Μάρτιος 2014

26

Μαρ

2014

ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΛΟΓΩ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΥΦΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ ΕΙΡΘΕΣ 1319/2014

 

26 Μαρτίου, 2014

1319/2014 ΕΙΡ ΘΕΣΣΑΛ 

""

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)  Για το χαρακτηρισμό μιας δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατ΄ αρθ. 178 και 179 ΑΚ απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά τρία στοιχεία α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) εκμετάλλευση της γνωστής σ΄ αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου από τον αντισυμβαλλόμενο. Η ενάγουσα, πάσχουσα από βαριάς μορφής ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, κατόπιν προσκλήσεως των υπαλλήλων της εναγομένης επισκέφθηκε το κέντρο της και σύναψε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αισθητικής που ανέρχονται σε 5.288 €. Κρίση ότι με τις δικαιοπραξίες η εναγόμενη εκμεταλλεύτηκε την κουφότητα και την απειρία της ενάγουσας στις συναλλαγές και πέτυχε χρηματικά οφέλη τα οποία βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με τις παροχές της. Αναγνώριση της ακυρότητας των συμβάσεων. Υποχρέωση της εναγομένης όπως επιστρέψει το σύνολο των πληρωμών ως στερουμένων νόμιμης αιτίας.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ

Αριθμός 1319/14-02-2014 TO ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Γλυκερία Λαγοπούλου, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου και από το Γραμματέα Ευστράτιο Νικολακάκη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Οκτωβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:

ΕΝΑΓΟΥΣΑ: ………………….. του ……………………..κάτοικος Θεσσαλονίκης, ……………. με την οποία παραστάθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος Μαρία Πρωτοπαπαδάκη (A.M.: 3180).

ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ: Η ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…………………………..Ε.Π.Ε ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε ………………………..» που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Σουζάνα Καραγιαννίδου (A.M.: 5559).

Η ΕΝΑΓΟΥΣΑ ζητά να γίνει δεκτή η από 18-6-2013 (αρ. εκθ. κατ. 11632/2013), αγωγή της που απευθύνεται προς το Δικαστήριο αυτό για όσους λόγους επικαλείται σ` αυτή.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της και κατά τη συζήτηση της στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 178 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά τη γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστικότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, που δημιουργεί ακυρότητα της δικαιοπραξίας κρίνεται αντικειμενικώς από το περιεχόμενο της, ενόψει όχι της μεμονωμένης αιτίας που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή του σκοπού στον οποίο αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των συνθηκών και περιστάσεων που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά (ΟλΑΠ 981/2006, ΑΠ 30/2010, ΑΠ 1734/2009), με τη βοήθεια των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Ο χαρακτηρισμός της δικαιοπραξίας ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη είναι νομικό ζήτημα, διότι ο νόμος παραπέμπει στα χρηστά ήθη ως σε νομική έννοια (ΑΠ 1618/2009 Δημ. Νόμος). Κατά το επόμενο δε άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του αμέσως προηγούμενου άρθρου, άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και ειδικότερα τη δεύτερη, προκύπτει ότι για το χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς άκυρης ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη απαιτείται αφενός μεν η συνομολήγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν κατά το χρόνο της συνομολόγησης τους κατά τις περιστάσεις σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών γίνεται με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες. Ετσι, για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής-καταπλεονεκτική, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά τρία στοιχεία ήτοι α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) εκμετάλλευση της γνωστής σ` αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου από τον αντισυμβαλλόμενο. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ακυρότητας της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς (ΑΠ 890/2011, ΑΠ 1118/2011, ΑΠ 1394/2009, ΑΠ 1112/2009, ΑΠ 1019/2007, ΑΠ 1244/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 492/2004 Ελλ.Δνη 47. 452). Απειρία είναι ή έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές (ΑΠ 112/2009 ο.π, ΑΠ 868/2008, ΑΠ 1244/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 7955/2006 ΕλλΔνη 50. 841). Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, δηλαδή το θύμα λόγω της απερισκεψίας ή της έλλειψης επαρκούς σκέψης, η οποία μπορεί να οφείλεται και διανοητική μειονεξία, δεν αποδίδει στις πράξεις του τη στιγιασία και την αξία που έχουν αυτές, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία δε αυτή, διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισης της (ΑΠ 868/2008 ο.π, ΑΠ 497/1997 ΕλλΔνη 39. 100, ΑΠ 307/1993 ΕλλΔνη 35. 1295, ΕφΑΘ 7955/-2006 ο.π, ΕφΑΘ 304/2002 ΔΕΕ 2002. 997, ΕφΠατρ 133/2001 ΑχΝομ 2002 3). Εξάλλου εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή (ΑΠ 1019/2007, ΑΠ 1244/2005 ΔημΝόμος), χωρίς να είναι απαραίτητη για να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης κάποια ενέργεια του εκμεταλλευτή, η οποία να εκδηλώνεται με ηθικά επιλήψιμα περιστατικά που αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδειας (ΑΠ 529/2001 ΕλλΔνη 42. 1569, ΑΠ 582/1993 ΕλλΔνη 1994 110.1, ΕφΑΘ 1275/2011 Δημ.Νόμος, ΕφΑΘ 7955/2006 ΕλλΔνη 2009. 841, ΕφΑΘ 304/2002 ΔΕΕ 2002 997). Αν συντρέξουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 179 ΑΚ, σε κάθε ανταλλακτική σύμβαση δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 180 ΑΚ (ΑΠ 1291/2010 Δημ.Νόμος). Αν όμως λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη και η κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλόμενου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ` αυτόν καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου (ΑΠ 80/2010, ΑΠ 868/2008 Δημ. Νόμος), χωρίς όμως να αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας αυτής λόγω της αντίθεσης της προς τα χρηστά ήθη, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σ` αυτήν ανήθικο χαρακτήρα (ΑΠ 1272/2004 Δημ.Νόμος ΕφΘες 502/2013).

Η ενάγουσα στην κρινόμενη αγωγή της εκθέτει ότι πάσχει από βαριάς μορφής ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, για την οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και ότι λόγω της πάθησης της αυτής έχει αναγνωριστεί στο πρόσωπο της αναπηρία 67%. Οτι επειδή δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει καμία κοινωνική δεξιότητα και δεν έχει ικανότητα αυτοσυντήρησης, βασίζεται εξ ολοκλήρου στη συνδρομή και φροντίδα της οικογένειας της. Οτι η εναγομένη διατηρεί στη Θεσσαλονίκη κέντρο αισθητικής προσώπου και σώματος με το διακριτικό τίτλο «…..». Oτι κατόπιν προσκλήσεως των υπαλλήλων της εναγομένης επισκέφθηκε το κέντρο της και ότι κατά το χρονικό διάστημα από 13-12-2011 έως 22-1-2013 συνήψε με αυτή συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αισθητικής που ανέρχονται στο ποσό των 5.288 ευρώ. Οτι με τις παραπάνω δικαιοπραξίες η εναγομένη εκμεταλεύτηκε απολύτως την κουφότητα και της απειρία της στις συναλλαγές και πέτυχε για την ίδια χρηματικά οφέλη ύψους 5.288 ευρώ, τα οποία βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με τις παροχές της. Οτι οι παραπάνω δικαιοπραξίες ήταν άκυρες και για το λόγο αυτό κάθε πληρωμή στην οποία προέβη στερείται νόμιμης αιτίας και πρέπει να της επιστραφεί. Ζητεί λοιπόν η ενάγουσα να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 5.288 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 13-3-2013 (ημερομηνία κοινοποίησης εξωδίκου), άλλως από της επιδόσεως της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα.

Η αγωγή αυτή αρμοδίως κατά τόπον και καθ` ύλην εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 25 παρ. 2, 9 εδ. α`, 14 παρ. Ια του ΚΠολΔ) και παραδεκτά γίνεται η συζήτηση της εφόσον έχει καταβληθεί το απαιτούμενο με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής τέλος δικαστικού ενσήμου με τα αναλογούντα σ` αυτό ποσοστά υπέρ του ΤΝ και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. Τα προσκομιζόμενα 621971, 621972 και 334838 αγωγόσημα). Οπως έχει η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, περαιτέρω κρίνεται νόμιμη βασιζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 178, 179, 180, 681 επ., 340, 346 του ΑΚ και 907, 908 και 176 επ. ΚΠολΔ. Συνεπώς πρέπει να ερευνηθεί αυτή ως προς την βασιμότητα της από ουσιαστική άποψη.

Η εναγομένη με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, η οποία αναπτύσσεται με τις επί της έδρας κατατεθείσες προτάσεις της, αρνήθηκε την αγωγή για τους λόγους που αναφέρει.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα και την ανωμοτί κατάθεση της ενάγουσας που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και από όλη τη διαδικασία αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα εξής: Η ενάγουσα πάσχει από βαριάς μορφής ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, για την οποία από το 2002 λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή με αντικαιαθληπτικά και αντιψυχωτικά φάρμακα, όπως προκύπτει από την από 18-2-2013 γνωμάτευση της ψυχιάτρου ……………………… Εξ αιτίας της πάθησης της αυτής έχει αναγνωριστεί στο πρόσωπο της αναπηρία 67%, όπως προκύπτει από την από 26-4- 2012 γνωμάτευση πιστοποίησης αναπηρίας του ΙΚΑ. Η ενάγουσα λόγω της παραπάνω ασθένειας της δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει καμία κοινωνική δεξιότητα, δεν έχει ικανότητα αυτοσυντήρησης, δεν έχει ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο, ώστε να μπορέσει να καταστεί λειτουργική και παραγωγική και βασίζεται εξ ολοκλήρου στη συνδρομή και φροντίδα της οικογένειας της. Εξ αιτίας της φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνει το βάρος της αυξήθηκε σημαντικά. Η εναγομένη διατηρεί στη Θεσσαλονίκη κέντρο αισθητικής προσώπου και σώματος με το διακριτικό τίτλο «…». Η ενάγουσα κατόπιν προσκλήσεως των υπαλλήλων της εναγομένης επισκέφθηκε το κέντρο της τελευταίας και κατά το χρονικό διάστημα από 13-12-2011 έως 22-1- 2013 συνήψε με αυτή τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αισθητικής που αναφέρονται με λεπτομέρεια στην αγωγή και ανέρχονται στο ποσό των 5.288 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της εναγομένης). Ειδικότερα η εναγομένη θα παρείχε στην ενάγουσα υπηρεσίες αποτρίχωσης, αισθητικής σώματος και αδυνατίσματος με μηχανήματα και υποσχέθηκε απώλεια βάρους. Η εναγομένη όμως παρείχε στην ενάγουσα αφενός μεν ελάχιστες υπηρεσίες από τις συμφωνηθείσες, αφετέρου δε αυτές δεν είχαν το αποτέλεσμα που είχε υποσχεθεί στην ενάγουσα και ειδικότερα ούτε η ριζική αποτρίχωση επήλθε, ούτε είχε την απώλεια των κιλών. Με τις παραπάνω δικαιοπραξίες η εναγομένη εκμεταλλεύτηκε την κουφότητα και της απειρία της ενάγουσας στις συναλλαγές και πέτυχε για την ίδια χρηματικά οφέλη ύψους 5.288 ευρώ, τα οποία βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με τις παροχές της. Επομένως οι παραπάνω συμβάσεις ήταν άκυρες και για το λόγο αυτό κάθε πληρωμή στην οποία προέβη, στερείται νόμιμης αιτίας και πρέπει να της επιστραφεί. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι μία από τις παραπάνω συμβάσεις ύψους 570 ευρώ καταρτίστηκε μεταξύ της εναγομένης και της μητέρας της ενάγουσας ……………………, εφόσον η τελευταία δεν επισκέφθηκε το κέντρο της εναγομένης. Συνεπώς η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ` ουσία και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.288 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 14-3-2013 (επομένη εξωδίκου οχλήσεως) μέχρι την εξόφληση. Οσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλουν την προσωρινή εκτελεστότητα, γι` αυτό το περί τούτου αίτημα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό για το ποσό των 2.500 ευρώ. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας βαρύνουν την εναγομένη που χάνει τη δίκη (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων ογδόντα οκτώ (5.288) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 14-3-2013 μέχρι την εξόφληση.

Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία ορίζει σε διακόσια ογδόντα (280) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 14 Φεβρουαρίου 2014, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                                                                                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

25

Μαρ

2014

Κατάργηση εκχώρησης μισθωμάτων προς το Δημόσιο από 1.1.2014 ;

Ζήτημα έχει δημιουργηθεί τις τελευταίες ημέρες σχετικά με το θέμα της εκχώρησης των μισθωμάτων στο Δημόσιο. Η συγκεκριμένη διαδικασία αφορά αρκετούς φορολογούμενους με δεδομένη την αδυναμία είσπραξης των μισθωμάτων σε πολλές περιπτώσεις και τον κίνδυνο φορολόγησης ανύπαρκτου εισοδήματος.

Το κείμενο του εγγράφου  με  Αριθ. πρωτ.: Δ12Α 1049261 ΕΞ 18.3.2014 που εκδόθηκε από το τμήμα της διεύθυνσης φορολογίας εισοδήματος του Υπουργείου Οικονομικών δεν ήταν  όσο σαφές απαιτείται αφήνοντας αναπάντητο το εύλογο ερώτημα ποιο είναι το ακριβές περιεχόμενο της σχετικής  απόφασης περί παύσης ισχύος της   διαδικασίας από  1.1.2014. Αναμένονται οι σχετικές διευκρινίσεις σχετικά με την νέα διαδικασία τόσο για τη χρήση 2013 όσο και για το εφ” εξής διάστημα.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του σχετικού εγγράφου :

Αριθ. πρωτ.: Δ12Α 1049261 ΕΞ 18.3.2014

Κατάργηση των υποχρεώσεων της παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 2238/1994

Αθήνα, 18 Μαρτίου 2014α

Αριθ. Πρωτ.:Δ12Α 1049261 ΕΞ 2014΅

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Τ.Κ. : 101 84 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες : Α. Κουσίδου
Τηλέφωνο : 210 3375315-6
FAX : 210 3375001

ΕΠΕΙΓΟΝ

ΘΕΜΑ : Κατάργηση των υποχρεώσεων της παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 2238/1994

Με αφορμή την υποβολή ερωτημάτων, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας πληροφορούμε ότι με τις διατάξεις της παρ. 11 το άρθρου 26 του ν.4223/2013 ορίζεται ότι από 1.1.2014 ο ν. 2238/1994 και όλες οι κανονιστικές πράξεις και εγκύκλιοι που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση αυτού παύουν να ισχύουν.
Ως εκ τούτου η διαδικασία εκχώρησης ανείσπρακτων μισθωμάτων και τόκων δανείων που ορίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 4 του ν. 2238/1994, έπαψαν να ισχύουν από 1.1.2014.

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ

(Ως προς το σχετικό έγγραφο του Υπουργείου ΠΗΓΗ www.taxheaven .gr )

Χρήστος Περδικάκης

 

 

25

Μαρ

2014

Εισόδημα από μισθωτή εργασία κατά το νέο Κ.Φ.Ε.(Ν.4172/2013)

Σύμφωνα με το άρθρο 12 του νέου Κ.Φ.Ε. στο ακαθάριστο από μισθωτή εργασία περιλαμβάνονται τα πάσης φύσεως εισοδήματα σε χρήμα ή σε είδος που αποκτώνται στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης .Εργασιακή σχέση  υφίσταται όταν ένα φυσικό πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες :

Α. στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας (μισθωτή εργασία)

Β. όταν υφίσταται σύμβαση ,γραπτή ή προφορική, με χαρακτηριστικά μισθωτής εργασίας ,δηλαδή ο εργοδότης καθορίζει ή ελέγχει τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο εκτέλεσης των υπηρεσιών

Γ. ως διευθυντής ή μέλος του Δ.Σ. εταιρίας ή κάθε άλλου νομικού προσώπου

Δ. ως δικηγόρος με πάγια αντιμισθία για παροχή νομικών υπηρεσιών

Ε. με βάση έγγραφη συμφωνία παροχής υπηρεσιών ή σύμβασης έργου με φυσικά ή νομικά πρόσωπα ,τα οποία δεν υπερβαίνουν τα τρία, ή εφ’ όσον υπερβαίνουν τον αριθμό αυτό ,το 75% του ακαθαρίστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα προέρχεται από ένα από τα πρόσωπα που λαμβάνουν τις υπηρεσίες ΚΑΙ εφ’ όσον δεν έχει την εμπορική ιδιότητα και δεν διατηρεί επαγγελματική εγκατάσταση που διαφέρει από την κατοικία του. Ο περιορισμός αυτός δεν εφαρμόζεται αν ο φορολογούμενος αποκτά εισόδημα από μισθωτή εργασία ,σύμφωνα με άλλες παραγράφους

Στ. είναι δημόσιος υπάλληλος

Επιγραμματικά , εργασιακή σχέση έχουμε ,εκτός από την κλασσική περίπτωση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ( πρόσληψη, πρόγραμμα στην Επιθεώρηση, ασφάλιση στο ΙΚΑ κτλ) στην περίπτωση που η σύμβαση έχει τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης εργασίας (δηλαδή ο εργοδότης καθορίζει  ή ελέγχει τον τρόπο, τον χρόνο και τον τόπο της εργασίας ) καθώς και στις αμοιβές των μελών του Δ.Σ. και στους αμειβόμενους με Τ.Π.Υ.  Στην  τελευταία αυτή περίπτωση όμως κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις :είτε ο εργαζόμενος να αποκτά εισοδήματα από τρεις εργοδότες είτε από έναν κύριο εργοδότη (75% του εισοδήματος) ,να μην έχει την εμπορική ιδιότητα και να έχει έδρα την κατοικία του. Προσοχή στον όρο «εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα» τα οποία ορίζονται στο άρθρο 21 του Κ.Φ.Ε.

Ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία θεωρείται :

Α. οι τακτικές αποδοχές(μισθοί ,ημερομίσθια, δώρα ,επιδόματα ,αποζημίωση αδείας )και οι προμήθειες ,τα φιλοδωρήματα και οι λοιπές αμοιβές.

Β. η αποζημίωση εξόδων φιλοξενίας ή ταξιδίου ,το επίδομα ενοικίου και το επίδομα κόστους διαβίωσης.

Γ. η αποζημίωση εξόδων του εργαζόμενου ή συγγενικού του προσώπου

Δ. η αποζημίωση απόλυσης  .

Ε. οι συντάξεις

Στ. Η παροχή οποιασδήποτε μορφής που λαμβάνει ο εργαζόμενος πριν την έναρξη της εργασιακής σχέσης και

Ζ. το ασφάλισμα στο πλαίσιο ομαδικών συνταξιοδοτικών ασφαλιστηρίων.

Με το άρθρο 13 του νέου Κ.Φ.Ε. καθορίζεται ότι οποιεσδήποτε παροχές σε είδος λαμβάνει ο εργαζόμενος ή συγγενικό του πρόσωπο συνυπολογίζονται στο φορολογητέο του εισόδημα στην αγοραία τους αξίας, εφ’ όσον το σύνολο τους υπερβαίνει τα 300€ το χρόνο .

Για την παραχώρηση χρήσης ενός οχήματος σε εργαζόμενο εταίρο ή μέτοχο για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός έτους η παροχή υπολογίζεται σε 30% του κόστους του οχήματος που καταχωρείται στα βιβλία του εργοδότη( εδώ ο νόμος δεν καθορίζεται τι είδους όχημα αφορά –θα μπορούσε να πει κανείς ότι συμπεριλαμβάνει και τα Φ.Ι.Χ).Στο κόστος περιλαμβάνονται οι αποσβέσεις, τα τέλη κυκλοφορίας, τα έξοδα επισκευής και συντήρησης καθώς και το χρηματοδοτικό κόστος για την αγορά ή τη μίσθωση του οχήματος . Στην περίπτωση που σε κάποιο έτος το κόστος είναι μηδενικό η παροχή ορίζεται στο 30% της μέσης δαπάνης ή απόσβεσης κατά τα τελευταία τρία χρόνια .

Στην περίπτωση δανείου με έγγραφη συμφωνία προς εργαζόμενό, εταίρο ή μέτοχο ,η παροχή αποτιμάται ως διαφορά των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόμενος αν το επιτόκιο ήταν το μέσο επιτόκιο της αγοράς και του τόκου που κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια ενός μήνα. Το μέσο επιτόκιο της αγοράς θα καθορίζεται με υπουργική απόφαση. Αν δεν υφίσταται έγγραφη συμφωνία δανείου, το σύνολο του αρχικού κεφαλαίου λογίζεται ως παροχή σε είδος .Επίσης, η προκαταβολή μισθού άνω των τριών μηνών θεωρείται δάνειο.

Στην περίπτωση παραχώρησης κατοικίας η παροχή αποτιμάται στο ποσό του ενοικίου που καταβάλει η επιχείρηση και στην περίπτωση που η κατοικία είναι ιδιοκτησία της επιχείρησης σε ποσοστό 3% της αντικειμενικής της αξίας.

Τέλος, η αξία της παροχής σε είδος με τη μορφή δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών προσδιορίζεται κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος ακόμα και αν δεν υφίσταται τότε εργασιακή σχέση.

Με το άρθρο 14 του ν. 4172/2013 καθορίζονται ποιες καταβολές ή παροχές εξαιρούνται από τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία .Αυτές είναι :

Α. Αποζημίωση εξόδων διαμονής σίτισης και ημερήσια αποζημίωση για έξοδα του εργαζόμενου για τους σκοπούς της επιχείρησης

Β. Αποζημίωση για τα  έξοδα κίνησης του εργαζόμενου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του

Γ. Οι κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων

Δ. Εισφορές υπέρ επαγγελματικών ταμείων που έχουν συσταθεί με νόμο

Ε. Η αξία των διατακτικών σίτισης αξίας έως 6€ ημερησίως

Στ. Παροχές ασήμαντες αξίας μέχρι 27€ ετησίως

Ζ. Τα ασφάλιστρα σε περίπτωση ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων

Η. τα ασφάλιστρα μέχρι 1500€ ανά εργαζόμενο  για ιατροφαρμακευτική ή νοσοκομειακή κάλυψη ή την κάλυψη του κινδύνου ζωής ή ανικανότητας στο πλαίσιο ασφαλιστηρίου συμβολαίου

Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 13 «…..οποιεσδήποτε παροχές σε είδος που λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή συγγενικό αυτού πρόσωπο συνυπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδημα του στην αγοραία αξία τους εφ’ όσον η συνολική αξία των παροχών σε είδος υπερβαίνει το ποσό των 300€ ανά φορολογικό έτος». Η χορήγηση ,λοιπόν, κινητού από την επιχείρηση στον εργαζόμενο ,εφ’ όσον η αξία της κατανάλωσης  υπερβαίνει τα 300€ το χρόνο και με την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται και άλλου είδους παροχές , αποτελεί παροχή σε είδος αθροιστέα στο φορολογητέο εισόδημα του εργαζόμενου.

Σε κάθε περίπτωση κατά την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή

                                                                                  ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΕΡΔΙΚΑΚΗΣ

 

 

21

Μαρ

2014

Ρύθμιση οφειλών για επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί στη διαδικασία εξυγίανσης του άρθρ. 99 & 106 β του Πτωχευτικού Κώδικα

Η Διοίκηση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ανακοινώνει ότι ύστερα από απόφαση του ΔΣ, στις περιπτώσεις που ανοίγει η διαδικασία εξυγίανσης για επιχειρήσεις και εργοδότες, σύμφωνα με τα άρθρα 99 επ.του Πτωχευτικού Κώδικα όπως ισχύει, καθώς και στις περιπτώσεις της άμεσης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης κατά το άρθρο 106β, οι οφειλέτες μπορούν πλέον να επιλέξουν για τη ρύθμιση των οφειλών τους:

21 Μαρτίου, 2014

  Αθήνα, 20 Μαρτίου 2014

Δελτίο Τύπου

Ρύθμιση οφειλών για επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί στη διαδικασία εξυγίανσης του άρθρ. 99 & 106 β του Πτωχευτικού Κώδικα

Η Διοίκηση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ανακοινώνει ότι ύστερα από απόφαση του ΔΣ, στις περιπτώσεις που ανοίγει η διαδικασία εξυγίανσης για επιχειρήσεις και εργοδότες, σύμφωνα με τα άρθρα 99 επ.του Πτωχευτικού Κώδικα όπως ισχύει, καθώς και στις περιπτώσεις της άμεσης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης κατά το άρθρο 106β, οι οφειλέτες μπορούν πλέον να επιλέξουν για τη ρύθμιση των οφειλών τους:

A. Εφάπαξ εξόφληση με έκπτωση των πρόσθετων τελών (Π.Τ) ποσοστού 80%.

B. Υπαγωγή σε καθεστώς ρύθμισης στη βάση των παρακάτω όρων:

  • μέχρι εβδομήντα δύο (72) ισόποσες μηνιαίες δόσεις με έκπτωση (Π.Τ) 60%,
  • μέχρι ογδόντα τέσσερις (84) ισόποσες μηνιαίες δόσεις με έκπτωση (Π.Τ) 50%,
  • μέχρι ενενήντα έξι (96) ισόποσες μηνιαίες δόσεις με έκπτωση (Π.Τ) 40%,
  • μέχρι εκατόν είκοσι (120) ισόποσες μηνιαίες δόσεις με έκπτωση (Π.Τ) 30%,
  • μέχρι εκατόν σαράντα τέσσερις (144) ισόποσες μηνιαίες δόσεις με έκπτωση (Π.Τ) 20% και,
  • μέχρι εκατόν εξήντα (160) ισόποσες μηνιαίες δόσεις με έκπτωση (Π.Τ) 10%,
  • μέχρι εκατόν ογδόντα (180) ισόποσες μηνιαίες δόσεις χωρίς καμία έκπτωση στα πρόσθετα τέλη.
  • Αιτήματα που αφορούν σε περισσότερες των ανωτέρω δόσεων φέρονται ενώπιον του Δ.Σ. του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

Σημειώνεται ότι

  1. Υφιστάμενες οφειλές μισθολογικών περιόδων απασχόλησης που δεν περιλαμβάνονται στην επικυρωθείσα συμφωνία εξυγίανσης, καταβάλλονται εφάπαξ ή εντάσσονται σε καθεστώς ρύθμισης κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
  2. Για όσο διάστημα εξυπηρετούνται οι όροι της ρύθμισης (καταβολή τρεχουσών εισφορών και δόσεων) αναστέλλεται η διαδικασία λήψης αναγκαστικών και άλλων μέτρων είσπραξης και χορηγείται αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας.

Σε περίπτωση μη τήρησης της συμφωνίας εξυγίανσης από τον οφειλέτη δύναται να τίθεται ως διαλυτική αίρεση της συμφωνίας εξυγίανσης ή ως λόγος καταγγελίας αυτής, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 106ε παρ. 3 του ΠτΚ.

ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΤΟΥ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ

  •  

     

     

 

 

21

Μαρ

2014

ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΕΛΑΤΩΝ-ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ -ΠΟΛ 1078/17-3-2014

Εκδόθηκαν με την ΠΟΛ 1078/17-3-2014 τελικές οδηγίες για το περιεχόμενο των συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών προμηθευτών .Αναλυτικά έχουν ως εξής: Α) ΥΠΟΧΡΕΟΙ Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα ανεξαρτήτως της κατηγορίας των βιβλίων ( απλογραφικά –διπλογραφικά) και του αν υπάγεται ή όχι στο ΦΠΑ. Στους υπόχρεους υπάγονται και τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα.

21 Μαρτίου, 2014

ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΕΛΑΤΩΝ-ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ

Εκδόθηκαν με την ΠΟΛ 1078/17-3-2014 τελικές οδηγίες για το περιεχόμενο των συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών προμηθευτών .Αναλυτικά  έχουν ως εξής:

Α) ΥΠΟΧΡΕΟΙ

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα ανεξαρτήτως της κατηγορίας των βιβλίων ( απλογραφικά –διπλογραφικά) και του αν υπάγεται ή όχι στο ΦΠΑ. Στους υπόχρεους υπάγονται και τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα.

Β) ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ

Όλα τα φορολογικά στοιχεία που σχετίζονται με την επαγγελματική δραστηριότητα ή την εκπλήρωση του σκοπού των υπόχρεων .Ενδεικτικά :

-Τα τιμολόγια και τα  πιστωτικά για τη πώληση αγαθών και υπηρεσιών επιδοτήσεων, αποζημιώσεων , επιστροφών τόκων, ενισχύσεων κλπ

-Τα φορολογικά στοιχεία που εξομοιώνονται με τιμολόγια όπως τα συμβόλαια μετα-βίβασης  ακινήτων ,οι λογαριασμοί παροχών κοινής ωφέλειας ( ΔΕΗ ,ΕΥΑΘ, ΟΤΕ κλπ)

-Οι αποδείξεις λιανικών συναλλαγών και επιστροφής λιανικώς πωληθέντων

-Οι αποδείξεις αυτοπαράδοσης.

-Τα  τιμολόγια αυτοτιμολόγησης.

Γ) ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΕΞΑΙΡΟΥΝΤΑΙ

Από τις καταστάσεις εξαιρούνται οι παρακάτω συναλλαγές:

-Συναλλαγές με το εξωτερικό ( εισαγωγές εξαγωγές, ενδοκοινοτικές παραδόσεις αποκτήσεις)

-Ενοίκια ακινήτων εκτός αν υπάγονται στο ΦΠΑ (πχ βιομηχανοστάσια).

-Εισιτήρια όλων των μεταφορικών μέσων και οι αποδείξεις πώλησης εισιτηρίων.

-Συνδρομές σε επιμελητήρια και επαγγελματικές οργανώσεις.

-Συνδρομές και δωρεές σε συλλόγους και νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (δεν εξαιρούνται στις αστικές μη κερδοσκοπικές ).

– Τραπεζικοί Τόκοι και προμήθειες  (όχι οι προμήθειες των πιστωτικών καρτών).

– Η αξία εγγυοδοσία (π.χ κενές φιάλες ) αν δεν περιλαμβάνεται στη αξία του τιμολογίου.

-Εξοδα μισθοδοσίας .

-Εισφορές σε ταμεία κοινωνικής ασφάλισης ( πχ ΟΑΕΕ).

-Τα γραμμάτια προείσπραξης των δικηγορικών συλλόγων.

-Τα ασφάλιστρα .

-Οι κοινόχρηστες δαπάνες .

-Το ΕΕΤΗΔΕ –ΕΕΤΑ (χαράτσι ) στις αποδείξεις της ΔΕΗ.

Δ) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

i) ΑΦΜ αντισυμβαλλόμενου .

Δεν απαιτείται η αναγραφή του ΑΦΜ στις παρακάτω περιπτώσεις :

α) στις αποδείξεις λιανικής

β) στις αποδείξεις παροχών κοινής ωφέλειας όταν ο λογαριασμός εκδίδεται σε άλλο         όνομα π.χ ΔΕΗ στο όνομα του ιδιοκτήτη .ΜΟΝΟ  για το 2014 παροχές κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ ,ΕΥΑΘ .σταθερή και κινητή τηλεφωνία ) υποβάλλονται  χωρίς την αναγραφή ΑΦΜ

ii) Πλήθος παραστατικών ανά ΑΦΜ.

Δεν αναγράφεται  πλήθος στις λοιπές δαπάνες (συναλλαγές χωρίς ΑΦΜ).

iii) Αξία συναλλαγών προ ΦΠΑ .

Στις αποδείξεις της ΔΕΗ περιλαμβάνονται και τα τέλη καθαριότητας και φωτισμού όχι        όμως το ΕΕΤΑ.

iv) ΦΠΑ της συναλλαγής

Ε) ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΠΕΛΑΤΩΝ

– Τα τιμολόγια διακριτά από τα πιστωτικά.

– Οι λιανικές πωλήσεις που εκδίδονται με χρήση ταμειακής μηχανής ανά ταμειακή μηχανή. ΜΟΝΟ για το 2014 μπορούν να εμφανίζονται συγκεντρωτικά χωρίς διαχωρισμό ανά ταμειακή μηχανή.

-Οι λιανικές που εκδίδονται χειρόγραφα ή με μηχανισμό (από Η/Υ) συμψηφισμένες με τις αποδείξεις επιστροφής λιανικής και τις αποδείξεις αυτό-παράδοσης.

ΣΤ) ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ

-Τα τιμολόγια διακριτά από τα πιστωτικά

-Συγκεντρωτικά χωρίς ΑΦΜ αντισυμβαλλόμενου

i)  Οι αποδείξεις λιανικής (πχ καύσιμα ) και οι  αποδείξεις παροχών κοινής ωφέλειας όταν ο λογαριασμός εκδίδεται σε  όνομα τρίτου π.χ ΔΕΗ στο όνομα του ιδιοκτήτη. ΜΟΝΟ  για το 2014 παροχές κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ ,ΕΥΑΘ .σταθερή και κινητή τηλεφωνία ) υποβάλλονται  χωρίς την αναγραφή ΑΦΜ

Ζ) ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

1) Πωλήσεις για λογαριασμό Τρίτου

i) Αυτός που εκδίδει τα παραστατικά πώλησης:

–      στην κατάσταση πελατών αναγράφει τις πωλήσεις κανονικά, όπως προβλέπεται και για τις  ίδιες πωλήσεις καθώς και η προμήθειά του

–      στην κατάσταση προμηθευτών καταχωρούνται συγκεντρωτικά οι πωλήσεις που διενήργησε για λογαριασμό τρίτου με αντισυμβαλλόμενο τον τρίτο(εντολέα)

ii) O εντολέας :

Στην κατάσταση πελατών καταχωρούνται συγκεντρωτικά οι πωλήσεις που έγιναν για λογαριασμό του με αντισυμβαλλόμενο αυτόν που έκανε  τις πωλήσεις  

Στην κατάσταση των προμηθευτών καταχωρείται η προμήθεια που κατέβαλε

2) Εκκαθαρίσεις Εκτελωνιστών

Η αμοιβή του εκτελωνιστή με το ΑΦΜ του ,οι υπόλοιπες δαπάνες που περιλαμβάνονται στην εκκαθάριση με το ΑΦΜ του εκδότη όταν υπάρχει πχ ΟΛΘ, μεταφορέας ενώ όταν δεν υπάρχει ΑΦΜ αντισυμβαλλόμενου συγκεντρωτικά ως λοιπές δαπάνες

3) Πιστωτικά Τιμολόγια ΦΠΑ

Καταχωρούνται ανά ΑΦΜ

4) Ασφαλιστικές Αποζημιώσεις

Καταχωρούνται κανονικά με το ΑΦΜ της Ασφαλιστικής έστω και αν δεν έχει εκδοθεί τιμολόγιο

5) Αμοιβές συμβολαιογράφων

Το καθαρό ποσό που προκύπτει από την  διαφορά  συνολικό ποσό μείον τα δικαιώματα υπέρ ΤΑΣ και Ταμείο νομικών.

 

Η) ΧΡΟΝΟΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ

1) ΓΙΑ ΤΟ 2014

i) Καταστάσεις πελατών

Οι καταστάσεις υποβάλλονται τριμηνιαίες μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την λήξη του τριμήνου, ανεξαρτήτως  κατηγορίας βιβλίων και την υποχρέωση ή μη υποβολής δήλωσης ΦΠΑ .Ειδικα το α΄ τρίμηνο θα υποβληθεί μέχρι τέλος Μαΐου

 

ii) Καταστάσεις Προμηθευτών

Οι υπαγόμενοι στο ΦΠΑ ανεξαρτήτως κατηγορίας βιβλίων όπως και  τους πελάτες. Οι μη υπαγόμενοι στο ΦΠΑ μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου του 2015

2) ΓΙΑ ΤΟ 2015 και μετά

i) Καταστάσεις πελατών

Οι καταστάσεις υποβάλλονται μηνιαίες μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα , ανεξαρτήτως  κατηγορίας βιβλίων και την υποχρέωση ή μη υποβολής δήλωσης ΦΠΑ

ii) Καταστάσεις Προμηθευτών

α) Οι υπαγόμενοι στο ΦΠΑ με διπλογραφικά βιβλία μηνιαίες μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα.

β) οι υπαγόμενοι στο ΦΠΑ με απλογραφικά βιβλία τριμηνιαίες μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα

γ) Οι μη υπαγόμενοι στο ΦΠΑ στο τέλος Ιανουαρίου του επόμενου έτους

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΕΡΔΙΚΑΚΗΣ

 

19

Μαρ

2014

1/2014 Α.Π.(ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ-ΠΟΙΝΙΚΟ)

 

19 Μαρτίου, 2014

Φοροδιαφυγή σε βαθμό κακουργήματος, και δη υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Τροποποίηση του αντίστοιχου νόμου (ν. 2523/1997 με το ν. 3943/2011). Δυσμενέστερες δικονομικές ποινικές διατάξεις. Αναδρομικότητα εφαρμογής του.

"slider2-photo-right-topp"

1/2014 ΑΠ (ΟΛΟΜ-ΠΟΙΝ) ( 615537) 

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Πραγματικά περιστατικά. Αίτηση-προσφυγή του κατηγορουμένου για κήρυξη απαράδεκτης της ποινικής δίωξης για φοροδιαφυγή, λόγω αναδρομικής εφαρμογής της δυσμενέστερης νεότερης δικονομικής διατάξεως. Ποινική Δικονομία. Νόμος 2523/1997 και τροποποίησή του με το ν. 3943/2011. Άσκηση ποινικής δίωξης προ της ισχύος του ν. 3943/2011 και μετά την ισχύ του. Διαδικαστική προϋπόθεση για την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς και την άσκηση της ποινικής δίωξης, σύμφωνα με τον προγενέστερο ν. 2523/1997, η περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας. Αποσύνδεση, με το νεότερο νόμο 3943/2011, της άσκησης της ποινικής δίωξης από την περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας. Άμεση η άσκηση της ποινικής δίωξης και κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υποθέσεως. Δικονομική διάταξη επί της οποίας δεν εφαρμόζεται η απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογής και επί των αξιόποινων πράξεων που είχαν τελεστεί προ της ισχύος του νόμου αυτού. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά παρεμπίπτοντος βουλεύματος. Λόγοι. Εσφαλμένη ερμηνεία. Υπέρβαση εξουσίας. Εισήχθη στην Ολομέλεια, λόγω εξαιρετικής σημασίας του ζητήματος. Απορρίπτει αναίρεση, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν ως άνω. Βλ. και άποψη ενός μέλους του Δικαστηρίου, βάσει της οποίας δεν τίθεται θέμα αναδρομικής εφαρμογής δικονομικής διατάξεως, για το λόγο ότι η ποινική δίωξη ασκήθηκε υπό την ισχύ της παρούσης δικονομικής διατάξεως του ά. 21§2 του ν. 3943/2011. Βλ. και αντίθετη εισαγγελική πρόταση, βάσει της οποίας η αναίρεση έπρεπε να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί εν μέρει το βούλευμα, καθ΄όσον η ως άνω διάταξη είναι μεν δικονομική, ωστόσο, ως εισάγουσα δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο ρύθμιση δεν έχει αναδρομική ισχύ.

Αριθμός 1/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΠΛΗΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Βασίλειο Λυκούδη, Ιωάννη Σιδερή, Νικόλαο Λεοντή, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπροέδρους, Βιολέττα Κυτέα, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Δημήτριο Μαζαράκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Κωνσταντίνο Φράγκο, Νικόλαο Πάσσο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου- Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου, Δημήτριο Κόμη, Βασίλειο Λαμπρόπουλο, Αντώνιο Ζευγώλη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ασπασία Καρέλλου, Αργύριο Σταυράκη, Ιωάννα Πετροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Δήμητρα Μπουρνάκα, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Γεώργιο Σακκά, Μαρία Βασιλάκη, Ιωάννη Χαμηλοθώρη, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Μιχαήλ Αυγουλέα, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πάνο Πετρόπουλο, Ευγενία Προγάκη, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Μαρία Βαρελά, Γεώργιο Κοντό, Ασπασία Μαγιάκου, Αριστείδη Πελεκάνο, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Μαρία Χυτήρογλου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 3441/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία εισάγεται στη Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου – Σε Συμβούλιο, με κοινό πρακτικό Προέδρου και Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα άρθρα 513 παρ. 1 ΚΠΔ και 23 παρ. 2 Ν. 1756/1988. Με κατηγορούμενο τον Θ. Α. του Β., κάτοικο … .

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 46 και ημερομηνία 23 Σεπτεμβρίου 2013 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1065/13.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στη Πλήρη Ποινική Ολομέλεια που συνήλθε σε Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 225 και ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: «Εισάγοντες στο Δικαστήριο Σας κατά το άρθρο 485 Κ.Π.Δ την νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα με αριθμό 46/2013 αίτηση μας, με την οποία ζητούμε την μερική αναίρεση του υπ` αριθμ. 3441/2013 παρεμπίπτοντος βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφερόμαστε εξ ολοκλήρου στους λόγους τους οποίους εκθέτουμε στην άνω αίτηση μας, οι οποίοι έχουν ως εξής: Με το άρθρο 21 παρ.2 του Ν 2523/1997, όπως αυτό ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 12 παρ.3 του Ν 2753/1999, οριζόταν ότι η ποινική δίωξη επί των εγκλημάτων φοροδιαφυγής ασκείτο αυτεπάγγελτα και δεν άρχιζε πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που τυχόν είχε ασκηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου, ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής. Κατ` εξαίρεση, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του ιδίου νόμου που αφορούσαν την έκδοση πλαστών ή εικονικών και την αποδοχή ή νόθευση εικονικών φορολογικών στοιχείων, η ποινική δίωξη ασκείτο άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και την μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του Ν 2343/1995. Στην εξαιρετική αυτή περίπτωση, σύμφωνα με το επόμενο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, η μηνυτήρια αναφορά υποβαλλόταν εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της απόφασης επιβολής προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ανεξάρτητα από το εάν κατά της απόφασης αυτής είχε ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου Με το άρθρο 40 παρ. 2 του Ν 3220/2004 (Φ.Ε.Κ Α 15/28-1-2004), προστέθηκε εδάφιο τελευταίο στην παράγραφο 2 του άρθρου 21 του Ν 2523/1997, ως εξής: «ειδικά, όταν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου.». Το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 16 παρ.3 του Ν 3888/2010 (Φ.Ε.Κ. Α 175/30-9-2010), ως εξής: «ειδικά, στις περιπτώσεις: α) της παραγράφου 1 περίπτωση γ του άρθρου 18, β) της παραγράφου 5 του άρθρου 19, όταν το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων είναι πλέον των δέκα (10) ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ και γ) της περίπτωσης β της παραγράφου 1 του άρθρου 19, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου». Η επελθούσα δηλαδή με τον Ν. 3220/2004 μεταβολή σχετικά με τις προϋποθέσεις υποβολής της μηνυτήριας αναφοράς στην περίπτωση της κακουργηματικής φοροδιαφυγής του άρθρου 19 παρ.1 εδάφιο β του Ν 2523/1997, επαναλήφθηκε στο άρθρο 16 παρ.3 του Ν 3888/2010 με την προσθήκη ότι η ίδια διαδικασία ακολουθείται και στην περίπτωση της κακουργηματικής φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α, Φ.Κ.Ε και λοιπών παρακρατούμενων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18 παρ.1 εδάφιο γ του Ν. 2523/1997), καθώς και στην περίπτωση του άρθρου 19 παρ. 5 η οποία είχε προστεθεί με το άρθρο 76 παρ. 2 του Ν 3842/2010, εφόσον το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων είναι πλέον των δέκα (10) ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ. Τέλος με το εδάφιο θ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν 3943/2011 (Φ.Ε.Κ τεύχος Α 66/31-3-2011), η παράγραφος 2 του άρθρου 21 του Ν 2523/1997, αντικαταστάθηκε εκ νέου ως εξής : » 2. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα. Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) ή των ελεγκτικών κέντρων του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995 (Φ Ε Κ 211 Α) ή υποβάλλεται από τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ως εξής: α) Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου, ανεξάρτητα εάν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου: αα) στην περίπτωση β της παραγράφου 2 του άρθρου 17, εφόσον ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παραγγείλει την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης, ββ) στις περιπτώσεις α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 18, εφόσον ο φορολογικός έλεγχος έχει διαταχθεί για την ημερομηνία που διενεργήθηκε, με ειδική εντολή ελέγχου του Υπουργού Οικονομικών γγ) στην περίπτωση γ της παραγράφου 1 του άρθρου 18, δδ) στην περίπτωση β της παραγράφου 1 του άρθρου 19 και εε) στις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 19, εφόσον το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων είναι πλέον των δέκα ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ. β) Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου του Κ. Β.Σ. ή κατά της οικείας πράξης επιβολής φόρου, τέλους ή εισφοράς και ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ή της πράξης ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου: αα) στις περιπτώσεις α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 18, εφόσον ο φορολογικός έλεγχος δεν έχει διαταχθεί με ειδική εντολή του Υπουργού Οικονομικών ββ) στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου και την περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 19 και γγ) στις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 19, εφόσον το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων δεν υπερβαίνει τα δέκα ή δεν υπερβαίνει σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ. Η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής: αα) στην περίπτωση α της παραγράφου 2 του άρθρου 17 και ββ) στην περίπτωση β της παραγράφου 2 του άρθρου 17, εφόσον δεν παραγγέλθηκε η άμεση άσκηση ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος …». Με την επελθούσα κατά τα ανωτέρω τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Ν 2523/1997, η άσκηση της ποινικής διώξεως για φοροδιαφυγή στην φορολογία εισοδήματος του άρθρου 17 και των παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων ή εισφορών του άρθρου 18, αποσυνδέθηκε πλέον από την απαίτηση της προηγούμενης περάτωσης της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας ,και στις προβλεπόμενες μέχρι τότε περιπτώσεις των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και εκείνες που είχαν προστεθεί με το άρθρο 16 παρ. 3 του Ν 3888/2010, που θέσπιζαν υποχρέωση των αρμόδιων φορολογικών αρχών να υποβάλλουν άμεσα μηνυτήρια αναφορά μετά το πέρας του ελέγχου, χωρίς να αναμένουν τελεσίδικη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου ή την παρέλευση της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής κατά της οικείας πράξης καταλογισμού φόρου, προσετέθη αφ` ενός μεν η περίπτωση κακουργηματικής φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος του άρθρου 17 παρ. 2 εδάφιο β, εφόσον ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παρήγγειλε γι` αυτήν την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης, αφ` ετέρου δε οι περιπτώσεις α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 18, εφόσον ο φορολογικός έλεγχος γι` αυτές, διατάχθηκε, για την ημερομηνία που διενεργήθηκε, με ειδική εντολή ελέγχου του Υπουργού Οικονομικών, επιπροσθέτως δε διαφοροποιήθηκαν οι προϋποθέσεις για την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς στις περιπτώσεις που απαριθμούνται στο εδάφιο β της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου. Οι τροποποιήσεις που επέφεραν οι νόμοι 3220/2004 (άρθρο 40 παρ.2), 3888/2010 (άρθρο 16 παρ.3) και 3943/2011 (άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο θ) και ιδίως αυτές που αποσυνέδεσαν την κίνηση της ποινικής δίωξης για τα εγκλήματα φοροδιαφυγής των άρθρων 17,18 και 19 του Ν 2523/1997 από την προηγούμενη περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, στον βαθμό που με αυτές διευκολύνεται η άσκηση ποινικής δίωξης και συνεπώς τίθενται σε δυσμενέστερη θέση τα άτομα που φέρονται ως υπαίτιοι των ως άνω εγκλημάτων, θέτουν σοβαρά ζητήματα διαχρονικού δικαίου και κυρίως το ερώτημα εάν μπορούν να εφαρμοσθούν αναδρομικά και επί των εγκλημάτων που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος τους (βλ. σχετικώς την μελέτη Λ. Μαργαρίτη – Θ. Παπακυριάκου, Η δικονομική μεταχείριση των εγκλημάτων φοροδιαφυγής του Ν. 2523/199, μετά τις τροποποιήσεις των προϋποθέσεων δίωξης τους με τους νόμους 3888/2010 και 3943/2011, σε Ποινική Δικαιοσύνη 2012 σελ. 151 και επόμενες). Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από την συστηματική ένταξη της περάτωσης της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, που μέχρι την δημοσίευση των διατάξεων αυτών προβλεπόταν ως όρος απαραίτητος για την υποβολή της σχετικής μηνυτήριας αναφοράς, στο πεδίο του ουσιαστικού ή του δικονομικού ποινικού δικαίου. Γιατί εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η διαδικασία αυτή εντάσσεται στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ως αποτελούσα ενδεχομένως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης των περί ων ο λόγος εγκλημάτων ή εξωτερικό όρο του αξιοποίνου τους, τότε η κατάργηση της θα συνεπαγόταν αυτόματα την υπαγωγή των νέων διατάξεων στην συνταγματική απαγόρευση της αναδρομικής εφαρμογής (άρθρο 7 παρ.1 του Συντάγματος), ενώ εάν ήθελε θεωρηθεί ότι εντάσσεται στο πεδίο του δικονομικού δικαίου ως αποτελούσα θετική δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, τότε οι νέες διατάξεις ως αμιγώς δικονομικού περιεχομένου, κατά την μάλλον επικρατήσασα, τουλάχιστον αρχικά, άποψη της θεωρίας, η οποία φαίνεται ότι υιοθετήθηκε και από την νομολογία (βλ. σχετικά Η. Γάφου Ποινική Δικονομία, τεύχος Α 6η έκδοση 1966, σελ 13 και επόμ. Χ. Δέδε Ποινική Δικονομία 10η έκδοση 1991, σελ. 28, Α. Μπουρόπουλου Ερμην. Π.Κ τ. Α έκδοση 1959, σελίδα 10 αριθμός 8, Α.Π 1571/1988 ΠοινΧρον. ΛΘ 390, Συμβ. Α.Π 55/1990 ΠοινΧρον Μ 951 με αντίθετη εισαγγελική πρόταση, Συμβ. Α.Π 246/1992 ΠοινΧρον MB 419 με αντίθετη εισαγγελική πρόταση), εφαρμόζονται αναδρομικά Γιατί, κατά την άποψη αυτή, η συνταγματικά κατοχυρωμένη απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος των δικονομικών ποινικών διατάξεων, δεν καταλαμβάνει τους κανόνες του ποινικού δικονομικού δικαίου. Οι κανόνες αυτοί, επομένως, εφόσον ο νομοθέτης δεν ορίζει κάτι διαφορετικό, εφαρμόζονται αδιάκριτα και σε αξιόποινες συμπεριφορές που έλαβαν χώρα πριν την θέσπιση τους και άγονται προς εκδίκαση, καθ` ον χρόνο αυτοί έχουν τεθεί σε ισχύ. Πάντως, ο Άρειος Πάγος με την υπ` αριθμ. 1282/1992 απόφαση της Ολομέλειας του (βλ αυτήν σε ΠοινΧρον MB 921) και με την επίκληση των διατάξεων των άρθρων 596 παρ.1 και 601 παρ.1 εδάφιο β του Κ.Π.Δ, καθώς και εκείνης του άρθρου 2 παρ.1 του Αστικού Κώδικα, αρνήθηκε την αναδρομική εφαρμογή της αναμφίβολα δικονομικού περιεχομένου διάταξης του άρθρου 8 παρ.8 του Ν 1941/1991 με την οποία είχε καταργηθεί ως λόγος απόλυτης ακυρότητας η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία in concreto ήταν ευμενέστερη για τον αναιρεσειοντα (κατηγορούμενο), με την αιτιολογία ότι το επιτρεπτό των ενδίκων μέσων και τα σφάλματα της απόφασης ή του βουλεύματος, κρίνονται σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή εκδόσεως του βουλεύματος, ενώ με τις υπ` αριθμ. 1529/1993, ΠοινΧρον ΜΓ 1286, με αντίθετη μειοψηφία και 1817/1993, ΠοινΧρον ΜΔ 177 αποφάσεις του (σε Συμβούλιο), έκρινε ότι οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζεται αλλιώς, δεν έχουν αναδρομική δύναμη, αλλά αφορούν μόνο το διαδικαστικό τμήμα της ποινικής δίκης, που έπεται της θέσης τους σε ισχύ. Τέλος με σειρά αποφάσεων του (.Α.Π 1458/1996 σε ΠοινΧρον ΜΖ.847, Α.Π 272/1997 σε ΠοινΧρον ΜΗ 44, Α.Π 288/1997 σε Αρχ.Ν 1997.721, και 901/1997 σε ΝοΒ 1997.1031), αρνήθηκε ουσιαστικά την αναδρομική εφαρμογή της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 2 παράγραφος 19 εδάφιο δ του Ν 2408/1996, με την οποία οριζόταν ότι εφέσεις και αντεφέσεις που είχαν ασκηθεί από τον Εισαγγελέα ή τον δημόσιο κατήγορο, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 486 και 494 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτές τροποποιούνταν με τα εδάφια β και γ της αυτής ως άνω παραγράφου, και, κατά τη δημοσίευση του νόμου τούτου, εκκρεμούσαν, κηρύσσονταν απαράδεκτες, με την αιτιολογία ότι η θεσπιζόμενη με την διάταξη αυτή αναδρομικότητα αφορούσε μόνο τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, οι οποίες θεμελίωναν το δικαίωμα του εισαγγελέα για άσκηση εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως ή αντεφέσεως, όχι δε και τις τυπικές προϋποθέσεις της εγκυρότητας της έκθεσης με την οποία είχε ασκηθεί η έφεση ή η αντέφεση, προτού αρχίσει η ισχύς του νόμου τούτου, κρίνοντας ότι οι εν λόγω τυπικές προϋποθέσεις θα κρίνονταν κατά τις δικονομικές διατάξεις, οι οποίες ίσχυαν κατά το χρόνο που ασκήθηκε η έφεση, τότε δηλαδή που ο Κ.Π.Δ δεν απαιτούσε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την άσκηση της. Στην παλαιότερη βιβλιογραφία, αποκλίνουσες από την κατά τα ανωτέρω κρατούσα άποψη σκέψεις, είχε διατυπώσει στο σύγγραμμα του ο Ζησιάδης (βλ. Ι. Ζησιάδη. Ποινική Δικονομία, Β έκδοση 1964, τόμος Α, σελίδα 26), ο οποίος, μεταξύ των άλλων, σημείωνε και τα εξής: «Εις την περίπτωσιν, καθ` ην δια την δίωξιν μιας πράξεως απαιτείται η εκπλήρωσις μιας προϋποθέσεως, λ.χ.άδεια της αρχής, έγκλησις εκ μέρους του παθόντος, μετά δε την εκτέλεσιν της πράξεως νόμος τις δικονομικός θεσπίσει, ότι δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια, ή ότι η πράξις διώκεται αυτεπαγγέλτως, το Γερμανικό ακυρωτικό έστη επί της αντιλήψεως, ότι πρόκειται περί δικονομικής προϋποθέσεως, και ως εκ τούτου, εδέχθη, ότι ο σχετικός νόμος έχει αναδρομικήν δύναμιν. Το Γαλλικό ακυρωτικό όμως απέκρουσε την αναδρομικήν δύναμιν του τοιούτου νόμου, επί τω λόγω, ότι δεν δύναται να θίξει κεκτημένα δικαιώματα», παραπέμποντας στον Donnentieu De Vabres (Traite elementaire de droit criminel et de legislation comparee, deuxieme partie, procedure penale, 3eme edition 1947, § 1602, σελ 915), ο οποίος θεωρούσε τις προϋποθέσεις αυτές ως ουσιαστικές, και συνεπώς για την αναδρομική ή μη εφαρμογή των διατάξεων που περιέχουν όρους της ποινικής διώξεως, θα έπρεπε κάθε φορά να εξετάζεται αν αυτοί καλυτέρευαν ή επιδείνωναν την θέση του κατηγορουμένου. Στην σύγχρονη βιβλιογραφία κατέχει δεσπόζουσα θέση, η άποψη ότι η απαγόρευση της αναδρομικότητας στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, πρέπει να επεκταθεί και σε διατάξεις του ποινικού δικονομικού δικαίου, όταν αυτές περιέχουν προβλέψεις που θίγουν ουσιώδη συμφέροντα και δικαιώματα του κατηγορουμένου (βλ σχετ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, αριθμός περιθ. 22, 28 και 29, Α Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδοση τρίτη 2007 σελίδα 11, Μαργαρίτη Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ι δεύτερη έκδοση 2000, σελίδα 54, Χ. Μυλωνόπουλου Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος έκδοση 2007, σελίδα 80, Α. Χαραλαμπάκη Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος Ι, σελίδες 166-167, Μ Καϊάφα-Γκμπάντι, Εμβάθυνση στην Ποινική Νομολογία, 2006, σελίδα 43, Α. Παπαδαμάκη Ποινική Δικονομία, πέμπτη έκδοση 2011, σελίδα 6, Γ. Μπέκα, Η χρονική επέκταση της ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, 1992, σελ. 131- και επόμενες, 165-166, Α Ζαχαριάδη, ο Ν 1608/1950, έκδοση 1995, σελ.69, 170, Γ Τριαντάφυλλου, Αναδρομικοί ποινικοί δικονομικοί νόμοι και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, Δίκη 1990, 753 και επόμ. και διεξοδικά Φυτράκη, Η απαγόρευση της αναδρομικότητας στην ποινική δικονομία, 1998, σελ. 249 και επόμ.). Το ζήτημα της αναδρομικής εφαρμογής διατάξεων που τροποποίησαν κατά καιρούς τις προϋποθέσεις άσκησης της ποινικής δίωξης στα εγκλήματα φοροδιαφυγής, αντιμετωπίστηκε από την νομολογία πολύ ενωρίς, ήδη υπό το καθεστώς της ισχύος του Ν 1591/1986. Ειδικότερα ο Αρειος Πάγος με την υπ` αριθμ. 469/1995 απόφαση το (βλ αυτήν σε ποινικά χρονικά ΜΕ 778) και με την επίκληση εφαρμογής του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ, δέχθηκε ότι η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής και η εν συνεχεία υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από συγκεκριμένα πρόσωπα για την δίωξη του εγκλήματος της έκδοσης και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, προϋποθέσεις που προβλέφθηκαν το πρώτον για την δίωξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων με την υπ` αριθμ. 1105135/9049/0009/3-10-1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που κυρώθηκε με το άρθρο 51 παρ. 2 του Ν 1882/1990, η οποία (απόφαση) είχε τροποποιήσει το άρθρο 32 του Ν 1591/1986, ήταν εφαρμοστέα αναδρομικώς και για πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν από την ισχύ της, ως περιέχουσα ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο ρύθμιση, έναντι των προβλέψεων του άρθρου 32 του ιδίου νόμου, όπως ίσχυε μέχρι τότε, το οποίο προέβλεπε ότι η δίωξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων γινόταν αυτεπάγγελτα (χωρίς την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς) και χωρίς να απαιτείται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Με την ίδια απόφαση του ο Άρειος Πάγος απέκλεισε την εφαρμογή στην συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης του άρθρου 41 παρ.1 του μεθεπόμενου Ν 1884/1990, με την οποία οριζόταν ότι η δίωξη των εγκλημάτων έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, γινόταν ευθύς μετά την διαπίστωση του εγκλήματος και μετά από υποβολή σχετικής μηνυτήριας αναφοράς,χωρίς να απαιτείται οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, κρίνοντας (προδήλως) ότι η διάταξη αυτή ήταν δυσμενέστερη. Κατά το σκεπτικό της απόφασης, η διάταξη αυτή δεν είχε εφαρμογή στην κριθείσα περίπτωση, γιατί «υπέκειτο προς κρίση φορολογική παράβαση τελεσθείσα προ της ισχύος της διατάξεως αυτής». Η ιδία άποψη, με την επίκληση μάλιστα του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ, επαναλήφθηκε στις αποφάσεις που ακολούθησαν υπό το καθεστώς του και ήδη ισχύοντος Ν 2523/1997 αναφορικά με την ρύθμιση του άρθρου 21 παρ.2 του νόμου τούτου. Ειδικότερα με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 παρ.2 του Ν 2523/1997, η οποία εισήγαγε γενικώς την προϋπόθεση της οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής για την δίωξη όλων των πράξεων φοροδιαφυγής ( των άρθρων 17,18 και 19) του ιδίου νόμου, ήταν ευμενέστερη έναντι των προηγούμενων ρυθμίσεων και συνεπώς ήταν εφαρμοστέα αναδρομικώς, καταλαμβάνουσα και τις πράξεις που είχαν τελεσθεί υπό το προηγούμενο δίκαιο, για την δίωξη των οποίων δεν απαιτείτο οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής (βλ. σχετικά Α.Π. 1838/2001 Ποιν.Χρον. ΝΒ 644, Α.Π 873/2004 Ποιν.Χρον ΝΕ 413, Α.Π 1786/2003 Πραξ.Λογ. 2003.438, Α.Π. 5/2009 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ και ΝΟΜΟΣ ). Η επίκληση μάλιστα στις υπ` αριθμ. 469/1995, 1838/2001 και 1786/2003 αποφάσεις της διάταξης του άρθρου 2 παρ.1 του Π.Κ, δεν μπορεί να σήμαινε άλλο τι, ειμή μόνο ότι ο Αρειος Πάγος αξιολογούσε την περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας ως προσεγγίζουσα περισσότερο το ουσιαστικό παρά το δικονομικό ποινικό δίκαιο. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι με την υπ` αριθμ. 1838/2001 απόφαση του, έκρινε ότι η προϋπόθεση της οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής αποτελούσε πρόσθετο στοιχείο και αναγκαίο όρο για την ποινική δίωξη του εγκλήματος της μη απόδοσης Φ.Π.Α που αποτελούσε και το αντικείμενο την ένδικης υπόθεσης, αναίρεσε δε την καταδικαστική απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 21 παρ.2 του Ν 2523/1997, κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να κάνει εάν θεωρούσε ότι η διάταξη ήταν δικονομική, αφού δεν προβλέπεται ως λόγος αναίρεσης η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή δικονομικής διάταξης. Ρήγμα στην νομολογία αυτή, φαίνεται ότι επέφεραν οι μεταγενέστερες υπ` αριθμ. 440/2008, 1805/2008 και 1795/2009 αρεοπαγιτικές αποφάσεις (η πρώτη χωρίς κάποια ιδιαίτερη αιτιολογία), με τις οποίες κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 40 παρ.2 του Ν 3220/2004 που αποσυνέδεσε (εν μέρει) την περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας (με την μορφή της παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς) που μέχρι τότε απαιτείτο για την δίωξη των εγκλημάτων της έκδοσης ή αποδοχής πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, από την δίωξη των εγκλημάτων αυτών και παρέσχε την δυνατότητα άμεσης υποβολής της μηνυτήριας αναφοράς μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου, με αίτημα την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της πράξης στην κακουργηματική της μορφή, ήταν δικονομική και ως τέτοια αναδρομικώς εφαρμοστέα, με την αιτιολογία ότι η αναδρομική εφαρμογή αυτής δεν προσέκρουε στην από την διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του Συντάγματος καθιερωμένη αρχή της μη αναδρομικότητας του δυσμενέστερου ποινικού νόμου, ούτε στην διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του Π.Κ που επιβάλλει την αναδρομική εφαρμογή του ηπιότερου νόμου, γιατί με αυτήν δεν θεσπίζονταν νέα εγκλήματα, ούτε επαυξάνονταν οι ποινές για ήδη προβλεπόμενα τοιαύτα. Οι αντίθετες αυτές αποφάσεις, δεν σηματοδοτούν απαραίτητα, κατά την εκτίμηση μας, και απομάκρυνση του ακυρωτικού από την προηγούμενη νομολογία του. Και τούτο γιατί η αποσύνδεση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, από τον τρόπο δίωξης των εγκλημάτων του άρθρου 19, είναι ζήτημα σημαντικά υποδεέστερο εκείνου της προϋπόθεσης οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής, η εισαγωγή της οποίας με το άρθρο 21 παρ.2 του Ν 2523/1997 είχε αποτελέσει την αφορμή για την δημιουργία της προηγούμενης νομολογίας, η κατάργηση της δε με τον νόμο 3943/2011, έχει εντελώς ιδιάζουσα σημασία και συνέπειες για την δίωξη των εγκλημάτων των άρθρων 17 και 18 του ιδίου νόμου. Γιατί η συνάφεια μεταξύ των πράξεων των οργάνων της διοικητικής διαδικασίας και της προσβαλλόμενης in concreto αξίωσης του Δημοσίου, όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι Λ. Μαργαρίτης και Θ. Παπακυριάκου στην μελέτη τους (ενθ. ανωτ. Ποινική Δικαιοσύνη 2012 σελ. 151 και επόμενες) είναι χαρακτηριστικό «που εμφανίζεται κυρίως στα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 και όχι στα αδικήματα του άρθρου 19, που έτσι όπως τυποποιούνται (χωρίς αναφορά στην διαφυγή ή έστω στον σκοπό διαφυγής συγκεκριμένου ποσού φόρου), εμφανίζονται ως παραβατικές συμπεριφορές που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη ως γενικά επικίνδυνες, χωρίς σύνδεση με φορολογικές αξιώσεις του δημοσίου.Η περάτωση συνεπώς της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, αν τυχόν προβλεπόταν ως όρος για την δίωξη των αδικημάτων του άρθρου 19, δεν θα εμφάνιζε την εγγύτητα προς τον χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, που εμφανίζει για την δίωξη των αδικημάτων των άρθρων 17 και 18, αφού οι πράξεις των οργάνων της διοικητικής διαδικασίας στην περίπτωση του άρθρου 19, δεν εξατομικεύουν κάποια φορολογική αξίωση του δημοσίου, αλλά εξαντλούνται κατά περιεχόμενο στην επιβολή κύρωσης για την διαπραχθείσα παράβαση». Εξάλλου, η κατάργηση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας ως προϋπόθεσης για την δίωξη των εγκλημάτων αυτών, αν δεν ακυρώνει, πάντως περιορίζει σημαντικά την έκταση εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 21, η οποία, σημειωθήτω, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά τον Ν. 3943/2011, συνέπεια η οποία εκμηδενίζεται στην περίπτωση του άρθρου 19. Μια επιβεβαίωση, συνεπώς, της νομολογίας που είχε δημιουργηθεί υπό την προϊσχύσασα μορφή του άρθρου 21 παρ.2 του Ν 2523/1997 σχετικά με τον τρόπο δίωξης των εγκλημάτων των άρθρων 17 και 18 του νόμου τούτου, και μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν με το άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο θ του Ν 3943/2011 και αφορούν τον τρόπο δίωξης των ιδίων εγκλημάτων, δεν φαίνεται να είναι ασύμβατη με τις αποφάσεις που έκριναν το ζήτημα της αναδρομικής ισχύος της διάταξης του άρθρου 40 παρ.2 του Ν 3220/2004.

Στην προκειμένη περίπτωση, κατόπιν της υπ` αριθμ. Α.ΟΙ.Ε /8/57/4-12-2012 παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκήθηκε από τον τελευταίο ποινική δίωξη κατά του Θ. Α. του Β., δημοσιογράφου, …, για φοροδιαφυγή σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 17 παρ. 2β του Ν. 2523/1997) και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 45 του Ν. 3691/2008), παραγγέλθηκε δε κυρία ανάκριση επί της υποθέσεως, η οποία ήδη διενεργείται από τον Ανακριτή του 13ου τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η αναφερόμενη στο θέμα ποινική δίωξη κινήθηκε μα αφορμή την με αριθμό πρωτ. 21935/9-11-2012 μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της ΙΓ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, με την οποία καταγγέλθηκε ότι ο καθ` ου η αναφορά Θ. Α. του Β., δημοσιογράφος, κατά το οικονομικό έτος 2008 (διαχειριστική περίοδος 1-1-2007 έως 31-12-2007) υπέβαλε ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα στα οποία ο φόρος που αναλογούσε ανερχόταν στο ποσό των 1.631.655,20 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων. Η μηνυτήρια αυτή αναφορά υποβλήθηκε ευθύς μετά το πέρας του φορολογικού ελέγχου και πριν από οποιαδήποτε περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας που θα μπορούσε να επέλθει είτε με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου στην περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά του φύλλου ελέγχου, είτε με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση μιας τέτοιας προσφυγής.

Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος στον οποίο και υποβλήθηκε η εν λόγω αναφορά, παρήγγειλε κατά το άρθρο 21 παρ.2 εδάφιο α περίπτωση αα του Ν. 2523/1997, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο θ του Ν 3943/2011, την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης, θεωρώντας προδήλως ότι η διάταξη αυτή εφαρμοζόταν άμεσα και για πράξεις φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος (σε βαθμό κακουργήματος) που είχαν τελεσθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου τούτου. Διαρκούσης της κυρίας ανακρίσεως ο κατηγορούμενος με την από 26-2-2013 (ημερομηνία κατάθεσης 1-3-2013) αίτηση του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ζήτησε σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ.1, 173 παρ.2 και 176 παρ. 1 1Κ.Π.Δ να κηρυχθεί άκυρη η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του για την πράξη της φοροδιαφυγής, (καθώς και για εκείνη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα), ισχυριζόμενος ότι η δίωξη για την πράξη της φοροδιαφυγής ασκήθηκε χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις, καθόσον ασκήθηκε πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το εκδοθέν σχετικώς υπ` αριθμ. 3441/2013 βούλευμα του, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ` αυτό πρόταση του εισαγγελέα, δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 παρ.2 εδάφιο β περίπτωση αα του Ν 2523/1997, όπως αυτή ίσχυε μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο θ του Ν 3943/2011, με την οποία χορηγείτο το δικαίωμα στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος να παραγγέλλει την άμεση άσκηση της ποινικής δίωξης σε περιπτώσεις κακουργηματικής φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος, ήταν δικονομική και ως τέτοια είχε αναδρομική εφαρμογή και επί περιπτώσεων που είχαν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν. 3943/2011, ανεξάρτητα από το εάν με αυτήν θεσπίζονταν δυσμενέστερες ή ευμενέστερες προϋποθέσεις για την δίωξη των εγκλημάτων αυτών. Με το σκεπτικό αυτό το εκδόν το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο, απέρριψε ως αβάσιμη την αίτηση-προσφυγή του κατηγορουμένου για ακύρωση της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε σε βάρος του για την πράξη της φοροδιαφυγής. Κρίνοντας έτσι το Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, εσφαλμένα ερμήνευσε την διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδάφιο α περίπτωση αα του Ν 2523/1997, όπως ισχύει νυν, ακολούθως δε υπερέβη αρνητικά την εξουσία του μη κηρύσσοντας άκυρη της ποινική δίωξη για την πράξη της φοροδιαφυγής και τις άμεσα συναρτώμενες με αυτήν πράξεις – διάταξη του βουλεύματος ως προς την οποία και περιορίζεται η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως – λόγω μη συνδρομής της απαιτούμενης για την έγκυρη υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς προηγούμενης οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής. Διότι ανεξάρτητα από την φύση της πιο πάνω διάταξης, η οποία είναι πράγματι δικονομική, αυτή ως εισάγουσα δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο ρύθμιση σε σχέση με ότι ίσχυε προηγουμένως σχετικά με την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς για την δίωξη της συγκεκριμένης πράξης, δεν είχε αναδρομική ισχύ, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω. Ύστερα από όλα αυτά, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 484 παρ.1 εδάφιο στ, 485 παρ.1 και 517 παρ.1 του Κ.Π.Δ, να ακυρωθεί εν μέρει το υπ` αριθμ. 3441/2013 βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών Αθηνών και να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Θ. Α. του Β., δημοσιογράφου, κατοίκου .. , για την πράξη της φοροδιαφυγής και μόνο (άρθρο 17 παρ.1 Ν. 2523/1997), πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτόν στην Αθήνα κατά τον αναφερόμενο στο ιστορικό της παρούσας μου χρόνο.

Για τους λόγους αυτούς Προτείνουμε: Να γίνει δεκτή η ασκηθείσα από εμάς αίτηση αναιρέσεως. Να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα και ακολούθως να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Θ. Α. του Β., δημοσιογράφου, κατοίκου …, για την πράξη της φοροδιαφυγής και μόνο (άρθρο 17 παρ.1 Ν. 2523/1997), πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτόν στην Αθήνα κατά τον αναφερόμενο στο ιστορικό της παρούσας μου χρόνο.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

Νικόλαος Παντελής».

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπ` αριθ. 141/11 Οκτωβρίου 2013 κοινή πράξη του Προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου εισάγεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. γ του ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων …», όπως ισχύει, στην πλήρη Ολομέλεια (ποινική) η υπ` αριθ. εκθ. 46/23.9.2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση του 3441/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά το σκέλος, με το οποίο απορρίφθηκε η από 26.2.2013 αίτηση – προσφυγή του Θ. Α., με την οποία ζητούσε αυτός να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατ` αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή, λόγω της εξαιρετικής σημασίας του ζητήματος, που κρίθηκε με το ανωτέρω βούλευμα, ως συναπτόμενου με την αναδρομική ή μη εφαρμογή δικονομικών διατάξεων που θίγουν ουσιώδη συμφέροντα του κατηγορουμένου, αφού εισάγουν δυσμενέστερη ρύθμιση σε σχέση με ό,τι ίσχυε προηγουμένως ως προς τις προϋποθέσεις της ασκήσεως της ποινικής διώξεως για τη συγκεκριμένη πράξη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, «αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δυο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις». Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς κανόνες και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι, οι οποίοι αποβλέπουν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, έχουν αναδρομική δύναμη και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο εκδόσεως αυτών, μέρος αυτών, εκτός αν άλλως ορίζουν. Το γεγονός ότι οι δυσμενέστερες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του νεοτέρου νόμου δεν μπορούν να εφαρμόζονται στις πράξεις που είχαν τελεστεί προ της ισχύος αυτού, δεν επηρεάζει την επί των αυτών εγκλημάτων εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων εφόσον η εφαρμογή των τελευταίων ρητά επιβάλλεται από το νόμο (ΟλΑΠ 390/1992). Δεν μπορεί δε να συνιστά κριτήριο της αναδρομικής εφαρμογής ή όχι μιας δικονομικού περιεχομένου διατάξεως το αν αυτή έχει ή όχι, κατά το μέρος της δίκης που δεν έχει, ακόμη, περατωθεί, δυσμενέστερες συνέπειες για τον κατηγορούμενο από αυτές που είχαν οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, γιατί, έτσι, θα αναιρείτο ο χαρακτήρας της διατάξεως αυτής ως δικονομικής, με αποτέλεσμα να μη υπάρχει ασφάλεια δικαίου. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 και 2 του ν. 2523/1997 «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις», όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με το άρθρο 2 του ν. 3943/2011, «1. Αδίκημα φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος παραλείπει να υποβάλλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος. … 2. Ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται: α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και β) με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. α του ίδιου ν. 2523/1997, όπως και αυτή ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με την παρ. 2 θ του άρθρου 3 του ν. 3943/2011, «Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα. Η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής». Μετά την έκδοση του νεότερου ν. 3943/2011, οι ως άνω διατάξεις του ν. 2523/1997, ως ίσχυαν μέχρι τότε, έχουν ως εξής: «Άρθρο 17: 1. Όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση, τελεί αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος … 2. Ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται: α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και β) με κάθειρξη, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κά8ε διαχειριστική περίοδο το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Άρθρο 21: 2. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα. Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τον Προϊστάμενο της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) ή των ελεγκτικών κέντρων του άρθρου 3 του ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α`) ή υποβάλλεται από τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ως εξής: α) Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου, ανεξάρτητα εάν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου: αα) στην περίπτωση β` της παραγράφου 2 του άρθρου 17, εφόσον ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παραγγείλει την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης». Με την επελθούσα δηλαδή με το ν. 3943/2011 τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του ν.2523/1997 διευκολύνθηκε, για τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής του άρθρου 17 παρ. 2 περ. β του ν. 2523/1997, η κίνηση της ποινικής διώξεως, αφού αποσυνδέθηκε αυτή από την περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας η οποία πριν από την ισχύ του ν.3943/2011 αποτελούσε απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση για την υποβολή της σχετικής μηνυτήριας αναφοράς και την συνακόλουθη άσκηση ποινικής διώξεως για τα ως άνω εγκλήματα ης φοροδιαφυγής. Οι φερόμενοι, λοιπόν, ως δράστες των εν λόγω εγκλημάτων, τα οποία τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αλλά η κατ` αυτών ποινική δίωξη ασκήθηκε μεταγενεστέρως, είναι σε δυσμενέστερη θέση αναφορικά με τον τρόπο ασκήσεως εναντίον τους της ποινικής διώξεως από εκείνους, η κατά των οποίων ποινική δίωξη είχε ασκηθεί υπό το κράτος του προγενέστερου ν. 2523/1997. Όμως, η διαδικασία ασκήσεως ποινικής διώξεως για κάποια αξιόποινη πράξη αναμφιβόλως φέρει δικονομικό χαρακτήρα και δεν εντάσσεται στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Οπότε, έχει άμεση εφαρμογή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και σε πράξεις, οι οποίες φέρονται ότι τελέστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3943/2011, για τις οποίες δεν είχε ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, έστω και αν είναι δυσμενέστερη για τον υπαίτιο. Η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει στην από το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερωμένη αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, γιατί και αυτή αφορά στις ουσιαστικές και όχι στις δικονομικές ποινικές διατάξεις. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το συμβούλιο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν εσφαλμένως δεν κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, λόγω μη νόμιμης ασκήσεως της ποινικής διώξεως, και προχώρησε στην απόρριψη της προσφυγής του για ακύρωση αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Κατόπιν της υπ` αριθμ. Α.ΟΙ.Ε /8/57/4.12.2012 παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκήθηκε από τον τελευταίο ποινική δίωξη κατά του Θ. Α. του Β., δημοσιογράφου, κατοίκου ……….., για φοροδιαφυγή σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 17 παρ1β του ν. 2523/1997) και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 45 του ν. 3691/2008), παραγγέλθηκε δε κυρία ανάκριση επί της υποθέσεως, η οποία ήδη διενεργείται από τον Ανακριτή του 13ου τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η ποινική αυτή δίωξη κινήθηκε με αφορμή την υπ` αριθ. πρωτ. 21935/9.11.2012 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της ΙΓ` Δ.Ο.Υ. Αθηνών, με την οποία καταγγέλθηκε ότι ο καθ` ου η αναφορά Θ. Α., κατά το οικονομικό έτος 2008 (διαχειριστική περίοδος 1-1-2007 έως 31- 12-2007) υπέβαλε ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα, στα οποία ο φόρος που αναλογούσε ανερχόταν στο ποσό των 1.631.655,20 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων. Η μηνυτήρια αυτή αναφορά υποβλήθηκε, μετά την έναρξη ισχύος του (νεότερου) ν. 3943/2011, αμέσως μετά το πέρας του φορολογικού ελέγχου και πριν από οποιαδήποτε περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, η οποία θα μπορούσε να επέλθει είτε με την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου στην περίπτωση ασκήσεως προσφυγής κατά του φύλλου ελέγχου, είτε με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής. Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, στον οποίο και υποβλήθηκε η εν λόγω αναφορά, παρήγγειλε, κατά το άρθρο 21 παρ. 2 εδάφιο α περίπτωση αα του Ν. 2523/1997, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο θ του Ν 3943/2011, την άμεση άσκηση ποινικής διώξεως, θεωρώντας ότι η διάταξη αυτή εφαρμοζόταν άμεσα και για τις πράξεις φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος (σε βαθμό κακουργήματος) που είχαν τελεσθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου τούτου. Κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως, ο κατηγορούμενος, με την από 26.2.2013 (ημερομηνία καταθέσεως 1.3.2013) αίτηση – προσφυγή του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ζήτησε να κηρυχθεί, κατά τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 1, 173 παρ.2 και 176 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, άκυρη η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του για την πράξη της φοροδιαφυγής (και για εκείνη της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα), ισχυριζόμενος ότι αυτή ασκήθηκε χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις, καθόσον ασκήθηκε πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο 3441/2013 βούλευμά του, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ` αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 παρ.2 εδάφιο α περίπτωση αα του ν. 2523/1997, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο θ του ν. 3943/2011, με την οποία χορηγείται το δικαίωμα στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος να παραγγέλλει την άμεση άσκηση της ποινικής διώξεως σε περιπτώσεις κακουργηματικής φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος, ήταν δικονομική και, ως τέτοια, είχε αναδρομική εφαρμογή και επί των αξιοποίνων πράξεων που είχαν τελεσθεί πριν από την ισχύ του ν. 3943/2011, ανεξαρτήτως αν με αυτήν θεσπίζονται, για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, δυσμενέστερες προϋποθέσεις για τη δίωξη των εγκλημάτων αυτών, στη συνέχεια δε απέρριψε την προσφυγή. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών ορθώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ερμήνευσε τις ως άνω, δικονομικού περιεχομένου, διατάξεις, και έκρινε ότι οι δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής διώξεως για τα εγκλήματα κακουργηματικής φοροδιαφυγής, που θεσπίστηκαν με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 εδ. θ του ν. 3943/2011, με την οποία αντικαταστάθηκε αυτή του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. α περ. αα του ν. 2523/1997, έχουν εφαρμογή και επί εγκλημάτων που φέρονται ότι τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του τελευταίου νόμου, με το να απορρίψει δε, κατόπιν της κρίσεώς του αυτής, την αίτηση – προσφυγή του προσφεύγοντος – κατηγορουμένου για ακύρωση της ποινικής διώξεως, όσον αφορά το έγκλημα της φοροδιαφυγής, η οποία ασκήθηκε με βάση την ως άνω διάταξη του ν. 3943/2011, δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του. Επομένως, ο, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά τη γνώμη του μέλους του Δικαστηρίου Νικολάου Λεοντή, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, δεν τίθεται θέμα αναδρομικής εφαρμογής δικονομικής διατάξεως. Και τούτο για το λόγο ότι η ελεγχόμενη για το παραδεκτό της ποινική δίωξη ασκήθηκε υπό την ισχύ της δικονομικού χαρακτήρα διατάξεως του άρθρου 21 παρ. 2 του νεότερου ν. 3943/2011, αιτιολογία με βάση την οποία προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος. Αξιολογείται ως απρόσφορη η σύνδεση του φερόμενου χρόνου τελέσεως της αποδιδόμενης αξιόποινης πράξεως με το κατά το χρόνο εκείνο ισχύον άρθρο 21 παρ. 2 του προγενέστερου ν. 2523/1997, δοθέντος ότι η προβλεπόμενη από το εν λόγω άρθρο προϋπόθεση της τελεσίδικης κρίσεως του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής ή της άπρακτης παρελεύσεως της οριζόμενης για την άσκηση προσφυγής προθεσμίας για την άσκηση ποινικής διώξεως για την αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος δεν αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου του εν λόγω εγκλήματος, αλλά απλή διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής διώξεως για το εν λόγω αδίκημα.

Κατ` ακολουθίαν, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. εκθ. 46/23 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του 3441/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2014.

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

 

 

16

Μαρ

2014

ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΙΜΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΜΑΤΑΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ -ΜΠΘ 4632/2013

 

16 Μαρτίου, 2014
Αίτηση για μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς ακινήτου μετά από δύο ματαιώσεις του πλειστηριασμού. Τιμή πρώτης προσφοράς ίση με την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Πιθανολόγηση ότι η τιμή δεν είναι υψηλή. Περαιτέρω μείωσή του δεν πρόκειται να προσελκύσει πλειοδότες, αφού ο λόγος μη ύπαρξης ενδιαφέροντος, δεν είναι το ύψος της τιμής πρώτης προσφοράς του, αλλά κατά κύριο λόγο η έλλειψη ρευστότητας γενικά. Δεκτό το αίτημα για διενέργεια νέου πλειστηριασμού αλλά με την ίδια τιμή πρώτης προσφοράς.

4632/2013 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ( 592668) 

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αίτηση για μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς ακινήτου μετά από δύο ματαιώσεις του πλειστηριασμού. Τιμή πρώτης προσφοράς ίση με την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Πιθανολόγηση ότι η τιμή δεν είναι υψηλή. Περαιτέρω μείωσή του δεν πρόκειται να προσελκύσει πλειοδότες, αφού ο λόγος μη ύπαρξης ενδιαφέροντος, δεν είναι το ύψος της τιμής πρώτης προσφοράς του, αλλά κατά κύριο λόγο η έλλειψη ρευστότητας γενικά. Δεκτό το αίτημα για διενέργεια νέου πλειστηριασμού αλλά με την ίδια τιμή πρώτης προσφοράς.

Αριθμός απόφασης 4632/2013

Αριθμός κατάθεσης αίτησης 22455/2012

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Ευαγγελία Μήλιου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, που ορίσθηκε με κλήρωση σύμφωνα με το Νόμο. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Δεν ορίσθηκε.

ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ: Της 31ης Ιανουαρίου 2013.

ΑΙΤΩΝ: Αγροτικός Συνεταιρισμός με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ………………….», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στη Ζαγορά του Δήμου Ζαγοράς- Μουρεσίου, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου Ελένης Μπεκιάρη (A.M. 6777), η οποία κατέθεσε σημείωμα.

ΚΑΘΌΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: ………………….. του …………., κάτοικος Θεσσαλονίκης, …………. χλμ της οδού …………………………………, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου ΜαρίαςΠρωτοπαπαδάκη (A.M. 3180), η οποία κατέθεσε σημείωμα.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΑΙΤΗΣΗΣ: 20-6-2012. ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ: 22455/11-7-2012.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΚΗΣ: Διενέργεια νέου πλειστηριασμού, μείωση τιμής πρώτης προσφοράς. Η συζήτηση έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ο αιτών που επισπεύδει πλειστηριασμό σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του καθού οφειλέτη της, με την κρινόμενη αίτηση ζητά να διαταχθεί η διενέργεια νέου πλειστηριασμού της πλειστηριαζομένης περιουσίας του, με κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς από την ορισθείσα, για το λόγο ότι απέβησαν άκαρποι οι δυο προηγούμενοι πλειστηριασμοί. Η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 966 παρ. 3 ΚΠολΔ, αρμοδίως δε και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 966 παρ. 3 και 933 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ) με την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.

Από την κατάθεση του μάρτυρα του αιτούντος και τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από τους ισχυρισμούς των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, που ανέπτυξαν στο ακροατήριο και με τα έγγραφα σημειώματα τους και από όλη γενικώς τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα εξής: Με επίσπευση της αιτούσας, δυνάμει της υπ` αριθμ. 2606Β/2012 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή σ` αυτό το Πρωτοδικείο Χ. Ρωμανού, κατασχέθηκε αναγκαστικά ένα ισόγειο κατάστημα πολυώροφης οικοδομής, επί της οδού ……………… αρ. ……. στην Θεσσαλονίκη, εμβαδού 63,30 τ.μ.. Η αντικειμενική του αξία και η τιμή πρώτης προσφοράς του ορίστηκε στο ποσό των 55.520,64 ευρώ. Ως ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού ορίσθηκε, η 22-2-12, όμως ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε, επειδή δεν εμφανίστηκαν πλειοδότες. Κατόπιν τούτου με την υπ` αριθμ. 2757Β/12 Α` επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως ορίσθηκε νέα ημέρα πλειστηριασμού η 23-5-12, όμως ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε και πάλι λόγω μη εμφανίσεως πλειοδοτών. Η αιτούσα έχει έννομο συμφέρον, ως επισπεύδουσα τον πλειστηριασμό, να ζητήσει να ορισθεί νέος πλειστηριασμός. Πιθανολογήθηκε όμως ότι η τιμή πρώτης προσφοράς του ακινήτου δεν είναι υψηλή. Περαιτέρω δε μείωση του, δεν πρόκειται να προσελκύσει πλειοδότες, αφού ο λόγος μη ύπαρξης ενδιαφέροντος, δεν είναι το ύψος της τιμής πρώτης προσφοράς του, αλλά κατά κύριο λόγο η έλλειψη ρευστότητας γενικά. Πρέπει επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να διαταχθεί η διενέργεια νέου πλειστηριασμού εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της παρούσας και την κατάθεση αυτής στην, επί του πλειστηριασμού, υπάλληλο, με τιμές πρώτης προσφοράς τις ανωτέρω ορισθείσες. Η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων στο σύνολο της, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διενέργεια νέου πλειστηριασμού του ακινήτου που αναφέρεται στο σκεπτικό καθώς και στην υπ` αριθμ. 2606Β/12 κατασχετήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή αυτού του Πρωτοδικείου Χ. Ρωμανού, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της παρούσας και την κατάθεση της στην, επί του πλειστηριασμού, υπάλληλο, με τιμές πρώτης προσφοράς αυτές που αναφέρονται στο αιτιολογικό της παρούσας και στην προαναφερόμενη κατασχετήρια έκθεση, κ α ι

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων στο σύνολο της.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στη Θεσσαλονίκη, στις 1 Μαρτίου 2013, παρουσία και της γραμματέως Παναγιώτας Κουτζιάμπαση.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ν.Σ.

 

 

16

Μαρ

2014

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΕΝ ΕΠΙΔΙΚΙΑ ΛΟΓΩ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΤΩΝ ΕΞΙ ΜΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ Α ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ -ΜΠΘ 7968/2013

 

16 Μαρτίου, 2014

(Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Διαταγή πληρωμής από επιταγή. Ανακοπή 933 ΚΠολΔ κατά της εκτέλεσης. Επίδοση αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού διαταγής πληρωμής μετ΄ επιταγής προς πληρωμή. Εκ νέου επίδοση της διαταγής πληρωμής μετά από διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών. Ακύρωση της δεύτερης επιταγής για το λόγο ότι η αξίωση της επιταγής έχει υποπέσει σε παραγραφή δεδομένου ότι από την επίδοση της διαταγής μετ΄ επιταγής μέχρι την ημερομηνία της εκ νέου επίδοσης της διαταγής πληρωμής παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον των έξι μηνών. Η ανακοπή του άρ. 933 ΚΠολΔ ασκείται εμπρόθεσμα μετά την εκ νέου επίδοση της διαταγής πληρωμής εφ΄ όσον δεν αποδεικνύεται η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακυρώσεως.

"slider2-photo-left-top"

ΜΠΘ 7968/2013

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Πρωτοδίκη Διονύσιο Γιαννούλη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και από τη Γραμματέα Μαρία Σαρίδου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριο του στις 20.03.2013, για να δικάσει την ανακοπή με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 6.474/25.02.2011, μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: ……………………………………….του ……………., κατοίκου Δήμου θέρμης του Ν. Θεσσαλονίκης (οδός …………………., αριθμός ….Πλαγιάρι), ο οποίος παραστάθηκε στο δικαστήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου αυτού, Μαρίας Πρωτοπαπαδάκη (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 3.180), η οποία κατέθεσε προτάσεις επί της έδρας.

ΤΗΣ ΚΑΘ` ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….. Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «…………………….», η οποία εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων του Ν. Αττικής (οδός …………………., αριθμός ……) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου αυτής, Γεωργίας Σ. Βάμβακα (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 9131), η οποία κατέθεσε προτάσεις επί της έδρας.

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 25.02.2011 ανακοπή, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 6.474/25.02.2011 και προσδιορίστηκε να δικασθεί στη δικάσιμο της 05.10.2011. Κατά την ως άνω δικάσιμο, η συζήτηση επί της ανακοπής αναβλήθηκε στην δικάσιμο της 05.03.2012. Κατά την ως άνω δικάσιμο, η συζήτηση επί της ανακοπής αναβλήθηκε εκ νέου στη δικάσιμο της 10.10.2012. Κατά την ως άνω δικάσιμο, η συζήτηση επί της ανακοπής αναβλήθηκε στην παρούσα ως άνω δικάσιμο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ανακόπτουσας, παρασταθείς ως αναφέρθηκε, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, η άσκηση ανακοπής κατ` αρθρ. 632 Κ.Πολ.Δ. δεν αποκλείει την άσκηση μετά από την έναρξη της εκτελέσεως κατά του οφειλέτη, και ανακοπής του αρθρ. 933 Κ.Πολ.Δ. εναντίον των πράξεων εκτελέσεως, ακόμη και αν η τελευταία βασίζεται στους ίδιους λόγους που προβλήθηκαν ήδη με την ανακοπή του αρθρ. 632 Κ.Πολ.Δ.. Η δυνατότητα σώρευσης των δύο ανακοπών στο ίδιο δικόγραφο συνήθως αποκρούεται επειδή οι δύο ανακοπές δεν υπάγονται στο ίδιο καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο (πλέον δεν τίθεται ζήτημα υπαγωγής σε διάφορο είδος διαδικασίας κατά τα οριζόμενα κατωτέρω). Από την άλλη πλευρά, η παράλληλη επίκληση των ίδιων λόγων και ως αντιρρήσεων κατά της εκτελέσεως δε φαίνεται να αποκλείεται ούτε από το συνδυασμό των άρθρων 269 και 935 Κ.Πολ.Δ.. Οταν ενόσω εκκρεμεί η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ο ανακόπτων ασκεί συγχρόνως για τους ίδιους λόγους και ανακοπή του άρθ. 933, ζήτημα σύγχυσης ή εκκρεμοδικίας δεν τίθεται. Διότι τα αντικείμενα των δύο δικών δεν συμπίπτουν λόγω της διαφοράς των αιτημάτων των δύο ανακοπών (ΜονΠρωτΑΘ 227/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρωτΧαλκ 1135/2009 ΑΡΧΝ 2010.321, ΜονΠρωτΛαρ 2854/2004 ΑρχΝ 2005.66). Η ταυτότητα όμως των προβαλλομένων λόγων ενδέχεται να καθιστά σκόπιμη την εφαρμογή του αρθρ. 249 Κ.Πολ.Δ. (ΕφΑΘ 7369/2004 ΝοΒ 53.1447, ΕφΑΘ 5131/2004 ΤΝΠ Νόμος, Εφθεσ 63/1997 Αρμ 1999.250, ΜονΠρωτΧαλκ 1135/2009 ΑΡΧΝ 2010.321, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚΠολΔ έκδ.2000, τόμ.ΙΙ, σελ.1190-1191, Μελέτη Ε.Κιουπτσίδου, Ζητήματα από τις ανακοπές των άρθρων 632 και 933, Αρμ ΝΖ, 1243). Περαιτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής (632 επ. Κ.Πολ.Δ.) που εκδόθηκε για απαίτηση απορρέουσα από επιταγή εκδικάζεται από το αρμόδιο καθ` ύλην λόγω ποσού δικαστήριο (632 § 1 εδ. 1, 636 Κ.Πολ.Δ.) και κατά την διαδικασία των πιστωτικών τίτλων κατ` αρθρ. 632 § 3 Κ.Πολ.Δ. (για τις ανακοπές που έχουν εγερθεί προ της θέση σε ισχύ του Ν. 4055/2012). Περαιτέρω η ανακοπή που ασκείται κατ` άρθ. 933 ΚΠολΔ εισάγεται, κατ` αρχήν, και εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, με τις αποκλίσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 583 επ. και 933 ΚΠολΔ. Αν, όμως, για τη διάγνωση της εκτελεστέας αξίωσης εφαρμόζεται κάποια ειδική διαδικασία με τους κανόνες της οποίας εκδόθηκε η επί της κύριας αξίωσης εκτελούμενη απόφαση, η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται και κατά την εκδίκαση της παραπάνω ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. (για τις ανακοπές που έχουν εγερθεί προ της θέση σε ισχύ του Ν. 4055/2012). Η διάκριση ως προς την εφαρμοζόμενη διαδικασία γίνεται και όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι διαταγή πληρωμής, οπότε για την εκδίκαση της ανακοπής τηρούνται οι κανόνες της διαδικασίας κατά την οποία δικάζεται η εναντίον της διαταγής ανακοπή (ΑΠ 337/2006 ΕλλΔνη 47.779, ΕφΑΘ 547/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 4711/2002 ΕλλΔνη 44.528, ΕφΠειρ 144/2000 ΑρχΝ 2001.105, ΜονΠρωτΑΘ 227/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρωτΘηβ 160/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρωτΣερ 98/2007 Νόμος). Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 626 §§ 1 και 2, 628 § 1 α`, 629 εδ. α και 633 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι το αντικείμενο της δίκης, η οποία ανοίγεται με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, είναι το έγκυρο ή μη της έκδοσης της τελευταίας. Συνεπώς, ισχυρισμοί που ανάγονται σε επιγενόμενο της έκδοσης της διαταγής πληρωμής χρόνο (και τέτοιοι είναι συνήθως αποσβεστικοί της ενοχής λόγοι), δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγους της ανακοπής αυτής, ούτε να προταθούν καθ` οιονδήποτε τρόπο στη σχετική δίκη, αφού εξ ορισμού δεν υπήρχαν κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής και συνεπώς δε δύνανται να επιδρούν στο έγκυρο της εκδόσεως της (ΑΠ 1366/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1538/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 667/2007 ΕλλΔνη 2007.789, ΑΠ 1568/2002 ΝοΒ 51.1198, ΕφΑΘ 5483/2008 ΕλλΔνη 2009.834, ΕφΠατρ 834/2008 ΑχΝομ 2009.468. Εφθεσ 1340/2001 Αρμ ΝΖ.42, ΜονΠρωτΛαμ 20/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010.285, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. Εκδ. 2000 Τόμος 2°ς σελ. 1186), ειμή μόνο να προταθούν στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης με άσκηση ανακοπής κατ` αρθρ. 933 Κ.Πολ.Δ (ΟλΑΠ 30/1987 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1538/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 337/2006 ΤΝΠ Νόμος) ή ενδεχομένως με αναγνωριστική της ανυπαρξίας της οφειλής αγωγή (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. Εκδ. 2000 Τόμος 2°ς σελ. 1187. Επιπλέον, κατά το άρθρο 52 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής», οι αξιώσεις του κομιστή της επιταγής κατά των οπισθογράφων, κατά του εκδότη και κατά των άλλων υπόχρεων παραγράφονται μετά έξι μήνες από τη λήξη της προθεσμίας προς εμφάνιση, η οποία είναι οκτώ ημερών από την έκδοση της επιταγής (άρθρο 29 εδ. α` Ν. 5960/1933). Κατά το άρθρο 61 του ίδιου νόμου οι λόγοι διακοπής και αναστολής της παραγραφής (καθώς και των άλλων παραγραφών που προβλέπονται απ` αυτόν) διέπονται από τις διατάξεις του κοινού δικαίου, που αφορούν την παραγραφή και τη βραχυπρόθεσμη παραγραφή. Κατά συνέπεια, και ειδικότερα, την παραγραφή αυτή διακόπτει α) η έγερση της αγωγής (άρθρο 261 Α.Κ.), β) η επίδοση της επιταγής πληρωμής κάτω από εκτελεστό δικαιόγραφο (άρθρο 264 Α.Κ.), γ) η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση της αξίωσης από τον οφειλέτη (άρθρο 260 Α.Κ.) και η επίδοση διαταγής πληρωμής (αρθρ. 634 § 1 Κ.Πολ.Δ.), σε κάθε δε περίπτωση διακοπής, ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή (άρθρο 270 § 1 Α.Κ.). Ειδικότερα δε ως προς την διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της διαταγής πληρωμής, κατά το άρθρο 634 § 1 και 2 Κ.Πολ.Δ., η επίδοση της διαταγής πληρωμής διακόπτει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία (§ 1), αν δε ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής η παραγραφή ή η αποσβεστική προθεσμία θεωρείται ότι έχει ανασταλεί από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή (§ 2). Με το ανωτέρω άρθρο 634 § 2 Κ.Πολ.Δ. ορίζεται η άσκηση της ανακοπής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξιώσεως, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά τη διακοπή που επέρχεται με την επίδοση της διαταγής πληρωμής και είναι, αν η διαταγή στηρίζεται σε αξιόγραφο, η βραχυπρόθεσμη για την αντίστοιχη αξίωση παραγραφή (ΟλΑΠ 30/1987 ΝοΒ 1988.96). Το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από του ανωτέρω σημείου διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της ανακοπής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξιώσεως, που στηρίζει τη διαταγή, εν επιδικία και μάλιστα, όχι μόνο στην περίπτωση που ακυρωθεί η διαταγή, όπως ρητώς ορίζεται στο νόμο, αλλά προδήλως και δη κατά μείζονα λόγο, και όταν απορριφθεί η ανακοπή, δηλονότι σε κάθε περίπτωση κατά τη διάρκεια της δίκης επί της ανακοπής και μέχρι περατώσεως της με τελεσίδικη απόφαση δεν κινείται η με την επίδοση της διαταγής διακοπείσα παραγραφή (ΟλΑΠ 12/2001 ΕλλΔνη 42.896, ΑΠ 757/2006 ΝοΒ 2007.333, ΑΠ 443/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1538/2004 ΕλλΔνη 46.761, ΑΠ 870/2004 ΕλλΔνη 45.445). Με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής η κατά τα άνω διακοπείσα παραγραφή της αξίωσης που επιδικάζεται με τη διαταγή πληρωμής, αν είναι μικρότερη των 20 ετών, όπως συμβαίνει με την παραγραφή της αξίωσης από την επιταγή που είναι εξάμηνη κατ` άρθρο 52 § 1 Ν. 5960/1933, επιμηκύνεται σε 20 έτη (ΟλΑΠ 30/1987 ΝοΒ 1988.96, ΑΠ 870/2004 ό.π.), δεδομένου ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 § 3 Κ.Πολ.Δ., ισοδυναμεί πλέον με τελεσίδικη απόφαση (ΑΠ 111/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 53/2004 Δίκη 2004.968, ΕΕμπΔ. 2005.782, ΑΠ 133/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 1220/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009.535, ΔΕΕ 2010.706, ΕφΔωδ 168/2009 ΤΝΠ Νόμος). Εάν, ωστόσο, επιδοθεί δύο φορές η διαταγή πληρωμής κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 632 και 633 Κ.Πολ.Δ. και δεν ασκηθεί ανακοπή κατ` αυτής κατά τα ανωτέρω είναι δυνατή η εν επιδικία παραγραφή της αξίωσης, για την οποία εκδόθηκε και ακολούθως επιδόθηκε η διαταγή πληρωμής, εάν μεταξύ της πρώτης επιδόσεως και του χρονικού σημείου της τελεσιδικίας της διαταγής πληρωμής παρήλθε ο χρόνος παραγραφής της αξιώσεως, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή δια της τελεσιδικίας και της μη εφαρμογής σε τοιαύτη περίπτωση της ρύθμισης του άρθρου 634 § 2 Κ.Πολ.Δ., που προϋποθέτει την άσκηση ανακοπής, να αναβιώσει αποσβεσθείσα απαίτηση (ΟλΑΠ 23/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1503/2000 ΕλλΔνη 42.134, ΕφΛαρ 673/2003 Δικογραφία 2004.135, ΔΙΚΗ 2004.659). Τέλος, ο ισχυρισμός περί διακοπής ή αναστολής της παραγραφής, αποτελεί αντένσταση στον ισχυρισμό περί παραγραφής της απαίτησης, και ο επικαλούμενος τα διακόπηκα ή ανασταλτικά της παραγραφής περιστατικά οφείλει και να τα αποδείξει και δεν επιτρέπεται στο δικαστήριο να τα λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως (βλ. ΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη 39.590, ΝοΒ 47.40, ΕφΘεσ 2852/2004 Αρμ ΝΘ.571, ΕφΠειρ 39/2004 ΠειρΝομ 2004.72, ΕΤρΑξΧρΔ 2005.171, ΕφΘεσ 1732/2003 Αρμ ΝΗ.1396, ΕφΘεσ 1646/2003 Αρμ ΝΘ.1975).

Ο ανακόπτων, με την υπό κρίση από 25.02.2011 και με αριθμό καταθέσεως 6.474/25.02.2011 ανακοπή, εκθέτει ότι εκδόθηκε κατ` αυτού, η υπ` αριθμ. ………/01.03.2010 Διαταγή Πληρωμής της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ` ης η ανακοπή το ποσό των 5.000,00 Ευρώ, για ισόποση απαίτηση της τελευταίας, απορρέουσα από την υπ` αριθμ. …………………../30.09.2009 επιταγή της ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…….. A.E.», την οποία εξέδωσε ο ανακόπτων εις διαταγήν του ……………. και η οποία οπισθογραφήθηκε λόγω ενεχύρου υπέρ της καθ` ης, ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ««…………….», εμφανίσθηκε εμπροσθέσμως προς πληρωμή και δεν πληρώθηκε, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στον λογαριασμό του εκδότη επί του οποίου εσύρετο, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε με σχετική μνεία επί του αξιόγραφου από υπαλλήλους της πληρώτριας τράπεζας, νομιμοτόκως από την επομένη της εμφανίσεως της επιταγής, με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτομένη, πλέον δικαστικών εξόδων ποσού 87,00 Ευρώ. Οτι η καθ` ης η ανακοπή του επέδωσε στις 16.03.2010 αντίγραφο εξ απογράφου πρώτο εκτελεστό της ως άνω διαταγής πληρωμής μετ` επιταγής προς πληρωμή, δια της οποίας επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ` ης (α.) ποσό 5.000,00 Ευρώ, ως κεφάλαιο κατά τα ανωτέρω, (β.) ποσό 179,79 Ευρώ, ως σύνολο των οφειλομένων τόκων, (γ.) ποσό 87,00 Ευρώ, ως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, (δ.) 100,00 Ευρώ, για απόγραφο, αντίγραφο, νομική συμβουλή και σύνταξη επιταγής. Ζητεί δε, κατ` εκτίμηση του δικογράφου, να εκδοθεί απόφαση του παρόντος δικαστηρίου, με την οποία να ακυρωθεί η επιδοθείσα επιταγή προς πληρωμή, για το διαλαμβανόμενο στο δικόγραφο της ανακοπής λόγο, ο οποίος συνίστανται στο ότι η αξίωση εκ της ως άνω επιταγής, έχει υποπέσει σε παραγραφή, δεδομένου ότι από την επίδοση της διαταγής μετ` επιταγής προς πληρωμής στις 16.03.2010 έως τις 19.10.2010, οπότε της επιδόθηκε εκ νέου η διαταγή πληρωμής, παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον των έξι μηνών. Τέλος ζητεί την καταδίκη της καθ` ης στη δικαστική της δαπάνη. Με το ως άνω περιεχόμενο, η από 25.02.2011 και με αριθμό καταθέσεως 6.474/25.02.2011 ανακοπή παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (αρθρ. 933 § 1, 934 § 1 περ. α Κ.Πολ.Δ.), το οποίο είναι καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (933 §§ 1 και 2, 584 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι ο τίτλος με τον οποίο επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση δεν είναι απόφαση του Ειρηνοδικείου, ενόψει της γενικής αρχής διαχρονικού δικονομικού δικαίου που δύναται να συναχθεί από τη διάταξη του άρθρου 9 § 2 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. ενόψει και της έλλειψης μεταβατικής διατάξεως στο Ν. 4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012 σε σχέση με την τροποποίηση του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ., κατά τη διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, εφόσον η απαίτηση με βάση προς ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται εκτέλεση απορρέει από πιστωτικό τίτλο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη η οποία προηγήθηκε και έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα κατ` αρθρ. 934 § 1 περ. β Κ.Πολ.Δ., εφόσον δεν αποδεικνύεται η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακυρώσεως. Ο ως άνω δε λόγος ανακοπής παραδεκτώς προβάλλεται και είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις προεκτεθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από και τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη, άλλα δε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς όμως κάποιο από αυτά να παραλειφθεί κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα εξής κρίσιμα πραγματικά περιστατικά στην υπόθεση αυτή: Ο ανακόπτων, ……………….. του …………………, εξέδωσε εις διαταγήν του …………………… την υπ` αριθμ. …………………./30.09.2009 επιταγή της ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………….. A.E.», ποσού 5.000,00 Ευρώ. Η ως άνω επιταγή οπισθογραφήθηκε λόγω ενεχύρου υπέρ της ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ««…………………………………………….. A.E.», εμφανίσθηκε εμπροθέσμως και νομοτύπως προς πληρωμή στις 02.10.2009, πλην όμως δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων προς τούτο στον υπ` αριθμ. ………………………………………………….. που ο εκδότης διατηρούσε στην πληρώτρια τράπεζα, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε με σχετική μνεία επί του αξιόγραφου από υπαλλήλους της κατ` εξουσιοδότηση τράπεζας πληρώτριας τράπεζας κατ` αρθρ. 88 του Ν. 1961/1991. Ακολούθως, ο καθ` ου, αιτήθηκε και πέτυχε να εκδοθεί σε βάρος του ανακόπτοντος η υπ` αριθμ. ………../01.03.2010 Διαταγή Πληρωμής της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ` ης η ανακοπή το ποσό των 5.000,00 Ευρώ, για ισόποση απαίτηση της τελευταίας, απορρέουσα από την ως άνω επιταγή, νομιμοτόκως από την επομένη της εμφανίσεως της επιταγής, με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτομένη, πλέον δικαστικών εξόδων ποσού 87,00 Ευρώ. Στη συνέχεια και δη στις 16.03.2010 η καθ` ης του επέδωσε αντίγραφο εξ απογράφου πρώτο εκτελεστό (2.855/02.03.2010) της ως άνω διαταγής πληρωμής μετ` επιταγής προς πληρωμή, δια της οποίας επιτάσσεται ο ανακόπτων να καταβάλει στην καθ` ης (α.) ποσό 5.000,00 Ευρώ, ως κεφάλαιο κατά τα ανωτέρω, (β.) ποσό 179,79 Ευρώ, ως σύνολο των οφειλομένων τόκων, (γ.) ποσό 87,00 Ευρώ, ως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, (δ.) 100,00 Ευρώ, για απόγραφο, αντίγραφο, νομική συμβουλή, σύνταξη επιταγής, ειδάλλως θα υποστεί την εκτέλεση του ανωτέρω τίτλου. Η επιταγή αυτή συνιστά επιταγή προς εκτέλεση με την έννοια του άρθρου 924 εδ. 1 Κ.Πολ.Δ. (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. Εκδ. 2000 Τόμος 2ος σελ. 1755, Μπρίνιας Αναγκαστική Εκτέλεση Εκδ. Β 1978 Τόμος 1°ς σελ. 301) και όσα περί του αντιθέτου διατείνεται η καθ` ης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι από την πρώτη επίδοση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ` αριθμ. ……/01.03.2010 Διαταγή Πληρωμής της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης μετ` επιταγής προς πληρωμή στις 16.03.2010 έως τις 19.10.2010, οπότε έλαβε χώρα δεύτερη επίδοση, παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον των έξι μηνών κατ` αρθρ. 52 § 1 Ν. 5960/1933, 247 και 249 Α.Κ., με αποτέλεσμα η αξίωση της καθ` ης, να έχει υποπέσει σε παραγραφή και να έχει καταστεί ατελής ή φυσική ενοχή και να δικαιούται μετά ταύτα ο ανακόπτων να αρνηθεί να καταβάλει, το αυτό δε ισχύει και ως προς του τόκους και τις δαπάνες του παραγραφέντος ως άνω μέρους του κεφαλαίου κατ` αρθρ. 274 Α.Κ.. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως και κατ` ουσίαν βάσιμος ο μοναδικός λόγος ανακοπής και κατ` ακολουθίαν η ανακοπή, να ακυρωθεί η επιδοθείσα στις 16.03.2010 από 02.03.2010 επιταγή και να καταδικασθεί η καθ` ης στη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του τελευταίου, λόγω της ήπας της (176, 191 § 2 Κ.ΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ` αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την επιδοθείσα στις 16.03.2010 από 02.03.2010 επιταγή στο σύνολο της.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Θεσσαλονίκη, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 15 Απριλίου 2013.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ν.Σ.

ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

 

16

Μαρ

2014

ΑΚΥΡΩΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΩΣ ΠΡΟΩΡΩΣ ΑΣΚΗΘΕΙΣΑΣ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΕΝΕΡΓΟΥ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΗΣ -ΕΦΘ 92/2013

 

16 Μαρτίου, 2014

"slider2-photo-right-topp"

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Εμφάνιση επιταγών και μη πληρωμή λόγω ελλείψεως υπολοίπου. Υποβολή στην Τράπεζα αιτήματος – πρότασης για διακανονισμό της οφειλής από τις επιταγές με τμηματικές καταβολές. Αποδοχή του αιτήματος εκ μέρους της Τράπεζας και έναρξη καταβολής των δόσεων από την πλευρά του οφειλέτη. Εκδοση Διαταγής Πληρωμής σε βάρος του οφειλέτη ενόσω ήταν ενεργής η περί διακανονισμού συμφωνία και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα. Το δικαίωμα που άσκησε η Τράπεζα για την ικανοποίηση της απαίτησής της εκδίδοντας τη Διαταγή Πληρωμής, ασκήθηε πρόωρα διότι κατά το κρίσιμο διάστημα υποβολής της αίτησης και έκδοσης της διαταγής πληρωμής δεν είχε εκπνεύσει η προθεσμία, προς πληρωμή του χρέους.

Αριθμός 92/2013 ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Ε`

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Παναγιώτη Θεοδωρόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Νικόλαο Τσάκο και Βασιλική Πούρα, Εισηγήτρια, Εφέτες και τη Γραμματέα Χαραλαμπία Στάθη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 26 Ιανουαρίου 2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΚΑΘ` ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανωνύμου Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «……………» και τον διακριτικό τίτλο «……………» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Μιχαήλ Αγγελόπουλος (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 7581).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπης Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «……………» και διακριτικό τίτλο «……………» που εδρεύει στη Θέρμη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία παραστάθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Πρωτοπαπαδάκη (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 3180).

Η ανακόπτουσα με την ανακοπή της κατά της καθ` ης η ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 38 602/24.9.2009) ζήτησε ό,τι αναφέρει σ` αυτή. Το Δικαστήριο, με την οριστική απόφαση 25432/2010, δέχθηκε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η καθ` ης η ανακοπή με την έφεση της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 4217/2.11.2010).

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και κατά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν στο ακροατήριο αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εκκρεμεί η από 27-10-2010 έφεση (αρ. εκθ. κατ. 4217/2-11- 2010) της καθ` ης η ανακοπή κατά της υπ` αρ. 25432/2010 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρο 635 επ. ΚΠολΔ) . Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η με αρ. εκθ. κατ. 38602/2009 ανακοπή κατά της υπ` αριθμ. 20825/2009 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Η έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω δικαστηρίου και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται, αλλά ούτε και από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ από τη δημοσίευση της, ήτοι από 27-8- 2010 και μέχρι την κατάθεση της εφέσεως, δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495 παρ. 1, 499, 500, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 και 654 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 24-9-2009 (αρ. εκθ. κατ. 38602/2009) ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη ζήτησε να ακυρωθεί η υπ` αρ. 20825/2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτή υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ` ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα το ποσό των 48.250 ευρώ, από πέντε επιταγές εκδόσεως της ανακόπτουσας. Με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή η ανακοπή και ακυρώθηκε η διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η καθ` ης η ανακοπή με την έφεση της, για τους αναφερόμενους σ` αυτήν λόγους, ζητεί δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τα οποία νομότυπα μετ` επικλήσεως προσκομίζονται, εκτιμώμενες (οι καταθέσεις) καθεμία χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, ανάλογα με τον τρόπο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας καθενός από αυτούς (μάρτυρες), από όλα τα έγγραφα, που παραδεκτά και νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, που είναι όμως ισοδύναμα, και ως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως (ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004,70, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔ 2004723), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά Επί της από 19-6-09 αιτήσεως της καθ` ης η ανακοπή που κατατέθηκε την 1-7-09 στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης εκδόθηκε η με αρ ……../09 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία υποχρέωσε την ανακόπτουσα να καταβάλει στην αντίδικο της το ποσό των 48 250 Ε, νομιμοτόκως από την επομένη της εμφανίσεως προς πληρωμή κάθε επιταγής, που αναφέρεται σ` αυτήν, μέχρι την εξόφληση, πλέον τόκων και εξόδων Συγκεκριμένα, πρόκειται για πέντε (5) μεταχρονολογημένες επιταγές, που εξέδωσε η ανακόπτουσα στη Θεσσαλονίκη με αριθμούς ……………, ……………, ……………, ……………, …………… αντίστοιχα, φέρουν ημερομηνίες έκδοσης την 31-12-08, 15-1-09, 28-2-09, 28-2-09 και 15-3-09, αντίστοιχα, ποσού 9850, 9950, 9250, 9550 και 9650 αντίστοιχα, πληρωτέες σε διαταγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» από την …………… οι δύο πρώτες και από την Τράπεζα …………… οι άλλες τρεις, σε χρέωση του με αρ. …………… λογαριασμού της εκδότριας στην …………… όσον αφορά στις δύο πρώτες επιταγές και του με αρ …………… λογαριασμού της εκδότριας στην Τράπεζα …………… σχετικά με τις υπόλοιπες. Τις ανωτέρω επιταγές η προαναφερόμενη λήπτρια εταιρεία μεταβίβασε με οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου στην καθ` ης η ανακοπή τράπεζα, αυτές, όμως δεν πληρώθηκαν κατά τη νομότυπη και εμπρόθεσμη (την 31-12- 08, 15-1-09, 3-3-09, 3-3-09 και 16-3-09, αντίστοιχα) εμφάνιση τους λόγω έλλειψης υπολοίπου στους τηρούμενους κατά τα ανωτέρω λογαριασμούς της εκδότριας (βλ τις από 5-1-09, 19-1-09, 5- 3-09, 5-3-09 και 18-3-09, αντίστοιχα βεβαιώσεις της καθ` ης στο σώμα της κάθε επιταγής, κατόπιν ρητής εξουσιοδοτήσεως της κάθε πληρώτριας τράπεζας). Περαιτέρω, όμως αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα είχε υποβάλει προς την καθ` ης και στο υπ` αρ. … επί της οδού …………… στη Θεσσαλονίκη κατάστημα της στις 3-4-09 αίτημα-πρόταση για διακανονισμό της οφειλής της από τις πιο πάνω απαριθμούμενες επιταγές, προτείνοντας τμηματική καταβολή του αρχικού συνολικού ποσού της οφειλής (48.650 €) με την καταβολή ποσού 800 Ε εβδομαδιαίως. Η καθ` ης αποδέχθηκε την πρόταση αυτή για διακανονισμό της οφειλής με απόφαση του συμβουλίου της, αξιώνοντας την άμεση καταβολή ποσού 2.300 € και κατόπιν την εβδομαδιαία καταβολή ποσού 800 €, όπως αποδεικνύεται από την από 22-6-09 έγγραφη απάντησή της, η οποία κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα την αμέσως επόμενη ημέρα (βλ. σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Β. Σιδηρόπουλου επί του εγγράφου αυτού) τάσσοντας της συγχρόνως πενθήμερη προθεσμία για να υλοποιηθεί η έγκριση του διακανονισμού, διαφορετικά θα προχωρούσε σε έναρξη δικαστικών ενεργειών, η αποτροπή των οποίων επιδιώκονταν με τη σύναψη της συμφωνίας του διακανονισμού. Μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία ολοκληρώθηκε η συμφωνία μεταξύ των μερών, για τη ρύθμιση του χρέους και στα πλαίσια αυτής και προς υλοποίηση των όρων της η ανακόπτουσα εταιρεία συμμορφούμενη απολύτως σ` αυτούς κατέβαλε στις 2-7-09 το ποσό των 2300 Ε, το οποίο έλαβε χωρίς επιφύλαξη η καθ` ης τράπεζα, γεγονός από το οποίο συνάγεται σαφώς ότι ήθελε να εμμείνει στην τήρηση της συμφωνίας και τα αποτελέσματα της, παρά την ολιγοήμερη καθυστέρηση (εννέα ημέρες αντί της ταχθείσας εκ μέρους της πενθήμερης προθεσμίας) αφού ούτως ή άλλως η συμφωνία είχε μεταξύ των διαδίκων μερών «κλείσει» προγενέστερα.

Στη συνέχεια η ανακόπτουσα κατέβαλλε σε τακτά χρονικά διαστήματα το ποσό το 800 Ε, δόσεις τις οποίες εισέπραττε κάθε φορά η καθ` ης αδιαμαρτύρητα και χωρίς επιφύλαξη. Παρά ταύτα, η καθ` ης κατά παράβαση των συμφωνηθέντων κατέθεσε την 1-7-09 την από 19-6-09 αίτηση, με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ενόσω δηλ. η περί διακανονισμού συμφωνία ήταν ενεργής και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα και κατά τη διάρκεια των περιοδικών καταβολών εκ μέρους της ανακόπτουσας, αφού αυτή την τελευταία δόση την κατέβαλε στις 20-8- 09, αγνοώντας ότι είχε ήδη εκδοθεί η ανακοπτομένη, καθώς όπως καταθέτει ο μάρτυράς της – σύζυγος της νομίμου εκπροσώπου της ανακόπτουσας, έλαβε γνώση για πρώτη φορά με την επίδοση της προς αυτήν (3-9-09) σε αντίθεση με την κατάθεση της μάρτυρος της καθ` ης- υπαλλήλου της, η οποία αορίστως αναφέρει ότι η ανακόπτουσα ήταν ήδη ενημερωμένη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, χωρίς να καταθέτει παράλληλα και το ακριβές χρονικό σημείο της πληροφόρησης της. Επομένως, το δικαίωμα που άσκησε η καθ` ης προς ικανοποίηση της απαίτησης της από τις προαναφερόμενες επιταγές με την υποβολή της αίτησης προς έκδοση της ανακοπτομένης ασκήθηκε εκ μέρους της πρόωρα, διότι κατά τον κρίσιμο χρόνο (1-7-09) υποβολής της αίτησης αλλά και έκδοσης της διαταγής πληρωμής (3-7-09) δεν είχε εκπνεύσει η προθεσμία, που παρείχε στην ανακόπτουσα προς πληρωμή του χρέους εξ αυτών, αντίθετα ήταν σε ισχύ παράγουσα έννομα αποτελέσματα η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για τη μη δικαστική επιδίωξη τους, αποκλείοντας αυτήν από τη δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης είσπραξης των επίδικων επιταγών. Δε διαφοροποιεί εξάλλου την κρίση του Δικαστηρίου ο ισχυρισμός της ότι όσον αφορά στις πρώτες τουλάχιστον των ανωτέρω επιταγών ελλόχευε ο κίνδυνος της παραγραφής, τον οποίον όφειλε να είχε συνεκτιμήσει η ίδια κατά την κατάρτιση της συμφωνίας και των όρων της περί σταδιακής εξόφλησης του χρέους, πλέον του ότι ο χρόνος παραγραφής διακόπτονταν με την αναγνώριση της οφειλής δια της καταβολής των περιοδικών δόσεων, ενώ σε κάθε περίπτωση διατηρεί το δικαίωμα ικανοποίησης της απαίτησης της με τακτική αγωγή από αδικοπραξία. Εφόσον επομένως αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα παραβίασε τους όρους της περί διακανονισμού συμφωνίας καταθέτοντας την πιο πάνω αίτηση και πέτυχε την έκδοση της ανακοπτομένης, είναι ουσιαστικά βάσιμος ο πρώτος λόγος ανακοπής. Το πρωτοβάθμιο συνεπώς, δικαστήριο, που εκτιμώντας τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλε στην ερμηνεία του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως υποστηρίζεται με το σχετικό λόγο έφεσης, ο οποίος μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ` ουσίαν. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολο της, χωρίς το Δικαστήριο να χωρήσει στην έρευνα των λοιπών ισχυρισμών που περιέχονται στο εφετήριο, αφού αυτοί αφορούν στους λοιπούς λόγους ανακοπής, οι οποίο ερευνητέοί θα ήταν μόνον στην περίπτωση, που θα κρίνονταν ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ανωτέρω πρώτος λόγος, να επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως κατ` ουσίαν αβάσιμη

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ` ης η ανακοπή-εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της αντιδίκου της του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε, στη Θεσσαλονίκη, στις 18 Ιανουαρίου 2013 από τη σύνθεση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδίαση, στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2013 από τη σύνθεση που αναφέρεται στο πρακτικό δημοσίευσης.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ε.Φ.

ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

 

16

Μαρ

2014

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΑΣΤΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΜΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΠΛΕΙΟΔΟΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥΣ -ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ Α ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ-ΜΠΘ 14844/2012

 

16 Μαρτίου, 2014

"slider2-photo-left-top"

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Πλειστηριασμός ακινήτου με αντικειμενική αξία 1.270.384,25€. Αρχική εκτίμηση στο ποσό του 1.050.000 € και προσδιορισμός τιμής πρώτης προσφοράς στο ποσό των 700.000 €. Διόρθωση της κατασχετήριας έκθεσης κατόπιν άσκησης ανακοπής ως προς την αξία και την τιμή της πρώτης προσφοράς σε 1.400.000 € και 1.270.384,25 € αντίστοιχα. Ακολούθησαν δύο ματαιώσεις και στη συνέχεια η τιμή πρώτης προσφοράς διαμορφώθηκε στις 800.000 € κατόπιν αιτήσεως της επισπεύδουσας. Μετά και την τέταρτη ματαίωση, νέα αίτηση της δανείστριας τράπεζας για περαιτέρω μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς. Ανατίτηση της καθ΄ ης. Δεκτή η ανταίτηση για διατήρηση της ίδιας τιμής καθόσον πιθανολογήθηκε ότι η μη προσέλευση πλειοδοτών δεν οφείλεται στο ύψος της τιμής αυτής, αλλά σε άλλες συγκυρίες όπως η εν γένει οικονομική κρίση και αστάθεια που υπάρχει στην αγορά των ακινήτων, χωρίς να αποκλείεται και η προσδοκία τους για περαιτέρω μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς.

Αριθμός απόφασης 14844/2012

(αριθμός κατάθεσης αίτησης 10.800/2012)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αρίστη Ελένη Χαμπεροπούλου που ορίστηκε με κλήρωση σύμφωνα με το νόμο.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στη στο ακροατήριο του (223 γραφείο Δικ. Μεγάρου Θεσσαλονίκης) στη Θεσσαλονίκη στις 31-5-2012 χωρίς τη σύμπραξη γραμματέως για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΑΙΤΟΥΣΑΣ- ΚΑΘ ΉΣ Η ΑΝΤΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ …………………………………ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (Τράπεζα …………………….. Ανώνυμη Εταιρία), με αριθμό μητρώου Α.Ε. ………/06/Β/86/07, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ηλία Ανδρέου (AM 2429) που κατέθεσε σημείωμα.

ΚΑΘΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ-ΑΝΤΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ετερόρρυθμου εταιρίας με την επωνυμία «………………….ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.», που εδρεύει στο …… χλμ. …………………………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας της δικηγόρου Μαρίας Πρωτοπαπαδάκη (AM 3180) που κατέθεσε σημείωμα. Συμπαραστάθηκε και η ασκούμενη δικηγόρος Μαρία Φαίδρα Βαλασσά (AM 16212011).

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-3-2012 αίτηση της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό 10.800/2012 και η συζήτηση της προσδιορίστηκε για την ανωτέρω αναφερόμενη δικάσιμο. Η καθής η αίτηση άσκησε, δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου, προφορική ανταίτηση στο ακροατήριο και πριν την έναρξη της συζήτησης και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης και της προφορικώς ασκηθείσας ανταίτησης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 966 παρ. 2 του ΚΠολΔ, εάν δεν παρουσιασθούν πλειοδότες, το πράγμα που εκπλειστηριάζεται κατακυρώνεται στην τιμή της πρώτης προσφοράς σ` εκείνον, υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση, εάν αυτός το ζητήσει. Εάν δεν υποβληθεί αίτηση, γίνεται νέος πλειστηριασμός εντός σαράντα (40) ημερών. Κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου, ως άνω, άρθρου, εάν στο νέο πλειστηριασμό δεν γίνει και πάλι κατακύρωση, το αρμόδιο, κατ` άρθρο 933 παρ. 1 του ΚΠολΔ Δικαστήριο της περιφερείας του τόπου της εκτελέσεως, ήτοι το Ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος, στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση, είναι του Ειρηνοδικείου και το Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει να γίνει νέος πλειστηριασμός, μέσα σε τριάντα ημέρες, με την ίδια ή κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς ή να επιτρέψει, μέσα στην ίδια προθεσμία, να πουληθεί ελεύθερα το πράγμα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού σ` εκείνον υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση ή σε τρίτον, με τίμημα που ορίζεται από το Δικαστήριο, το οποίο μπορεί και να ορίζει να πληρωθεί με δόσεις μέρος του τιμήματος. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του αυτού άρθρου, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 4 παρ. 14 του Ν. 2298/1995, εάν και ο νέος πλειστηριασμός έμεινε χωρίς αποτέλεσμα ή δεν κατορθώθηκε η ελεύθερη εκποίηση, το Δικαστήριο μπορεί να άρει την κατάσχεση ή να διατάξει να γίνει αργότερα νέος πλειστηριασμός, με την ίδια ή κατώτερη τιμή της πρώτης προσφοράς. Από την, ως άνω, διάταξη συνάγεται, ότι σκοπός του νομοθέτη είναι η κατά το δυνατόν συντομότερη περαίωση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και η αποφυγή συνεχών πλειστηριασμών, που αποβαίνουν άκαρποι από τη μη εμφάνιση πλειοδοτών. Προς το σκοπό αυτόν ο νομοθέτης με τη διάταξη αυτή, η ρύθμιση της οποίας είναι ειδική, θέτει ορισμένες προϋποθέσεις, τη συνδρομή των οποίων ελέγχει το Δικαστήριο. Eτσι, εάν μετά και το δεύτερο πλειστηριασμό δεν επιτευχθεί κατακύρωση, είτε στον πλειοδοτήσαντα είτε στον επισπεύδοντα, παρεμβαίνει το αρμόδιο, κατ` άρθρο 933 του ΚΠολΔ, Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, το οποίο έχει τη διαζευκτική ευχέρεια να διατάξει, α) 7 είτε τη διενέργεια νέου πλειστηριασμού, εντός τριάντα ημερών, με την ίδια η κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς, β) είτε την, εντός τριάντα ημερών, ελεύθερη εκποίηση του πράγματος από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στον υπέρ ου η εκτέλεση ή τρίτον, με τίμημα καθοριζόμενο από το ίδιο. Σε περίπτωση που διατάχθηκε νέος (τρίτος) πλειστηριασμός και αυτός αποβεί και πάλι χωρίς αποτέλεσμα, το ίδιο, ως άνω, Δικαστήριο και με την αυτή διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ μπορεί να διατάξει τη διενέργεια τετάρτου πλειστηριασμού σε απώτερο χρονικό σημείο, το οποίο δεν προσδιορίζεται από το νόμο, προδήλως για να εξευρίσκεται εκάστοτε ο προσφορότερος για την ενέργεια του και επιτυχή αυτού έκβαση χρόνος, με την ίδια ή κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς. Και ο τέταρτος πλειστηριασμός θα διεξαχθεί κατά τις διατυπώσεις και όρους των άρθρων 959-960 ΚΠολΔ για τον προσδιορισμό δε αυτού πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η προθεσμία του άρθρου 1019 του ιδίου κώδικα (Ι. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτέλεσις, τομ. Β` παρ. 365, Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, υπ` άρθρο 966, αριθ. 6 και 8). Ως «τιμή πρώτης προσφοράς» δε, στην περίπτωση αυτή, νοείται όχι εκείνη που ορίστηκε με την αρχική περίληψη της κατασχετηρίου εκθέσεως, αλλά αυτή που ορίσθηκε αργότερα, είτε με την κατ` άρθρο 954 ΚΠολΔ παρέμβαση του Δικαστηρίου, είτε με την τυχόν μείωση αυτής από το Δικαστήριο κατ` άρθρο 966 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή με αφετηρία την τιμή πρώτης προσφοράς του προηγουμένου πλειστηριασμού (ΜΠρΛαρ 1372/2004 Δικογραφία 2005. 151, Βαθρακοκοίλης ο.π.).

Με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα, η οποία επισπεύδει τη διαδικασία εις βάρος της καθής η αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης, στα πλαίσια της οποίας κατασχέθηκε και οδηγήθηκε σε δημόσια αναγκαστικό πλειστηριασμό το περιγραφόμενο σε αυτήν ακίνητο, ζητεί να διαταχθεί η διενέργεια νέου πλειστηριασμού του εν λόγω ακινήτου, με μείωση της ορισθείσας τιμής πρώτης προσφοράς και εντός τριάντα ημερών από την κατάθεση της απόφασης που θα εκδοθεί στην υπάλληλο του πλειστηριασμού αρμόδια συμβολαιογράφο, επειδή οι προηγούμενοι τρεις πλειστηριασμοί ματαιώθηκαν λόγω μη προσέλευσης πλειοδοτών και να καταδικαστεί η καθής στα δικαστικά της έξοδα. Επίσης η τελευταία (καθής η αίτηση) με ανταίτηση που άσκησε προφορικά στο ακροατήριο πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και αναπτύσσεται εκτενέστερα στο σημείωμα που κατέθεσε ζητεί , εκθέτοντας το αυτό ως άνω ιστορικό, να προσδιορισθεί νέος πλειστηριασμός με την ίδια τιμή πρώτης προσφοράς μετά την 31-12-2012 για τους λογούς που αναλυτικότερα εκθέτει και να καταδικαστεί η καθής στη δικαστική της δαπάνη Η αίτηση και ανταίτηση αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προκειμένου να συζητηθούν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682,686 επομ., 933 παρ.1 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμες στηριζόμενες στις προεκτεθείσες διατάξεις. Επομένως πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ` ουσίαν.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων …………………… και ……………, κατοίκων Θεσσαλονίκης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και των εγγράφων που προσκομίζονται από τους διαδίκους, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό 4521/11-4-2011 έκθεσης κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Βασιλείου Κιτσούλη κατασχέθηκε αναγκαστικά με επίσπευση της αιτούσας-καθής η ανταίτηση ένα ενιαίο αγροτεμάχιο μετά των επ` αυτού κτισμάτων, συστατικών και παραρτημάτων, που βρίσκεται στην εποικισθείσα περιοχή του αγροκτήματος Λαγκαδά

[…]

Το κατασχεθέν ακίνητο εκτιμήθηκε αντί του ποσού του 1.050.000 ευρώ και τιμή πρώτης προσφοράς ορίστηκε το ποσό των 700.000 ευρώ, μεγαλύτερο της αντικειμενικής του αξίας, εκδόθηκε δε η με αριθμό 4540/20-4-2011 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή και ορίσθηκε ημερομηνία πλειστηριασμού η 8-6-2011, πλην όμως ο πλειστηριασμός δεν πραγματοποιήθηκε καθόσον η καθής η αναγκαστική εκτέλεση άσκησε ανακοπή με αίτημα τη διόρθωση της κατασχετήριας έκθεσης ως προς την αξία του ακινήτου και την τιμή πρώτης προσφοράς αυτού. Επ` αυτής (ασκηθείσας ανακοπής) εκδόθηκε με αριθμό 15.770/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου η οποία, αφού έκανε δεκτό ότι εντός του ενιαίου αγροτεμαχίου έχουν ανεγερθεί και υφίστανται α) με βάση τη με αριθμό 66/1996 οικοδομική άδεια του τμήματος πολεοδομίας Επαρχείου Λαγκαδά, ένα βιομηχανικό κτίριο αποτελούμενο από υπόγειο, ισόγειο και όροφο, συνολικού εμβαδού 364 τ.μ. που χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικοί χώροι και γραφεία αντίστοιχα και είναι κατασκευασμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα, και από ένα ισόγειο βιομηχανοστάσιο-χώρο παραγωγής, εμβαδού 830 τ.μ., που αποτελεί μεταλλική κατασκευή, συνολικής δε επιφανείας του όλου συγκροτήματος 1.194 τ.μ. και β) με βάση την 379/2001 άδεια οικοδομής και μετά την αναθεώρηση της, ένα βιομηχανικό κτίριο, συνολικού εμβαδού 2.185 τ.μ., που αποτελείται από υπόγειο χώρο εμβαδού 675 τ.μ., κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα, από ισόγειο και όροφο εμβαδού 720 τ.μ. ο καθένας και συνολικά 1.440 τ.μ., που είναι κατασκευασμένοι με μεταλλική κατασκευή, ενώ έξω από το βιομηχανοστάσιο έχει ανεγερθεί με την ίδια άδεια, ένας χώρος από οπλισμένο σκυρόδεμα εμβαδού 70 τ.μ., που αντιστοιχεί στο λεβητοστάσιο και στο αντλιοστάσιο, το όλο βιομηχανικό συγκρότημα δε, είναι πολύ καλής κατασκευής και βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση, οι χώροι των γραφείων είναι άκρως επιμελούς κατασκευής, ότι το πρώτο κτήριο διαθέτει εξωτερικό ανελκυστήρα, ο αύλειος χώρος είναι ασφαλτοστρωμένος ενώ περιμετρικά του κτιρίου υφίσταται καλής ποιότητας περίφραξη με συστήματα ελέγχου, καθώς και ότι η αντικειμενική αξία του όλου (αγροτεμαχίου και κτιρίων) ακινήτου ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.270.384,25 ευρώ, διέταξε τη διόρθωση της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης όσο αφορά την αξία του κατασχεθέντος στο ποσό του 1.400.000 ευρώ και όσο αφορά την τιμή πρώτης προσφοράς γι` αυτό στο ποσό των 1.270.384,25 ευρώ.

Ακολούθησε α) η έκδοση της με αριθμό, 4574/14-6-2011 Α` επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του προαναφερθέντος δικαστικού επιμελητή με την οποία ορίστηκε ως χρόνος πλειστηριασμού η 27η-7-2011, οπότε ο τελευταίος ματαιώθηκε λόγω μη προσέλευσης πλειοδοτών και β) η έκδοση της με αριθμό 4596/1-9-2011 Β` επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του αυτού δικαστικού επιμελητή, δυνάμει της ορίστηκε ως ημερομηνία πλειστηριασμού η 19-10-2011, πλην όμως ο πλειστηριασμός δεν διενεργήθηκε επίσης λόγω μη προσέλευσης πλειοδοτών. Στη συνέχεια ασκήθηκε από την αιτούσα-καθής η ανταίτηση η με αριθμό κατάθεσης 42.820/2011 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1434/2012 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) δυνάμει της οποίας διατάχθηκε, κατ` άρθρο 966 παρ. 3 του ΚΠολΔ, η διενέργεια τρίτου πλειστηριασμού του ως άνω ακινήτου, εντός προθεσμίας (30) ημερών από την κατάθεση της απόφασης στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 800.000 ευρώ. Εκδόθηκε δε η με αριθμό 4754/20-2-2012 Γ` επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή και ορίσθηκε ημερομηνία πλειστηριασμού η 21-3-2012, πλην όμως και αυτός ο πλειστηριασμός δεν διενεργήθηκε λόγω μη προσέλευσης πλειοδοτών. Τέλος να σημειωθεί ότι ως πιθανολογήθηκε το ως άνω ακίνητο -εκτός τμήματος εμβαδού 65 τ.μ. το οποίο βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου- είναι μισθωμένο δυνάμει του από 1-10-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης στην εταιρία «…………… Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε.» έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 1.200 ευρώ, για τα δύο πρώτα έτη της μίσθωσης και τις αναφερόμενες στο σχετικό μισθωτήριο αναπροσαρμογές αυτού για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της μίσθωσης, και με διάρκεια μίσθωσης εννέα ετών. Βέβαια ο μάρτυρας της καθής η αίτηση- ανταιτούσας κατέθεσε ότι η εν λόγω μίσθωση θα λυθεί μέχρι τα τέλη Αυγούστου, γεγονός όμως, που ως μελλοντικό και αβέβαιο, δεν πιθανολογείται και ως ουσία βάσιμο. Επομένως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 966 παρ4 ΚΠολΔ και θα πρέπει να διαταχθεί η διενέργεια τετάρτου στη σειρά πλειστηριασμού, στην ίδια όμως ως άνω καθορισθείσα τιμή πρώτη προσφοράς (800.000 ευρώ), καθόσον πιθανολογήθηκε ότι η μη προσέλευση πλειοδοτών δεν οφείλεται στο ύψος της τιμής αυτής, η οποία είναι ελκυστική για τους τυχόν ενδιαφερόμενους πλειοδότες, ακόμα και υφιστάμενης της προαναφερθείσης μίσθωσης, αφού είναι ήδη μειωμένη αναφορικά με την αντικειμενική αξία του κατασχεθέντος ακινήτου και της πολύ καλής κατάστασης που αυτό βρίσκεται, αλλά οφείλεται σε άλλες συγκυρίες όπως η εν γένει οικονομική κρίση και αστάθεια που υπάρχει στην αγορά των ακινήτων, χωρίς ν` αποκλείεται και η προσδοκία τους για περαιτέρω μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς. Μετά ταύτα, δεκτών γενομένων εν μέρει ως ουσία βάσιμων της αιτήσεως και της ανταιτήσεως, πρέπει να διαταχθεί η διενέργεια νέου πλειστηριασμού σε χρόνο όχι μεγαλύτερο των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση της παρούσας απόφασης στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, λαμβανομένου υπόψη και της προθεσμίας της διατάξεως του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, τα δε δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών, ως ειδικότερα ορίζεται και στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις ασκηθείσες αίτηση και ανταίτηση.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτές.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διενέργεια νέου, εντός τριάντα (30) ημερών από της κατάθεσης της παρούσας απόφασης στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, πλειστηριασμού του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας ακινήτου με τιμή πρώτης προσφοράς την ίδια (800.000 ευρώ).

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού στη Θεσσαλονίκη στις 7-6-2012 παρουσία και της γραμματέας Παναγιώτας Κουτζιάμπαση

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο/Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ν.Σ.

ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

 

Κατηγορία

Πρόσφατα

Αρχείο