Με την με αρ. 27/2014 απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος , τον γνωστό πλέον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών ήδη από το Δεκέμβριο του 2014 είχε προσδιοριστεί το πλαίσιο, οι διαδικασίες , τα χρονοδιαγράμματα και οι προσφερόμενες επιλογές που θα προτείνονται από τις τράπεζες για την εξεύρεση λύσεων σχετικά με τα δάνεια των «συνεργάσιμων» δανειοληπτών που βρίσκονται σε καθυστέρηση .Διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες αξιολόγησης κινδύνου, τις διαδικασίες αξιολόγησης της δυνατότητας αποπληρωμής, κανόνες συμπεριφοράς των τραπεζών με σαφή χρονοδιαγράμματα, όροι επικοινωνίας μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειστών, οι ορισμοί του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» και των «εύλογων δαπανών διαβίωσης» Σκοπός και στόχος του Κώδικα ήταν η σε κάθε περίπτωση επιχείρηση εξεύρεση της “κατάλληλης λύσης” σε περίπτωση δε αποτυχίας , προβλέπονταν ότι η διαφωνία μπορεί να επιλύεται εξωδικαστικά μέσω του Συνηγόρου του Καταναλωτή ή άλλων φορέων με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση ή από τα αρμόδια δικαστήρια. Παράλληλα θεσπίστηκε συγκεκριμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ) με κατηγοριοποίηση δανείων και δανειοληπτών και η συγκρότηση Επιτροπής Ενστάσεων στην οποία ορίστηκε ότι δικαιούται να προσφεύγει ο δανειολήπτης ενώ θεσπίστηκε και η υποβολή της επίσης γνωστής πλέον “Τυποποιημένης Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης”. Μετά τη συγκέντρωση των οικονομικών και άλλων πληροφοριών για τον δανειολήπτη και τη σχετική αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων ,η τράπεζα προβλέφθηκε ότι θα προτείνει σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εντάσσεται στην έννοια του “συνεργάσιμου” δανειολήπτη μια ή περισσότερες εναλλακτικές λύσεις ρύθμισης ή οριστικής διευθέτησης .Οι συγκεκριμένες προτάσεις θα γνωστοποιούνται στο δανειολήπτη με το προβλεπόμενο “τυποποιημένο έγγραφο πρότασης λύσεων ρύθμισης ή οριστικής διευθέτησης” ,ο δε οφειλέτης ορίστηκε ότι θα μπορεί να συναινέσει, να αντιπροτείνει ή να αρνηθεί πλήρως.Για την περίπτωση “πολλαπλών πιστωτών”, που δυστυχώς είναι αρκετά συνήθης, συστήνονταν με τον ΚΔΤ η επιδίωξη εξεύρεσης κοινά αποδεκτής λύσης
Στο παράρτημα 2 ,μάλιστα, της παραπάνω απόφασης αναφέρθηκαν ενδεικτικά οι πιο συνηθισμένοι τύποι βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων .Τόκοι μόνο, Μειωμένες δόσεις ,Περίοδος χάριτος , Αναβολή Πληρωμής Δόσης/Δόσεων , Τακτοποίηση Καθυστερούμενου Υπολοίπου, Κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών , Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του συμβατικού περιθωρίου , Μόνιμη μείωση του επιτοκίου, Αλλαγή Τύπου Επιτοκίου , Παράταση της διάρκειας: Παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου , Διαχωρισμός της χορήγησης («Split Balance»), Μερική διαγραφή χρεών , Πρόσθετη εξασφάλιση. Αλλά και τύποι οριστικής διευθέτησης :Εθελοντική Παράδοση Ενυπόθηκου Ακινήτου , η μετατροπή σε χρηματοδοτική μίσθωση αλλά και η πώληση και ενοικίαση .
Η απόφαση αυτή ,σε συνδυασμό με την λήξη της προστασίας της πρώτης κατοικίας , οριοθέτησε ήδη από το τέλος του 2014 το πλαίσιο εντός του οποίου θα διευθετούνται τα ιδιωτικά χρέη προς τις τράπεζες. Αυτό που ενδιέφερε ωστόσο εξ αρχής δεν ήταν μόνο το περιεχόμενο της παραπάνω απόφασης αλλά το πώς αυτή θα εφαρμόζονταν στην πράξη ώστε να δίνονταν στους καλόπιστους οφειλέτες ,είτε φυσικά πρόσωπα είτε επιχειρηματίες , των οποίων η ζωή ανατράπηκε ακούσια στην περίοδο της οικονομικής κρίσης μια ουσιαστική δεύτερη ευκαιρία επανεκκίνησης της πορείας τους.
Στην πράξη ,ωστόσο, οι προτάσεις ρυθμίσεων οφειλών εκ μέρους των τραπεζών δεν οδήγησαν σ’ αυτό που φέρονταν ότι απέβλεπαν :την εύρεση των κατάλληλων λύσεων. Προτεινόμενες λύσεις απολύτως αυτοματοποιημένες ,υπακούοντας αυστηρά σε αλγοριθμικές παραμέτρους που δίνουν κάθε φορά τη προτεινόμενη «λύση» ως μοναδική δυνατότητα. Αυστηρές κατηγοριοποιήσεις που αποκλείουν προτάσεις επόμενης ομάδας αν δεν εξαντληθούν αυτές της προηγούμενης , αδυναμία ουσιαστικού διαλόγου μέσω υπαλλήλων- άνευ αρμοδιοτήτων και συχνά εκπαίδευσης- που απλά διεκπεραιώνουν χωρίς καμία δυνατότητα παρέμβασης προς όφελος της διαδικασίας. Απουσία λύσεων μέσω της Επιτροπής Ενστάσεων . Και περισσότερο, απουσία δομημένης διαπραγμάτευσης στη βάση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων των μερών. Καμιά λύση δεν μπορεί να θεωρηθεί «κατάλληλη» αν δεν συνεκτιμηθούν και , από τις δύο πλευρές, όλες οι παράμετροι που αφορούν τη διαφορά και ιδίως τη δικαστική εξέλιξη της . Απέναντι στις λύσεις των αλγορίθμων συγκριτικά πλεονεκτήματα στη επίλυση τραπεζικών διαφορών εμφανίζει η λύση της Διαμεσολάβησης. Μια λύση, που παρά το γεγονός ότι προέβλεψε ο ΚΔΤ για τις περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ των μερών, δεν υιοθετήθηκε από τις τράπεζες και σαφώς δεν προτάθηκε από αυτές ως εναλλακτική επιλογή . Ούτε όμως και από τους ιδιώτες προτιμήθηκε ,τις περισσότερες φορές από λόγους άγνοιας και άλλοτε από λόγους πραγματικής αδυναμίας χρηματοδότησης μιας αβέβαιης-στο βαθμό που απαιτείται η συναίνεση των τραπεζών σε μια κοινώς αποδεκτή λύση- προσπάθειας .
Κι όμως: Έμπειροι στο ρόλο τους Διαμεσολαβητές και ταυτόχρονα όμοιοι Δικηγόροι ικανοί να δομήσουν υπαρκτά επιχειρήματα και ,ακόμα σημαντικότερο, ν’ αποδομήσουν δεδομένα που δεν θα άντεχαν σε μια ενδεχόμενη δικαστική κρίση είναι το καλύτερο περιβάλλον για να οδηγηθούν τα μέρη σε μια πραγματικά κατάλληλη συμφωνία. Κι αυτό αφορά όλους ,τόσο τους ιδιώτες όσο και τις επιχειρήσεις-οφειλέτες. Όσο μάλιστα πιο σύνθετο είναι το ιστορικό της χρέωσης τόσο σημαντικότερη είναι η συμβολή της Διαμεσολάβησης στην εύρεση λύσης .Και τούτο διότι ,αντίθετα με τη συνήθη απευθείας εξωδικαστική αντιπαράθεση τράπεζας –οφειλέτη , η δυνατότητα ύπαρξης του Διαμεσολαβητή ,του τρίτου προσώπου που δεν εκπροσωπεί ούτε την τράπεζα ούτε τον οφειλέτη , ταυτόχρονα με την οργανωμένη παράσταση των νομικών παραστατών των μερών εκτός Δικαστηρίου , αναδεικνύει στα μέρη όλες τις πτυχές και τα ενδεχόμενα της διαφοράς δίδοντας τους με τον τρόπο αυτό καθαρά όλα τα δεδομένα και ταυτόχρονα τη δυνατότητα να οδηγηθούν σε μια κοινώς αποδεκτή λύση –Αυτή θα είναι πράγματι και η «κατάλληλη» λύση. Όχι μια ευκταία, όχι μια θεωρητική, όχι μια τυποποιημένη αλλά μια ρεαλιστικά κατάλληλη λύση με βάση όλα τα δεδομένα της διαφοράς.
Ίσως ήρθε πια η ώρα να εφαρμοστεί η τραπεζική Διαμεσολάβηση.
Μαρούσα Πρωτοπαπαδάκη
Δικηγόρος -Διαμεσολαβήτρια