Μεταξύ των μέσων είσπραξης των απαιτήσεων των τραπεζών περιλαμβάνεται και η συνήθης πλέον πρακτική του μονομερούς συμψηφισμού του καταλοίπου του λογαριασμού με ισόποση απαίτηση της τράπεζας .Ο μονομερής συμψηφισμός προβλέπεται από τον Αστικό Κώδικα και συγκεκριμένα τα άρθρα 440-441 με τα οποία ορίζεται ότι ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων , όσο καλύπτονται , αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες. Επέρχεται, δε, αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο οπότε η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν.
Με βάση τα παραπάνω προβλεπόμενα , οι τράπεζες περιλαμβάνουν σταθερά στις συμβάσεις δανείων που υπογράφονται , όρο με τον οποίο συμφωνείται η δυνατότητα αποσβέσεων απαιτήσεων της μέσω συμψηφισμού ολοκλήρου του καταλοίπου λογαριασμού του οφειλέτη και του εγγυητή σε περίπτωση ληξιπρόθεσμων οφειλών , οπότε τότε η τράπεζα παραδεκτά προβαίνει στον συμψηφισμό ολοκλήρου του καταλοίπου με ισόποση δική της απαίτηση.
Εξαίρεση-φρένο στις απαιτήσεις που μπορούν να συμψηφιστούν θέτει το άρθρο 451 του Αστικού Κώδικα σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαίτησης . Ακατάσχετες δε απαιτήσεις, κατά το άρθρο 982&2δΚΠολΔ , είναι και οι απαιτήσεις μισθών και συντάξεων. Το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο όμως προστατεύει αποκλειστικά και μόνο αυτό ακριβώς που ορίζει το άρθρο: το μισθό ή τη σύνταξη και όχι τυχόν υπόλοιπο λογαριασμού που σωρεύτηκε στο λογαριασμό λόγω μη αναλήψεως μέρους προηγούμενων συντάξεων ή μισθών. Το μέρος ή και το σύνολο αποταμιευμένων μισθών ή συντάξεων ,ακόμα και αν αποδεικνύεται ότι προέρχεται πράγματι από αυτήν την αιτία, δεν προστατεύεται. Έτσι ουσιαστικά, δεν μπορεί να κατασχεθεί ,και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μονομερούς συμψηφισμού εκ μέρους της τράπεζας, υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού μισθωτού ή συνταξιούχου μέχρι το ύψος του ενός μισθού ή της μιας σύνταξης.
Πέραν αυτού του ύψους είναι επιτρεπτή και η κατάσχεση του μισθού και η κατάσχεση της σύνταξης ,συνεπώς και ο μονομερής συμψηφισμός εκ μέρους της τράπεζας. Και αυτό διότι ο νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει όχι την αποταμίευση αλλά μόνο το μισθό και τη σύνταξη που εξασφαλίζουν την επιβίωση των δικαιούχων τους .Τυχόν όρος τραπεζικής σύμβασης που να επιτρέπει την κατάσχεση ή τον συμψηφισμό χωρίς τον παραπάνω περιορισμό είναι άκυρος .
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπ’ αρ Ζ2-ΟΙκ-15948 /2011 Απόφαση της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή Δ/νση Προστασίας Καταναλωτή (Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΝοΒ 2012/636 )με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο 100.000€ σε Τράπεζα η οποία με άκυρο σχετικό όρο των συμβάσεων της παραβίαζε την ακατάσχετη κατάθεση του λογαριασμού μισθοδοσίας .
Σε συνέχεια των παραπάνω και προφανώς λόγω της ιδιαίτερης έκτασης που έλαβε η συγκεκριμένη πρακτική το άρθρο 20 του ν. 4161/2013 όρισε τα ακόλουθα :Απαιτήσεις από καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500)ευρώ και των δύο χιλιάδων (2.000)ευρώ σε περίπτωση κοινού λογαριασμού . Από το προηγούμενο εδάφιο εξαιρείται ως δανειστής το Δημόσιο ,για το οποίο ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν.δ. 356/1974(Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων ).Με δήλωση του καταθέτη προς ένα εκ των πιστωτικών ιδρυμάτων προσδιορίζεται ο λογαριασμός για τον οποίο θα ισχύει το ακατάσχετο. Καταθέσεις που αφορούν σε μισθούς ή συντάξεις ή ασφαλιστικές παροχές προσδιορίζονται υποχρεωτικά ως τέτοιες και κατά το υπερβάλλον του ποσού του ανωτέρω εδαφίου α΄καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του άρθρου 982 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Μαρούσα Πρωτοπαπαδάκη -Δικηγόρος