΑθ 4725/2001 ΕλλΔνη 2003, 254).

Η κατάθεση χρημάτων σε Τράπεζα έχει το χαρακτήρα της ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας, σύμφωνα με το αρθρ. 830 παρ. 1 Α.Κ, έχουν εφαρμογή αφενός οι διατάξεις του αρθρ. 806 ΑΚ περί δανείου, σύμφωνα με την οποία η Τράπεζα έχει την κυριότητα των κατατεθειμένων χρημάτων, αφετέρου η διάταξη του αρθρ. 827 ΑΚ. Σύμφωνα με την τελευταία διάταξη ο θεματοφύλακας οφείλει να αποδώσει το πράγμα (συγκεκριμένα τα χρήματα) στον παρακαταθέτη, όταν ο τελευταίος ζητήσει αυτό, ακόμη και αν δεν παρήλθε η προθεσμία για τη φύλαξή του.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 713 επ ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των αρθρ. 25- 28 του 17- 7/13-8/1923 ν.δ «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» συνάγεται, ότι η δημιουργούμενη από την πιστωτική κάρτα, που εκδίδεται από πιστωτικά ιδρύματα, σχέση μεταξύ του εκδότη (τράπεζας ή πιστωτικού ιδρύματος) και του κατόχου, χαρακτηρίζεται ως έμμισθη εντολή, με πρόσθετη συμφωνία ανοίγματος βεβαιωμένης ή ανέκκλητης πίστωσης. Βάσει της σχέσης αυτής ο εκδότης της κάρτας αναλαμβάνει την υποχρέωση προς τον πελάτη – κάτοχο, έναντι πληρωμής αμοιβής, να εξοφλεί τον τρίτο, έναντι του οποίου ο κάτοχος- πελάτης αναλαμβάνει υποχρέωση, βάσει δικαιολογητικών, που θα προσκομίσει ο τρίτος. Η πληρωμή γίνεται είτε μέσω διαθεσίμων, που έχει στον εκδότη ο κάτοχος, είτε με χρήματα, που αποτελούν αντικείμενο πίστωσης, που ο εκδότης ανοίγει υπέρ του πελάτη του (ΑΠ 589/2001 ΔΕΕ 2001, 1117- ΑΠ 1116/1996, ΕλλΔνη 1997, 1141- ΕφΑθ 2556/2010, ΕλλΔνη 2011, 251- ΠΠρΑθ 458/2012, Νόμος). Η σύμβαση πίστωσης τέλος, που ανοίγει ο εκδότης της κάρτας για λογαριασμό του πελάτη του αποτελεί κατά το νόμο αλληλόχρεο λογαριασμό.

Η σύμβαση μεταξύ της εκδότριας τράπεζας και του πελάτη της, για την έκδοση και χορήγηση κάρτας στον πελάτη της και άνοιγμα πίστωσης, εκτός από το νόμο ρυθμίζεται από τις μεταξύ τους συμφωνίες, που περιλήφθηκαν στην σύμβαση κατ αρθρ. 361 ΑΚ, περί ελευθερίας των συμβάσεων. Επειδή, ωστόσο, η σύμβαση αυτή αποτελεί στην πράξη σύμβαση προσχώρησης, κατά την οποία ο καταναλωτής, κάτοχος της κάρτας και πελάτης του πιστωτικού ιδρύματος, προσχωρεί σε σύμβαση, την οποία ετοίμασε το πιστωτικό ίδρυμα, που μπορεί να περιέχει προδιατυπωμένους όρους, απευθυνόμενους σε αόριστο πλήθος καταναλωτών, που θεωρούνται και είναι καταχρηστικοί, για τον πελάτη, το δικαστήριο μπορεί να ελέγξει αυτούς, μετά από αγωγή του τελευταίου, με βάση την οποία παραπονείται σχετικά με αυτούς. Για τον έλεγχο του κύρους των γενικών όρων συναλλαγής (ΓΟΣ) στις συμβάσεις, που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του αρθρ. 2 του ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών», που ενσωμάτωσαν την οδηγία 93/13/ΕΟΚ της 05.04.1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κατά το αρθρ. 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το αρθρ. 10 παρ. 24 εδ β του ν. 741/1999 και αντικαταστάθηκε εκ νέου με την παρ. 2 του αρθρ. 2 του ν. 3587/2007, «Γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών, κατά τη σύναψή της, και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβαση από την οποία αυτή εξαρτάται». Κατά δε την παρ. 7 του ιδίου αρθρ. καταχρηστικοί, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση αυτής, είναι οι γενικοί όροι των συναλλαγών υπό τα στοιχεία «α» έως και «λβ». Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, που αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του αρθρ. 281 Α.Κ, με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού αυτής. Πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Λαμβάνονται προς αυτό υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων μερών στη συγκεκριμένη σύμβαση και ερευνάται ποιες συνέπειες θα είχε η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά. Αν η, προβλεπόμενη από τον κρινόμενο γενικό όρο, ρύθμιση είναι απλώς μη συμφέρουσα για τον καταναλωτή και η από αυτή επιβάρυνσή του δεν είναι ουσιώδης, τότε δεν επέρχεται σημαντική διατάραξη της προκείμενης ισορροπίας. Εξάλλου, ενόψει του ότι ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ προσανατολίζεται προς τη διάταξη του αρθρ. 281 Α.Κ, δεν απαγορεύεται με τους ΓΟΣ η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο εκείνων που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή, σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της σύμβασης δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου έτσι διαταράσσεται, όταν, με το περιεχόμενο του ΓΟΣ, αλλάζουν εκείνα, που έχουν διαμορφωθεί, με βάση κανόνες του ενδοτικού δικαίου, για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Εξ αυτού έπεται ότι γενικοί όροι, που παραβαίνουν κανόνα δικαίου, αναγκαστικής τάξης απαγορεύεται απόλυτα. Επίσης ελέγχεται για καταχρηστικότητα ρύθμιση ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Ετσι, κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ ερευνάται, αν υπάρχει τυπική διατάραξη, ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση, και στη συνέχεια ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής. Αν, δηλαδή, η απόκλιση στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εν τέλει, εξετάζεται, σε πρώτη φάση, αν συγκεκριμένος ΓΟΣ αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα, αν συγκαταλέγεται δηλαδή στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του αρθρ. 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994. Σε περίπτωση δε αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσο περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 1219/2001, ΕλλΔνη 42, 1603).

Περαιτέρω, στο χώρο των τραπεζικών συναλλαγών η ανάγκη προστασίας της συμβατικής ισορροπίας και διασφάλισης της δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης των αντισυμβαλλόμενων των τραπεζών είναι ιδιαίτερα έκδηλη, λόγω της οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής ή της εξουσιαστικής θέσης των τραπεζών, οι οποίες επιβάλλουν κατά κανόνα μονομερώς στους ασθενέστερους αντισυμβαλλόμενους την κατάρτιση τυποποιημένων συμβάσεων, με προδιατυπωμένους από τις ίδιες γενικούς όρους. Ενώ οι παρεχόμενες από αυτές (τράπεζες) υπηρεσίες σαφώς απευθύνονται και αφορούν ευρύ καταναλωτικό κοινό. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ εφαρμόζονται ευθέως και στις περιπτώσεις τραπεζικών συναλλαγών (ΕφΑθ 730/2005, ΕΕμπΔ 2005, 741- Φ Δωρή, Η εξειδίκευση της καλής πίστης στο αρθρ. 2 του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και η σημασία στο κοινό δίκαιο, ΝοΒ 2000, 737 επ).

Με την υπό κρίση αγωγή, εκθέτει ο ενάγων ότι: Στην εναγομένη διατηρεί τον υπ αριθ. ……………. τραπεζικό λογαριασμό. Στις 07/12/11 στον παραπάνω λογαριασμό του κατατέθηκε το ποσό των 50,00€, από τον …………….. Στις 11/01/12 η εναγομένη, με την οποία εκτός από τον παραπάνω λογαριασμό είχε και ανοικτό λογαριασμό πίστωσης και χορήγησης πιστωτικής κάρτας, χωρίς καμία ειδοποίησή του, αφαίρεσε το παραπάνω ποσό από το λογαριασμό του. Η εναγομένη ενήργησε δόλια σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη και εναντίον του δεν είχε βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση, ώστε να αποσπάσει τα παραπάνω χρήματα από το λογαριασμό του. Επιπλέον η χρέωση του λογαριασμού του με έξοδα πιστωτικής κάρτας, όπως αναφέρει η ταυτότητα της πράξης αυτής είναι παράνομη και εμπίπτει στις αδικοπραξίες του αρθρ. 914 ΑΚ. Η εναγομένη άσκησε καταχρηστικά τα δικαιώματά της και με τον τρόπο αυτό ζημίωσε την περιουσία του παράνομα και εξ αυτής υπέστη ηθική βλάβη. Επιδιώκει, τέλος, ο ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη να του επιστρέψει το ποσό των 50,00€, που ανέλαβε από τον παραπάνω λογαριασμό του, νομιμότοκα από τότε που ανέλαβε το ποσό αυτό, δηλαδή στις 11/01/12, να του καταβάλλει ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη, που υπέστη το ποσό των 1.400,00€ και να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Ετσι έχουσα η αγωγή, αρμόδια και παραδεκτά φέρεται στο δικαστήριο αυτό (αρθρ. 14 και 25 Κ.Πολ.Δ), ενώ ο ενάγων νομίμως παρέστη κατ αυτή χωρίς δικηγόρο (αρθρ. 94 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει) και επί αυτής έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των αρθρ. 466 επ Κ.Πολ.Δ, είναι βάσιμη κατά το νόμο, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 440, 441, 167, 830 παρ. 1, 806, 827, 713 επ ΑΚ, 25-28 του νδ 17-7/13-8/1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», 2 παρ. 7, 3, 7 του Ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει, 361, 281, 932 ΑΚ και 176 Κ.Πολ.Δ και πρέπει να εξεταστεί και στην ουσία της

Η εναγομένη αρνείται την αγωγή για το λόγο ότι στον ενάγοντα, δυνάμει της από 04/12/98 σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας και του αντίστοιχου προσαρτήματος χορήγησε πίστωση, με χρήση πιστωτικής κάρτας MASTERCARD. Η ίδια κατήγγειλε τη σύμβαση, με την από 13/03/10 εξώδικη δήλωσή της και στη συνέχεια με αίτησή της εκδόθηκε η υπ αριθ. 1810/2010 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη, του Ειρηνοδικείου Πατρών, για ποσό 6.135,54€. Με βάση δε αυτή η ίδια προχώρησε σε συμψηφισμό του ποσού των 50,00€, από τον λογαριασμό του ενάγοντα, στις 11/01/12, διότι η σύμβαση, που είχε με τον ενάγοντα, της έδινε το δικαίωμα αυτό.

Ετσι έχουσα η αιτιολογημένη άρνηση της εναγομένης νόμιμα προβάλλεται και πρέπει να εξεταστεί και στην ουσία της

Από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τους ισχυρισμούς και ομολογίες τους, που περιλαμβάνονται στις προτάσεις τους και από όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, τα εξής:

Στις 04/12/98 μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντα συνάφθηκε σύμβαση για χορήγηση πιστωτικής κάρτας και ανοίγματος πίστωσης για λογαριασμό του ενάγοντα. Με βάση αυτή χορηγήθηκε στον τελευταίο εκ μέρους της εναγομένης η με αριθ. ……………. κάρτα Mastercard, που τελικά ο αριθμός της μεταβλήθηκε από το 2007 στον αριθμό …………….. Η αρχική πίστωση για την παραπάνω κάρτα ορίστηκε στο ποσό των 750.000 δρχ, στη συνέχεια αυξήθηκε προοδευτικά στις 4.000,00€. Τέλος, με βάση αίτηση του πιστούχου και το από 13/01/13 πρόσθετο σύμφωνο, χορήγησαν στον παραπάνω πρόσθετη πίστωση για την αγορά αυτ/του, με παρακράτηση κυριότητας ποσού 7.630,00€, που ήταν εξοφλητέο σε 60 ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Η καταβολή των δόσεων αναστάλθηκε, δυνάμει των από 13/12/07 και 10/01/08 αιτήσεων του ενάγοντα, λόγω υπαγωγής του στην πράξη νομοθετικού περιεχομένου, με αριθ. 205/29.08.07, περί σεισμόπληκτων, επί εξάμηνο. Ο ενάγων καθυστέρησε την οφειλή του προς την τράπεζα, η οποία με την από 13/03/10 εξώδικη δήλωση καταγγελία και πρόσκληση γνωστοποίησε στον ενάγοντα το κλείσιμο του λογαριασμού και τον κάλεσε να καταβάλει το σύνολο της οφειλής του. Η εξώδικη αυτή καταγγελία κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 20/05/2010. Στη συνέχεια η εναγομένη υπέβαλε αίτηση στον Ειρηνοδίκη, του Ειρηνοδικείου Πάτρας, η οποία έγινε δεκτή και εκδόθηκε η υπ αριθ. 181/2010 διαταγή πληρωμής, για ποσό κεφαλαίου 6.135,54€, πλέον τόκων και εξόδων. Η παραπάνω διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε στις 09/09/10, κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 30/09/10 και εναντίον αυτής άσκησε ο τελευταίος, νόμιμα και εμπρόθεσμα, την από 30/09/10 ανακοπή του, την οποία κοινοποίησε στην εναγομένη στις 04/10/10 (υπ αριθ. 7961/10 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πατρών Ελένης Σαμαντά). Ακολούθως, ο ενάγων άσκησε την από 05/10/10 αίτησή του, για αναστολή εκτέλεσης, που κοινοποίησε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ ης. Δικάσιμος για την παραπάνω αίτηση ορίστηκε αρχικά η 01/11/10 και στη συνέχεια η 28/03/11, οπότε και συζητήθηκε αυτή και εκδόθηκε η υπ αριθ. 94/31.05.11 απόφαση, που ανέστειλε την εκτέλεση της παραπάνω διαταγής πληρωμής, μέχρι εκδόσεως οριστικής απόφασης, επί της ανακοπής του ενάγοντα. Αντίγραφο της παραπάνω αποφάσεως αναστολής επέδωσε, ο ενάγων, στην εναγομένη, στις 10/06/2011, όπως προκύπτει από την υπ αριθ. 11415/2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Αθήνας Σταματίνας Μωροπούλου. Συνεπώς, η εναγομένη γνώριζε έκτοτε (10/06/11) ότι η εκτέλεση της παραπάνω διαταγής πληρωμής είχε ανασταλεί. Στην ίδια τράπεζα ο ενάγων διατηρούσε τον με αριθ. ……………. τραπεζικό λογαριασμό ταμιευτηρίου, ο οποίος και δεν συνδέθηκε με την παραπάνω κάρτα. Από ότι προκύπτει, από προσκομιζόμενο αντίγραφο του λογαριασμού αυτού, από 28/01/12, ο λογαριασμός αυτός είχε, στις 16/01/12, το ποσό των 30,75€, τα οποία ανέλαβε η εναγομένη στις 11/01/12 με αιτιολογία της ανάληψης «χρεώσεις πιστ. Καρτών». Ενώ, εμφανίζεται ανακολουθία στις εγγραφές, αυτές, σε τρόπο μη συνάδοντα με τις εγγραφές. Στις 07/12/11 στον παραπάνω λογαριασμό κατατέθηκε, από τον ……………., προς τον ενάγοντα, το ποσό των 50,00€. Η εναγομένη, στις 11/01/12, όπως προκύπτει, ανέλαβε το παραπάνω ποσό, με αιτιολογία της πράξης ανάληψης «χρεώσεις πιστ. Καρτών». Ισχυρίζεται, ήδη η εναγομένη, ότι έλαβε το ποσό των 50,00€ από τον παραπάνω λογαριασμό ταμιευτηρίου του ενάγοντα, προβαίνοντας νόμιμα σε συμψηφισμό του παραπάνω διαθέσιμου ποσού, με βάση όρο της σύμβασης χορήγησης κάρτας, που της δίνει το παραπάνω δικαίωμα και με βάση την υπ αριθ. 181/2010 διαταγή πληρωμής. Από ότι προκύπτει, στον όρο 33 της παραπάνω σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας, υπάρχει ο εξής όρος: « με την παρούσα σύμβαση ο κάτοχος εξουσιοδοτεί ανέκκλητα την τράπεζα να χρεώνει μονομερώς, χωρίς καμία άλλη σύμπραξή του, οποιονδήποτε λογαριασμό καταθέσεων διατηρεί στην τράπεζα, με το ποσό τυχόν ανεξόφλητης και ληξιπρόθεσμης οφειλής του». Ωστόσο, το γεγονός, ότι ο ενάγων εκχώρησε στην τράπεζα το δικαίωμα, να χρεώνει μονομερώς οποιονδήποτε λογαριασμό του, προς εξόφληση ανεξόφλητης και ληξιπρόθεσμης οφειλής του, δεν σημαίνει ότι ο ενάγων εκχώρησε στην τράπεζα και το εκ του νόμου υπάρχον δικαίωμά του, να πληροφορείται το γεγονός αυτό, προηγούμενα. Εφόσον, δηλαδή, η εναγομένη υποστηρίζει ότι άσκησε δικαίωμα μονομερούς δήλωσης συμψηφισμού, του ποσού των 50,00€, που είχε καταθέσει τρίτος στον λογαριασμό του ενάγοντα, αφενός θα έπρεπε (σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην μείζονα πρόταση) να γνωστοποιήσει εκ των προτέρων την βούλησή της αυτή στον ενάγοντα. Αφετέρου, θα έπρεπε να αποδεικνύει την εκ μέρους της γνωστοποίηση αυτή στον ενάγοντα, με έγγραφό της, βεβαίας χρονολογίας, το οποίο και θα έπρεπε να αποστείλει στον ενάγοντα, πριν προβεί στην ανάληψη του παραπάνω ποσού από τον λογαριασμό του. Ο ενάγων αρνείται, ότι η εναγομένη τον ειδοποίησε εγγράφως ή ακόμη και προφορικά, για το γεγονός. Δεν αποδεικνύεται, δε, ότι η εναγομένη γνωστοποίησε στον ενάγοντα την ενάσκηση του παραπάνω δικαιώματός της. Σύμφωνα, δηλαδή, με τη θεωρία παραλαβής της δήλωσης βουλήσεως, που υιοθετείται από τον Α.Κ, η ενέργεια της εναγομένης και η βούλησή της, για συμψηφισμό, επιφέρει την νομική της ενέργεια, αφότου περιέλθει η δήλωση βουλήσεως στον ενάγοντα. Το εκ του νόμου δικαίωμα αυτό ο ενάγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απεμπολεί, με βάση τον παραπάνω όρο της σύμβασης. Το εκ της σύμβασης δικαίωμα της εναγομένης, να ασκήσει μονομερώς το δικαίωμά της συμψηφισμού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμπεριλαμβάνει και τη μη γνωστοποίηση της δήλωσης βούλησής της στον ενάγοντα. Κάτι τέτοιο, δεν περιλαμβάνεται στον παραπάνω όρο της σύμβασης. Ακόμη και αν περιλαμβανόταν, όμως, θα ήταν σε κάθε περίπτωση καταχρηστικός όρος. Διότι, έτσι, εκτός από την μονομερή άσκηση βουλήσεως, εκ μέρους της τράπεζας και μόνο, σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα θεωρήσει η ίδια και μόνο εύλογο, χωρίς σύμπραξη του καταναλωτή- ενάγοντα, καταργείται το εκ του νόμου ελάχιστο μέρος υποχρέωσης της, έναντι του τελευταίου, προς γνωστοποίηση. Αφού, για να αναπτύξει αυτή, η μονομερής δήλωση βούλησης της τράπεζας, τις νόμιμες ενέργειές της, πρέπει να γνωστοποιηθεί προηγούμενα και να αποδεικνύεται η γνωστοποίηση αυτή προς τον καταναλωτή πελάτη της. Διαφορετικά, δεν αποτελεί «δήλωση βουλήσεως», αλλά «απλή βούληση», που δεν μπορεί να επιφέρει έννομες συνέπειες. Παράλληλα, η υποχρέωση γνωστοποίησης στον καταναλωτή, των ενεργειών της, εκ μέρους της εναγομένης, επιβάλλεται και από άλλους νόμους, όπως και από το ν. 2251/1994 περί καταναλωτή. Περαιτέρω, όταν η τράπεζα προέβη στην παραπάνω ανάληψη χρημάτων από το λογαριασμό του ενάγοντα, με βάση την παραπάνω διαταγή πληρωμής, όπως υποστηρίζει, γνώριζε ότι η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής είχε ήδη ανασταλεί και η απαίτησή της είχε θεωρηθεί μη εκκαθαρισμένη. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, να ασκήσει το μονομερές δικαίωμά της συμψηφισμού της απαίτησής της, με απαίτηση 50,00€, που είχε εκ μέρους της ο ενάγων, σύμφωνα με τους όρους του λογαριασμού ταμιευτηρίου και το αρθρ. 827 ΑΚ. Διότι, δεν προέκυπτε σε ποια συγκεκριμένη απαίτησή της συμψήφισε το ποσό των 50,00€, με δεδομένο ότι θα έπρεπε η απαίτησή της αυτή να είναι ληξιπρόθεσμη, βεβαία, έγκυρη και εκκαθαρισμένη και να συνυπήρξε με την παραπάνω απαίτηση του ενάγοντα κατ αυτής. Η εναγομένη, που δεν ισχυρίστηκε το παραπάνω, που δεν αποδείχτηκε, από κανένα στοιχείο, ενήργησε κατά κατάχρηση δικαιώματος και ανέλαβε το παραπάνω ποσό από το λογαριασμό του ενάγοντα, χωρίς να γνωστοποιήσει προηγούμενα σε αυτόν την παραπάνω βούλησή της, αλλά και χωρίς να προκύπτει, σε ποια απαίτησή της συμψήφισε το ποσό των 50,00€ και συνεπώς ενήργησε παράνομα και αντισυμβατικά. Θα πρέπει, δε, να υποχρεωθεί να επιστρέψει το παραπάνω ποσό των 50,00€, το οποίο άκυρα και καταχρηστικά αφαίρεσε από τον λογαριασμό του ενάγοντα, νομιμότοκα από τότε που ενήργησε την πράξη της αυτή. Διότι, γνώριζε, όταν το έπραξε, ότι η απαίτησή της δεν ήταν βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Εκ της παραπάνω ενέργειάς της ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, δοκίμασε στενοχώρια, για την οποία και με δεδομένες τις συνθήκες, το ύψος της οφειλής, το μέγεθος της εναγομένης, την οικονομική κατάσταση του ενάγοντα θα πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη, να καταβάλλει στον ενάγοντα, το ποσό των 250,00€, ως αποζημίωση της βλάβης του. Το ποσό αυτό θεωρεί το δικαστήριο δίκαιο, εύλογο και ανάλογο των περιστάσεων και σε αυτό πρέπει να μειωθεί το από τον ενάγοντα αιτούμενο.

Κατ ακολουθία των όσων αναφέρθηκαν, θα πρέπει, απορριπτόμενων των εναντίον ισχυρισμών της εναγομένης, να γίνει δεκτή η αγωγή εν μέρει, εφόσον αποδείχτηκε και ως βάσιμη στην ουσία της, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 50,00€, που αφαίρεσε παράνομα από το λογαριασμό του, χωρίς καμία προηγούμενη έγγραφη γνωστοποίηση σε αυτόν, για την άσκηση του δικαιώματός της, νομιμότοκα από την επομένη ημέρα της αφαίρεσης, καθώς και ποσό 250,00€ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη και συνολικά το ποσό των τριακοσίων ευρώ (50,00€ + 250,00€) και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα κατ αρθρ. 176 Κ.Πολ.Δ, διότι το μέρος που απορρίφθηκε, που αφορά την αποζημίωση για ηθική βλάβη, εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει, ότι κρίθηκε απορριπτέο

Δέχεται εν μέρει την αγωγήΥποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 300,00. Εξ αυτών ποσό 50,00€ νομιμοτόκως από τις 12/01/12 μέχρι εξοφλήσεως.
Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα, την οποία ορίζει στα 180,00 €.Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2013, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, ενώ απουσίαζαν οι διάδικοι.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(A΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

 

14

Μάι

2014

Προσωπική ευθύνη απλών μετόχων και εταίρων κεφαλαιουχικών εταιριών κατά το χρόνο λύσης τους

16 Μαΐου, 2014

Με το άρθρο 50 &3-4 του Ν. 4174/2013 (Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας) προβλέφθηκε η προσωπική ευθύνη  των απλών μετόχων   ανωνύμου εταιρίας ή των  απλών  εταίρων  εταιρίας περιορισμένης ευθύνης  -διαφορετική από αυτήν των  προσώπων που ασκούν  την  διοίκηση των κεφαλαιουχικών εταιριών – για τις οφειλές έναντι του Δημοσίου .

Προϋποθέσεις  της ευθύνης αυτής , η οποία λειτουργεί αλληλεγγύως  με την αντίστοιχη του νομικού προσώπου, είναι-σύμφωνα με την παρ. 3 του αρ.50 , η συμμετοχή του προσώπου στην εταιρία, κατά το χρόνο λύσης της ,  με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 10% ( με την αρχική διατύπωση του νόμου το ποσοστό συμμετοχής προσδιορίζονταν σε 5% και αυξήθηκε σε 10% με το άρθρο 47παρ 22 Ν. 4223/2013 ) και φυσικά η λύση της εταιρίας  και η ύπαρξη ανεξόφλητων φορολογικών υποχρεώσεων. Σε μια προσπάθεια εκλογίκευσης της διάταξης τίθεται στην ίδια παράγραφο και περιορισμός της αλληλέγγυας αυτής  ευθύνης  και έτσι η ευθύνη των απλών κατά τα ως άνω μετόχων ή  εταίρων ,με ποσοστό 10% κατά τη λύση του νομικού προσώπου  είναι περιορισμένη μέχρι του ποσού των αναληφθέντων κερδών ή των απολήψεων σε μετρητά ή σε είδος λόγω της ιδιότητας του μετόχου ή  εταίρου κατά τα τρία τελευταία έτη προ τη λύσης του.

Με την ίδια λογική η παρ.4 προβλέπει ότι αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ευθύνεται και κάθε πρόσωπο που υπήρξε μέτοχος ή εταίρος αυτού με το ίδιο ως άνω ποσοστό του 10% κατά τα τρία τελευταία έτη πριν τη λύση του . Στην περίπτωση αυτή η ευθύνη του περιορίζεται μέχρι του ποσού των αναληφθέντων εντός της ως άνω τριετίας κερδών ή απολήψεων σε μετρητά  ή σε είδος λόγω της ιδιότητας του μετόχου ή εταίρου και εφ ΄όσον όμως η οφειλή αφορά την περίοδο , στην οποία το συγκεκριμένο πρόσωπο ήταν μέτοχος ή εταίρος κεφαλαιουχικών εταιριών.

Σε κάθε όμως περίπτωση, με τις ως άνω προϋποθέσεις και περιορισμούς, με το άρθρο 50&3-4 του ΚΦΔ νομιμοποιείται το Δημόσιο να στραφεί σε βάρος της περιουσίας των απλών μετόχων ή εταίρων για την ικανοποίηση των οφειλών του νομικού προσώπου .

 

Μαρούσα Πρωτοπαπαδάκη-Δικηγόρος

 

3

Μάι

2014

N.4242/2013(ΦΕΚ Α50 28.2.2014)Ενιαίος Φορέας Εξωστρέφειας και άλλες διατάξεις -Τροποποίηση διατάξεων περί επαγγελματικών μισθώσεων

5 Μαρτίου, 2014

      Ν. 4242/2014(ΦΕΚ Α 50 28.2.2014) : Ενιαίος Φορέας Εξωστρέφειας /Εμπορικές Μισθώσεις /Ασθενείς κατάδικοι/ΕΟΠΥΥ/ΕΦΑΠΑΞ/ΓΕΜΗ τκλ

Μια ακόμα πρόχειρη νομοθετική τροποποίηση που γεννά ερωτηματικά για το ακριβές περιεχόμενο επιμέρους ρυθμίσεων για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα ,ιδίως στη σημερινή εποχή, όπως αυτό των επαγγελματικών μισθώσεων. Ακολουθεί το νέο άρθρο που προβλέπει τα περί  επαγγελματικών μισθώσεων τις οποίες διακρίνει πλέον σε δύο κατηγορίες : τις υφιστάμενες και τις νέες που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου (28/2/2014). Σημαντική διαφοροποίηση αποτελεί η ελάχιστη διάρκεια των τριών ετών , η οποία δεσμεύει υποχρεωτικά ως διάταξη αναγκαστικού δικαίου , τόσο τον εκμισθωτή όσο και τον μισθωτή ο οποίος εφ” εξής θα πρέπει να γνωρίζει ότι δε δικαιούται να αποχωρήσει από τη μίσθωση πριν τη λήξη της τριετίας. Αλλά και σε κάθε περίπτωση τίθεται ερωτηματικό αναφορικά με το δικαίωμα καταγγελίας εκ μέρους του μισθωτή ,εννοείται μετά την τριετία , αφού στην &1 του άρθρου ρητά ορίζεται ότι το άρθρο 43 του Π.Δ. 34/1995-που προβλέπει το σχετικό δικαίωμα – δεν ισχύει για τις νέες μισθώσεις. Βέβαια ,εντελώς ασύνδετα στο επόμενο εδάφιο ο νομοθέτης κάνει λόγο για την καταγγελία και τα αποτελέσματα της η οποία ωστόσο δεν ισχύει για τις νέες μισθώσεις! Προφανώς , όπως σχεδόν παντού, θα ακολουθήσουν τροποποιήσεις και ερμηνείες ….

 Άρθρο 13

1. Οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 και συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του π.δ. 34/1995, με την εξαίρεση των άρθρων 5-6,16-18, 20-26, 27 παρ. 2, 28-40, 43, 46 και 47 αυτού.

Οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματα της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση της.

2.α. Οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 και έχουν συναφθεί, παραταθεί ή ανανεωθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, συμπεριλαμβανομένων και των μισθώσεων των οποίων έχει λήξει η δωδεκαετής διάρκεια και δεν έχουν παρέλθει εννέα (9) μήνες από τη λήξη της, διέπονται από τις διατάξεις αυτού, όπως τροποποιείται κατά το παρόν άρθρο.

β. Η παρ. 1 του άρθρου 16 του π.δ. 34/1995 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Ο εκμισθωτής μπορεί μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης, και σε κάθε περίπτωση όχι προτού περάσουν δεκαοκτώ (18) μήνες ([ή ως προς τις μισθώσεις του άρθρου 2 του παρόντος εννέα (9) μήνες] από την έναρξη της μίσθωσης, να καταγγείλει τη μίσθωση για την άσκηση στο μίσθιο των δραστηριοτήτων του άρθρου 1 περιπτώσεις α` εως γ` ή, ως προς τις μισθώσεις του άρθρου 2, των δραστηριοτήτων κατά το άρθρο αυτό από τον ίδιο, τον κύριο, τα τέκνα ή σύζυγο τους (ιδιόχρηση).»

γ. Η παρ. 1 του άρθρου 23 του π.δ. 34/1995 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Ο εκμισθωτής μπορεί να καταγγείλει τη μίσθωση για ανοικοδόμηση του μισθίου από αυτόν ή τον κύριο του μισθίου:

α) Μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου, εκτός αν ο χρόνος αυτός υπερβαίνει την εξαετία, οπότε η καταγγελία της μίσθωσης μπορεί να γίνει μετά την πάροδο έξι (6) ετών από την έναρξη της μίσθωσης.

β) Μετά την πάροδο δεκαοκτώ (18) μηνών από την έναρξη της μίσθωσης σε περίπτωση που ο συμβατικός χρόνος της μίσθωσης είναι μικρότερος από δεκαοκτώ (18) μήνες ή η μίσθωση έχει αόριστη διάρκεια.

γ) Μετά την πάροδο εννέα (9) μηνών από την έναρξη της μίσθωσης, στις περιπτώσεις του άρθρου 2 του παρόντος, αν ο συμβατικός χρόνος της μίσθωσης είναι μικρότερος από εννέα (9) μήνες ή η μίσθωση έχει αόριστη διάρκεια.»

δ. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 29 του π.δ. 34/ 1995 αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Στην καταγγελία της μίσθωσης για το λόγο των άρθρων 16 έως 17, ο εκμισθωτής οφείλει στο μισθωτή ως αποζημίωση το κατά το χρόνο της καταγγελίας καταβαλλόμενο μίσθωμα οκτώ (8) μηνών και στην καταγγελία της μίσθωσης για το λόγο του άρθρου 23 παράγραφος 1 το κατά το χρόνο της καταγγελίας μίσθωμα έξι (6) μηνών.

2. Με αίτηση του μισθωτή το δικαστήριο μπορεί να αυξήσει το ποσό της αποζημίωσης, στην καταγγελία για ιδιόχρηση μέχρι δεκαπέντε (15) μηνιαία μισθώματα και στην καταγγελία για ανοικοδόμηση μέχρι εννέα (9) μηνιαία μισθώματα. Η προηγούμενη αύξηση γίνεται, αφού το δικαστήριο εκτιμήσει τις ειδικές συνθήκες και ιδίως τις δαπάνες για τη μεταστέγαση του μισθωτή, το χρόνο που λειτουργεί η επιχείρηση στο μίσθιο, τις τυχόν οφειλόμενες από το μισθωτή αποζημιώσεις στο προσωπικό του από την καταγγελία της εργασιακής σχέσης, καθώς και τον υπολειπόμενο χρόνο που αυτός είχε το δικαίωμα να παραμείνει στο μίσθιο.»

ε. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 30 του π.δ. 34/ 1995 αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Η αποζημίωση κατά την πρώτη παράγραφο του προηγούμενου άρθρου στην καταγγελία για ιδιόχρηση είναι ίση με δεκαπέντε (15) μηνιαία μισθώματα, αν ασκηθεί στο μίσθιο μέσα σε ένα (1) έτος από την απόδοση του, επιχείρηση όμοια με την ασκούμενη από τον μισθωτή, εκτός αν το μίσθιο από την κατασκευή είναι προορισμένο για την ίδια χρήση.

2. Το δικαστήριο μπορεί να αυξήσει το ποσό της αποζημίωσης μέχρι είκοσι (20) μηνιαία μισθώματα με τις προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου.»

3. Τα άρθρα 60 και 61 του π.δ. 34/1995 καταργούνται.

Ειδικά σε περίπτωση καταγγελίας από τον εκμισθωτή μέχρι 31.8.2014 μίσθωσης η οποία πρόκειται να λήξει μέχρι 31.8.2014 λόγω συμπλήρωσης της δωδεκαετούς διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 5 του π.δ. 34/1995 ή μίσθωσης που έληξε ήδη για τον ίδιο λόγο αλλά δεν έχουν παρέλθει μέχρι τις 31.8.2014 εννέα (9) μήνες από τη λήξη της ή μίσθωσης που τελεί υπό τετραετή παράταση σύμφωνα με την περίπτωση δ` του άρθρου 61 του π.δ. 34/1995, ο εκμισθωτής οφείλει στον μισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο λήξης της μίσθωσης έξι (6) μηνών.

 

Κατηγορία

Πρόσφατα

Αρχείο