Θέματα Χρηματοπιστωτικού Τομέα
Αδικοπρακτική ευθύνη της τράπεζας λόγω παράβασης δια των υπαλλήλων της της υποχρέωσης πίστης και προστασίας των συμφερόντων της κληρονόμου του πιστούχου που χρηματοδότησε


10 ΙΟΥΝ 2015

Μια πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση που αναγνωρίζει υποχρέωση αποζημίωσης για υλική ζημία αλλά και για χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη υπέρ της κληρονόμου θανόντος  πιστούχου  ,την οποία η Τράπεζα δια των προστηθέντων υπαλλήλων της , παρέλειψε να ενημερώσει για την ύπαρξη ασφαλιστικής κάλυψης για το χρεωστικό υπόλοιπο των πιστωτικών καρτών του θανόντος   σε περίπτωση θανάτου του, με αποτέλεσμα να απωλεσθεί η 30ήμερη προθεσμία υποβολής σχετικής αιτήσεως προς την τράπεζα.

Αριθμός 1403/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 15ο ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Μαρία Γιαννούλη, Εφέτη που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα, Ελένη Καρρά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2015, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ............... θυγ ............... χήρας ............, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Λαμίας, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Καραγιαννόπουλου.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ............... Α.Ε», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Λουκά Στεφάνου.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 1/11/2008 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11188/2008 αγωγή της κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, που απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή.

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε τη με αριθμό 1611/2013 οριστική του απόφαση, με την οποία δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε κατά ένα μέρος αυτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 16 Σεπτεμβρίου 2013 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 5167/2013, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 8η Μαΐου 2014 και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω και αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

Η κρινόμενη από 16 Σεπτεμβρίου 2013 με αριθμό κατάθ 5167/2013 έφεση της ενάγουσας, κατά της με αριθμό 1611/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, αφού από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει το αντίθετο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη από 1η Νοεμβρίου 2008 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11188/2008 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, ιστορούσε κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου και του αιτήματος ότι ο ήδη αποβιώσας την 18/3/2006 σύζυγός της ............... ήταν κάτοχος εν ζωή των αναφερόμενων στο δικόγραφο δύο πιστωτικών καρτών εκδόσεως της εναγομένης με χρεωστικό υπόλοιπο των καρτών στο χρόνο θανάτου του τα ποσά των 988,06 ευρώ και 2.597,85 ευρώ. Οτι η εναγομένη δια των προστηθέντων υπαλλήλων της και κάτω από τις αναλυτικότερα περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες απαίτησε και εισέπραξε με καταβολές της ενάγουσας, η οποία υπεισήλθε στην κληρονομία του αποβιώσαντος ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος μαζί με την ανήλικη θυγατέρα της ..............., τα ανωτέρω ποσά συνολικού ύψους 3.950 ευρώ χωρίς να την ενημερώσει, ως όφειλε ότι οι πιστωτικές κάρτες ήταν ασφαλισμένες για το χρεωστικό τους υπόλοιπο σε περίπτωση θανάτου του πιστούχου από ατύχημα, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να χάσει την 30ήμερη προθεσμία υποβολής σχετικής αιτήσεως προς την τράπεζα. Με το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 3.950 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής κάθε επιμέρους ποσού άλλως από 28/3/2008 οπότε συντελέστηκε σχετική όχλησή της με την από 14/3/2008 εξώδικη δήλωσή της προς την εναγομένη άλλως από την επίδοση της αγωγής καθώς και ποσό 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ήτοι συνολικά το ποσό των 33.950 ευρώ. Ακολούθως, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της εκκαλουμένης, όπως εκτιμάται η δήλωση αυτή από το δικαστήριο, το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής για το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης τράπηκε νομότυπα (βλ ΑΠ 1893/2013, Α.Π. 1314/2009, Α.Π. 315/2010, Α.Π. 947/2009 δημ ΝΟΜΟΣ) σε εν μέρει αναγνωριστικό για το ποσό των 25.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχτηκε την αγωγή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.950,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 28/3/2008. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα, με την κρινόμενη έφεση, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή στο σύνολό της. Ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι το δικόγραφο της έφεσης είναι αόριστο γιατί δεν διατυπώνονται με σαφήνεια και πληρότητα ποιες είναι οι παραδρομές και τα σφάλματα που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση πρέπει ν` απορριφθεί γιατί όταν οι λόγοι της έφεσης ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων. Αρκεί η μνεία ότι από το σφάλμα αυτό το δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό (ΑΠ 155/1996 Δνη. 1996. 1346, ΑΠ 408/1996. Δνη. 1997. 97-98, Εφ Δωδ 30/2007 δημ ΝΟΜΟΣ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Ετσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε - με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητός του - θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Την ευθύνη για αποζημίωση ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την "προστασία των καταναλωτών", το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών" (παρ. 1), ότι "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας" (παρ. 2 εδ. β`), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ. 3), ότι "ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας" (παρ. 4 εδ. α`), ότι "για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος" (παρ. 4 εδ. β`) και ότι "μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα" (παρ. 5). Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δύναται να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει ν` ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, δ) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ευθύνης απαιτείται όπως προεκτέθηκε παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας ("διπλή λειτουργία της αμέλειας"). Ετσι, αν, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την τράπεζα εκδηλωθεί συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεώς του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του. (ΑΠ 535/2012 δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1382/2009 ΝοΒ 2010, 919, ΑΠ 589/2001, ΔΕΕ 2001, 1117).

Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των πιστωτών που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι` αυτούς συνέπειες. (πρβλ ΑΠ 1352/2011 δημ ΝΟΜΟΣ)

Υπό τις ανωτέρω νομικές παραδοχές και επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην κρίση του για τη νομική βασιμότητα της αγωγής διέλαβε ότι αυτή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 288, 297, 298, 299, 330, 340, 345, 346, 914, 922 και 932 ΑΚ και δεν παρέθεσε και την εν προκειμένω εφαρμοστέα επίσης διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, το Δικαστήριο τούτο, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, εφόσον πρόκειται για πλημμελή εφαρμογή του νόμου, θα χωρήσει σε απλή αντικατάσταση της σχετικής αιτιολογίας με την ορθή, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, αφού στο στάδιο αυτό δεν προκύπτει αν το διατακτικό της είναι ορθό (534 ΚΠολΔ) και επομένως σφάλμα της σε σχέση με την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, η οποία πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν στα πλαίσια και της ανωτέρω διάταξης. ( βλ και ΑΠ 1436/2002 ΕλλΔνη 2004,775, ΕφΑθ 1162/2006 ΔΕΕ 2006. 1073, ΕφΑθ 5469/2003 ΑρχΝ 2005. 100, ΕφΘεσσ 1038/2009 οπ, ΕφΘεσσ 1526/2003 δημοσίευση στη Νόμος, ΕφΛαρ 58/2002 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2002. 78).

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (ένας από κάθε πλευρά), στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο σύζυγος της ενάγουσας ..............., ο οποίος στις 18/3/2006 απεβίωσε μετά από αυτοκινητικό ατύχημα καταλείποντας μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους την ενάγουσα και την ανήλικη θυγατέρα τους ..............., ήταν κάτοχος δύο πιστωτικών καρτών εκδόσεως της εναγομένης τράπεζας και συγκεκριμένα: 1) της υπ` αριθ. ............... πιστωτικής κάρτας "...............", με πιστωτικό όριο ευρώ 1.000 και 2) της υπ` αριθ. ............... πιστωτικής κάρτας "..............." , με πιστωτικό όριο ευρώ 2.600. Οι ανωτέρω πιστωτικές κάρτες είχαν εκδοθεί κατόπιν αιτήσεως του αποβιώσαντος και χρησιμοποιούνταν απ` αυτόν μέχρι τον θάνατό του, το δε χρεωστικό υπόλοιπο των καρτών κατά την ημέρα θανάτου του ανερχόταν: 1) για την υπ` αριθ. ............... κάρτα σε 988,06 ευρώ, σύμφωνα με τον από 13.3.2006 λογαριασμό της εναγομένης και 2) για την υπ` αριθ. ............... κάρτα σε 2.597,85, ευρώ σύμφωνα με τον από 21.3.2006 λογαριασμό της εναγομένης. Αποδείχθηκε ότι το χρεωστικό υπόλοιπο των πιστωτικών καρτών ήταν ασφαλισμένο σε περίπτωση θανάτου του πιστούχου από ατύχημα μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ υπό τον συμβατικό όρο με τη συνεργαζόμενη ασφαλιστική εταιρία, ότι το περιστατικό του ανωτέρω ασφαλιστικού κινδύνου έπρεπε να γνωστοποιηθεί στην εναγομένη με γραπτό αίτημα των πλησιέστερων συγγενών του και με την υποβολή όλων των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία του συμβάντος. Η κρίση του δικαστηρίου για την προαναφερόμενη ασφάλιση και τις προϋποθέσεις και τους όρους της καλύψεως στηρίζεται στο από 16/3/2007 έγγραφο εκδόσεως της εναγομένης, που υπογράφει η ..............., υπάλληλος της εναγομένης στο τμήμα εξυπηρέτησης πελατών καρτών σε συνδυασμό με το από 12/6/2007 έγγραφο της εναγομένης, που υπογράφει η ίδια υπάλληλος. Τα παραπάνω άλλωστε πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγομένη και το Δικαστήριο συνάγει έμμεση ομολογία της ως προς αυτά (ΑΠ 369/2008 ΕΔΠΟΛ 2008.563). Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα περί τις αρχές Απριλίου του 2006 επισκέφτηκε το ευρισκόμενο επί της οδού ............... αριθ. ... στη Λαμία κατάστημα της εναγομένης και ζήτησε να πληροφορηθεί για το υπόλοιπο των οφειλών από τις πιστωτικές κάρτες του θανόντος συζύγου της, ενημερώνοντας προφορικά την αρμόδια υπάλληλο της τράπεζας ονόματι ............... για το θάνατο του συζύγου της από ατύχημα. Η ανωτέρω προστηθείσα υπάλληλος της εναγομένης, όφειλε να γνωρίζει την συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων της ασφαλιστικής καλύψεως του πιστωτικού υπολοίπου των καρτών συνεπεία θανάτου του πιστούχου από ατύχημα, όπως εν προκειμένω και ακολούθως όφειλε, όπως επιτάσσει η εκτέλεση των καθηκόντων της με βάση τη συναλλακτική καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να ενημερώσει σχετικά την ενάγουσα προκειμένου η τελευταία να προβεί σε όλες τις διαδικαστικές ενέργειες προς απαλλαγή της (υπό την ιδιότητα του κληρονόμου), από την καταβολή του υπολοίπου των καρτών. Αποδείχθηκε όμως ότι η ως άνω προστηθείσα υπάλληλος της εναγομένης όχι μόνο παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε σχετική ενημέρωση της ενάγουσας αλλά επιπροσθέτως απαίτησε από την ενάγουσα την καταβολή του υπολοίπου των καρτών, όπως ορθά δέχθηκε στο σκεπτικό της η εκκαλουμένη. Η ίδια μάλιστα υπάλληλος υπενθύμισε στην ενάγουσα, ότι η μη τακτοποίηση των οφειλών εκ μέρους της ενάγουσας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του θανόντος θα είχε ως συνέπεια την κίνηση των νόμιμων διαδικασιών για την αναγκαστική είσπραξη του υπολοίπου των καρτών. Η κρίση αυτή στηρίζεται στη σαφή κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης και δεν αναιρείται από το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό της προκείμενης δικογραφίας. Σε ακόλουθες επισκέψεις της ενάγουσας στο ίδιο κατάστημα, οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης τη διαβεβαίωναν ότι δεν υφίσταται ζήτημα ασφαλιστικής κάλυψης και η ενάγουσα πειθόμενη από τις εν λόγω διαβεβαιώσεις κατέβαλε κάθε μήνα διάφορα χρηματικά ποσά έναντι της οφειλής των καρτών. Οταν ακολούθως η ίδια (ενάγουσα) πληροφορήθηκε από τον κοινωνικό της κύκλο ότι οι πιστωτικές κάρτες ασφαλίζονται σε περίπτωση θανάτου του κατόχου τους από ατύχημα, επισκέφθηκε εκ νέου το προαναφερθέν κατάστημα και έλαβε εκ νέου τις ίδιες παραπειστικές πληροφορίες ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και ότι ήταν υποχρεωμένη να συνεχίσει την εξόφληση των δόσεων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πιστούχου με αποτέλεσμα η ενάγουσα, που δεν διέθετε γνώσεις περί τα τραπεζικά πράγματα, να εξοφλήσει πλήρως το χρεωστικό υπόλοιπο και των δύο καρτών στις 29-11-2006, ανερχόμενο στο ποσό των 3.950,00 ευρώ. Η εκ μέρους της ενάγουσας εξόφληση του παραπάνω πιστωτικού υπολοίπου έγινε με την οικονομική βοήθεια του οικογενειακού της περιβάλλοντος καθώς η ίδια βρίσκονταν σε κακή οικονομική κατάσταση μετά τον αιφνίδιο θάνατο του συζύγου της, ο οποίος εν ζωή έφερε αποκλειστικά τα οικονομικά βάρη της οικογένειας και σε εποχή που η ενάγουσα όφειλε να μεριμνήσει μόνη για την ανατροφή του ανήλικου τέκνου της σε κατάσταση πένθους και βαθιάς θλίψης λόγω θανάτου του συζύγου της από αυτοκινητικό ατύχημα σε ηλικία 39 ετών. Εν τέλει και μετά από εκ νέου επίμονη επίσκεψη της ενάγουσας στο ανωτέρω κατάστημα, της προτάθηκε να απευθυνθεί στο τμήμα εξυπηρέτησης πελατών της εναγομένης στην Αθήνα και μετά από τηλεφωνική επικοινωνία η ενάγουσα έλαβε θετική πληροφόρηση ότι υφίστατο ασφαλιστική κάλυψη του υπολοίπου των καρτών σε περίπτωση θανάτου του κατόχου από ατύχημα. Σε εκ νέου επίσκεψη της ενάγουσας στο ως άνω κατάστημα της Λαμίας της προτάθηκε να υποβάλει σχετική αίτηση, όπως και έπραξε, λαμβάνοντας εγγράφως την από 16/3/2007 απάντηση που υπογράφει η υπάλληλος της εναγομένης Ιωάννα Μιχαλάκου σύμφωνα με την οποία για την εν λόγω κάλυψη και με βάση συμβατικό όρο με τη συνεργαζόμενη ασφαλιστική εταιρία, το περιστατικό του ασφαλιστικού κινδύνου έπρεπε να γνωστοποιηθεί στην εναγομένη με γραπτό αίτημα των πλησιέστερων συγγενών και με την υποβολή όλων των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία του συμβάντος. Η ενάγουσα απώλεσε την ανωτέρω 30ημερη προθεσμία και εν τω μεταξύ είχε εξοφλήσει στις 29/11/2006 τα χρεωστικά υπόλοιπα των επίδικων πιστωτικών καρτών. Ακολούθως, όπως προκύπτει από την υπ` αριθμ. 8748 Δ` έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ιωάννη Ζήσιμου, η ενάγουσα, επέδωσε στην εναγομένη στις 24-03-2008 την από 14-03-2008 όχλησή της, με την οποία ζήτησε να της καταβάλει το ποσό των 3.950,00 ευρώ, εντός τριών ημερών από την επίδοση της οχλήσεως πλην όμως η εναγομένη ουδέν έπραξε.

Υπό τις ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές η συμπεριφορά των προστηθέντων της παρέχουσας υπηρεσίες εναγομένης είναι παράνομη και συνιστά αδικοπραξία, όπως ορθά δέχθηκε και η εκκαλουμένη, καθ` όσον η εναγομένη με την παραπειστική συμπεριφορά των υπαλλήλων της, κατά παράβαση των απορρεόντων από τα άρθρα 281 και 288 του ΑΚ αρχών της καλής πίστης, που επιβάλλει στα εντεταλμένα όργανα της Τράπεζας την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποτροπή της ζημίας της ενάγουσας και επιπροσθέτως κατά παράβαση της υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας που όφειλε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2251/1994 «περί προστασίας καταναλωτών», δεν ενημέρωσε ως όφειλε την ενάγουσα για την ύπαρξη ασφαλιστικής καλύψεως των επίδικων πιστωτικών καρτών συνεπεία συνδρομής των όρων καλύψεως στην περίπτωσή της ως κληρονόμου εξ αδιαθέτου του πιστούχου αποβιώσαντος συζύγου της ούτε ενημέρωσε ως όφειλε για την ακολουθητέα διαδικασία απαλλαγής της. Τούτα δε όλα παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα ενημέρωσε έγκαιρα για το θάνατο του πιστούχου από ατύχημα και πραγματοποίησε αλλεπάλληλες επισκέψεις στο ανωτέρω κατάστημα της εναγομένης στη Λαμία επισημαίνοντας την πραγμάτωση της ασφαλιστικής περίπτωσης, χωρίς ωστόσο να της υποδειχθεί εγκαίρως τόσο το πραγματικό γεγονός της ύπαρξης ασφαλιστικής κάλυψης των καρτών λόγω θανάτου του κληρονομουμένου πιστούχου από ατύχημα όσο και το είδος της (γραφειοκρατικής) διαδικασίας που έπρεπε να ακολουθήσει προκειμένου να τύχει της απαλλαγής από την καταβολή του χρεωστικού υπολοίπου, το οποίο κατέβαλε εξ ιδίων καθώς απώλεσε την ως άνω 30ήμερη προθεσμία. Συνεπώς η εναγομένη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού της έργου ως εκδότρια των επίδικων καρτών αν και όφειλε να μεριμνά για τα συμφέροντα της ενάγουσας κληρονόμου του πιστούχου που χρηματοδότησε, στα πλαίσια της διαρκούς αυτής ενοχικής σχέσης παραβίασε δια των προστηθέντων υπαλλήλων της του καταστήματος Λαμίας την υποχρέωση πίστης και προστασίας των συμφερόντων ενάγουσας, και δεν απέτρεψε την αποφυγή υπέρμετρα επαχθών γι` αυτή συνεπειών, όπως ήταν η εκ μέρους της ενάγουσας πληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου των πιστωτικών καρτών του θανόντος, θέτοντας με την ανωτέρω συμπεριφορά των προστηθέντων της σε κίνδυνο και βλάπτοντας τα συμφέροντα της ενάγουσας και επίσης την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών. Να σημειωθεί ότι η υπαιτιότητα της εναγομένης τεκμαίρεται, η δε τελευταία δεν επικαλέστηκε, ούτε και απέδειξε συγκεκριμένα περιστατικά ελλείψεως της. Συνακόλουθα, η ενάγουσα εξαιτίας της ως άνω παράνομης και υπαίτιας σε βάρος της συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγομένης που επέδειξαν βαριά αμέλεια ζημιώθηκε και δικαιούται να λάβει προς αποκατάσταση της θετικής της ζημίας το ποσό των 3.950,00 ευρώ κατά τις ορθές παραδοχές της εκκαλουμένης που δεν πλήττονται με λόγο έφεσης. Περαιτέρω, εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της στεναχώριας που δοκίμασε και της ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε, για την αποκατάσταση της οποίας το Δικαστήριο κρίνει ότι εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης είναι το ποσό των 4.000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό της αμέλειας που η εναγόμενη επέδειξε σε βάρος της ενάγουσας, τις συνθήκες υπό τις οποίες τέλεσε την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια πράξη της, το μέγεθος της ζημίας της ενάγουσας καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων. Η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι η ενάγουσα πέραν της υλικής ζημίας δεν υπέστη ηθική βλάβη από την κακόπιστη συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Κρίνοντας όμως έτσι δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις, κατά τον εν μέρει βάσιμο μόνο λόγο της έφεσης της ενάγουσας, που πρέπει να γίνει δεκτός και από ουσιαστική άποψη.

Ενόψει αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η από 16 Σεπτεμβρίου 2013 έφεση της ενάγουσας, κατά παραδοχή του προαναφερθέντος λόγου της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, όμως, για το ενιαίο της εκτέλεσης (βλ ΕφΑθ 1100/2006 και 2538/2005 αδημ), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη των δικαστικών εξόδων που θα καθοριστούν εξαρχής. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση, από το παρόν Δικαστήριο (αρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί εκ νέου η από 1-11-2008 αγωγή, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, για το συνολικό ποσό των 7.950 ευρώ (3.950+4.000), που οφείλει να καταβάλει η εναγομένη στην ενάγουσα με το νόμιμο τόκο για το επιμέρους ποσό των 3.950 ευρώ από 28/3/2008 και για το υπόλοιπο ποσό των 4.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν την εναγόμενη, κατά την έκταση όμως της ήττας της (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να επιστραφεί το παράβολο εκ ποσού 200 ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης, στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ Κ.Πολ.Δικ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αρ 1611/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Διατάσσει την επιστροφή του εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την με αρ 1611/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Κρατεί και δικάζει την από 1/11/2008 (αριθμ. καταθ. δικογράφου 11188/2008) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ευρώ (7.950,00 ευρώ), με το νόμιμο τόκο για το ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ευρώ (3.950 ευρώ) από 28/3/2008 και για το υπόλοιπο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000,00) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Καταδικάζει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2015, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α Δημοσίευση Νόμος


Κατηγορία
Πρόσφατα
Αρχείο