Κατά τον έλεγχο των καταθέσεων φορολογούμενων τυχόν εισόδημα του οποίου δεν προκύπτει σαφώς η πηγή ή η αιτία προέλευσης λογίζεται ως εισόδημα προερχόμενο από ελευθέρια επαγγέλματα. Η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων. Το αν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς κρίνεται ,ανά περίπτωση , από την φορολογική αρχή. Περαιτέρω , για να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός του φορολογούμενου ότι το προϊόν μιας κατάθεσης αποτελεί προϊόν δανείου θα πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: 1) συμφωνία δανειστή και οφειλέτη, σχετικά με την αιτία, για την οποία μεταβιβάζεται η κυριότητα των αντικαταστατών πραγμάτων 2) παράδοση του πράγματος από τον δανειστή στον οφειλέτη, και 3) απόδοση του πράγματος από τον οφειλέτη στον δανειστή. Εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, υπάρχει δάνειο κατά την έννοια του άρθρου 806 του ΑΚ, έστω και αν η σύμβαση δεν χαρακτηρίστηκε ως δάνειο από τα συμβαλλόμενα μέρη . Απαιτείται ωστόσο τα δάνεια τα οποία έχουν ληφθεί να αποδεικνύονται με έγγραφα στοιχεία που φέρουν βέβαιη χρονολογία και δεν πρέπει να είχαν ληφθεί για άλλο σκοπό, π.χ. βιοτεχνικά δάνεια ή δάνειο για αγορά περιουσιακού στοιχείου που η αντίστοιχη δαπάνη του δεν αποτελεί τεκμήριο που θέλει να καλύψει ο φορολογούμενος
Για να δείτε το σχετικό αρχείο πατήστε εδώ