Το σχέδιο του νέου ΚΠολΔ συνάντησε από την πρώτη στιγμή πολλές αντιδράσεις. Καθώς οδεύει προς ψήφιση οι αντιδράσεις γίνονται ακόμα περισσότερες.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η κατάφορα εσφαλμένη κατάργηση της εμμάρτυρης απόδειξης και η εκτός κάθε λογικής αντικατάσταση της με το «επισφαλέστατο» -κατά την ίδια τη νομολογία του ΑΠ αλλά και την κοινή πείρα όλων των εμπλεκομένων – αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαίωσης ,ούτε μόνο η παντελώς άστοχη και χρονικά μεθοδευμένη εφ’ εξής δυνατότητα ταυτόχρονης επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων η οποία μετά βεβαιότητας θα δημιουργήσει δεκάδες δικονομικά και διαδικαστικά προβλήματα και φυσικά θα οδηγήσει σε πλειστηριασμό τις ιδιοκτησίες χιλιάδων πολιτών ,σε λιγότερο από ένα χρόνο όπως ευελπιστεί η συντακτική επιτροπή κατά την αιτιολογική έκθεση του Κώδικα.
Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο. Είναι η θλιβερή και επικίνδυνη διαπίστωση της εσφαλμένης ιεράρχησης προτεραιοτήτων που αποτελεί οπωσδήποτε ευθύνη των νομοθετούντων . Και τούτο διότι η δικαιοσύνη κατ’ αρχήν και εγγενώς είναι (παρά τα δεκάδες προβλήματα της )και πρέπει να είναι ένας ποιοτικός θεσμός και όχι ένας μηχανισμός προς την εξυπηρέτηση δημοσιονομικών αναγκών και συμφερόντων ειδικών ομάδων όπως σταδιακά επιχειρείται να καταστεί. Αυτό που πρωτίστως έχει πάντα σημασία είναι η ορθότητα των αποφάσεων, χωρίς να υποτιμάται η αξία της ταχύτητας εκδόσεως τους ,σε εκείνο όμως το βαθμό που η καθυστέρηση να μην αλλοιώνει την αξία του περιεχομένου τους .Ποτέ και καμιά επιτάχυνση δε μπορεί να νομιμοποιήσει την απώλεια θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
Παρά το γεγονός ότι η τροποποίηση ενός κώδικα όπως αυτού της Πολιτικής Δικονομίας σε τόσα βασικά σημεία δε δύναται να επιχειρείται με τον συγκεκριμένο τρόπο αλλά θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο πολύμηνης επεξεργασίας από εξειδικευμένες επιτροπές με αποκλειστικό σκοπό το συγκεκριμένο έργο, εν τούτοις στη διάρκεια της συντομότατης διαβούλευσης του σχετικού νομοσχεδίου ,το σύνολο των εμπλεκομένων φορέων όχι μόνο αντιτάχθηκε απολύτως τεκμηριωμένα και αιτιολογημένα στις επιχειρούμενες τροποποιήσεις αλλά πολύ περισσότερο : αναφορικά με τις προτεινόμενες διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων επεσήμανε τα προφανή δικονομικά προβλήματα των προτεινόμενων τροποποιήσεων , την δεδομένη αναποτελεσματικότητα τους ,τον κίνδυνο έκδοσης εσφαλμένων αποφάσεων , υπέδειξε ποιές από τις ήδη λειτουργούσες διαδικασίες αποτελούν επιτυχή παραδείγματα προς αντιγραφή , αντιπρότεινε συγκεκριμένες λύσεις προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης έτσι όπως αυτές βεβαίως αρμόζουν στο χώρο της Δικαιοσύνης . Όσον αφορά ,δε, τις προτεινόμενες αλλαγές στο κεφάλαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης επεσήμανε και αντέκρουσε τον προφανή σχεδιασμό υπέρ των συμφερόντων των πιστωτικών ιδρυμάτων ,προτείνοντας ταυτόχρονα μέσα και τρόπους ισότιμης αντιμετώπισης δανειστών και οφειλετών ώστε να μην απολαμβάνουν προνόμια όσοι από τους τελευταίους τυγχάνουν κακόπιστοι.
Και ενώ η παραπάνω αντίδραση υπήρξε και εξακολουθεί να είναι τόσο έντονη και συλλογική , εν τούτοις το σχέδιο επίκειται να ψηφιστεί χωρίς καμιά διαφοροποίηση στις ουσιαστικές διατάξεις του ,χωρίς καμιά αλλαγή σ ’ αυτές τις τροποποιήσεις που συνάντησαν την μεγαλύτερη αντίδραση. Έτσι απλά και ταυτόχρονα έτσι προκλητικά .
-Η απλή και αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα ότι στα Δικαστήρια πρέπει να απονέμεται δικαιοσύνη ,ότι στα Δικαστήρια πραγματώνεται η ιδέα του δικαίου στις ατομικές περιπτώσεις-όπως εύστοχα επεσήμανε η Πρωτοδίκης Θεσσαλονίκης κα Λυμπεριάδου στην για το σκοπό αυτό συγκληθείσα Κοινή Ολομέλεια του Εφετείου και του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης για τον νομοσχέδιο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δεν είναι τελικά και η πρώτη προτεραιότητα των νομοθετούντων.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα και αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει ποτέ να είναι αποδεκτό.
Μαρούσα Πρωτοπαπαδάκη