Με την απόφαση 9/2016 του Ειρηνοδικείου Νεάπολης Ηρακλείου Κρήτης απορρίφθηκε η αίτηση υπαγωγής στο νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά ενός ζευγαριού που έλαβε δάνεια πάνω από 500.000€ με το σκεπτικό ότι οι οφειλέτες τελούσαν σε ενδεχόμενο δόλο καθώς συμφώνησαν στην λήψη μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, γνωρίζοντας ότι ο υπερδανεισμός του, σε συνδυασμό με το περιορισμένο και αμετάβλητο του εισοδήματός τους θα τους οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκαν το αποτέλεσμα αυτό.
Η απόφαση παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς θίγει στην ουσία του το θέμα του «υπεύθυνου δανεισμού» και από τις δύο πλευρές , τόσο του προσώπου του λαμβάνει το δάνειο όσο και του φορέα που το χορηγεί .
Για μεν τους λήπτες των δανείων , θεωρήθηκε από το Δικαστήριο ότι ο υπέρμετρος δανεισμός τους όχι μόνο αποσκοπούσε στην επίτευξη από μέρους τους ενός επιπέδου διαβίωσης που σαφώς δεν ανταποκρινόταν στα μέτρα των οικονομικών δυνατοτήτων τους αλλά ούτε και στο σκοπό του νομοθέτη που ήταν κυρίως η εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης στους οφειλέτες με τη δυνατότητα απαλλαγής από τις υποχρεώσεις, προκειμένου να επανενταχθούν στην οικονομική δραστηριότητα . Αυτός είναι ο σκοπός του νόμου ,κατά την παραπάνω απόφαση, και « όχι η εξασφάλιση ενός υπερπολυτελούς επιπέδου διαβίωσης που αποβαίνει σε βάρος της Εθνικής Οικονομίας, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των μετόχων, των καταθετών, των πολιτών και είναι αδιανόητο για τα οικονομικά του Ελληνικού Δημοσίου, αφού η διαγραφή τέτοιων χρεών, που έχουν προκύψει για αγορές ή άλλες δραστηριότητες πολυτελείας από απερισκεψία ή κακό οικονομικό προγραμματισμό και η προνομιακή αυτή αντιμετώπιση, ενός μικρού μέρους τέτοιων δανειοληπτών, αδικεί όλους όσους με δυσκολία ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις των περιορίζοντας το επίπεδο διαβίωσής των, όταν μάλιστα είναι γνωστόν ότι οι όποιες απώλειες των τραπεζών, από τα νοικοκυριά αυτά, αντισταθμίζονται από ακόμη υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων, με ακόμη μεγαλύτερες επιβαρύνσεις για το σύνολο των πολιτών, σε μια πολύ δύσκολη οικονομική συγκυρία για την χώρα μας, γιατί στην ουσία έτσι μετακυλίεται η αποπληρωμή των οφειλών τους στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο αναγκάζεται να στηρίξει χρηματικά τις τράπεζες και κατά συνέπεια στην Ελληνική κοινωνία και στους Έλληνες φορολογούμενους».
Για δε τους τραπεζικούς υπαλλήλους οι οποίοι έχουν την επιμέλεια και διαχείριση της περιουσίας μιας Τράπεζας , το Δικαστήριο έκρινε ότι κάθε φορά που ενεργούν κατά παράβαση των κανόνων της επιμελούς διαχείρισης στη σύναψη δανείων για την χρηματοδότηση επιχειρήσεων και ιδιωτών χωρίς να πληρούν οι χρηματοδοτούμενοι τις αναγκαίες προϋποθέσεις κατά παράβαση των οδηγιών εγκυκλίων και χωρίς να ελέγχουν την πιστοληπτική ικανότητα των χρηματοδοτούμενων πελατών για να εξασφαλίσουν την περιουσία της Τράπεζας με αξιόχρεες εγγυήσεις βλάπτοντας εν γνώσει τους την περιουσία της τελευταίας διαπράττουν το έγκλημα της απιστίας του άρθρου 390 ΠΚ .
Εν τέλει, το Δικαστήριο όχι μόνο απέρριψε την αίτηση υπαγωγής στην προστασία του ν. περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών αλλά επιπρόσθετα διαβίβασε τη σχετική δικογραφία στην αρμόδια Εισαγγελία προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή όχι τέλεσης του συγκεκριμένου αδικήματος από τους υπαλλήλους που χορήγησαν τα εν λόγω δάνεια.