Eπί αιτήσεως απονομής μειωμένης σύνταξης γήρατος, υποβληθείσας από την πελάτισσα το 2008, εκδόθηκε απόφαση το 2010 με την οποία της απονεμήθηκε η σχετική σύνταξη .Με βάση την παραπάνω απόφαση ελάμβανε η ασφαλισμένη τη σύνταξη της μέχρι και τα τέλη του 2018 όταν και ειδοποιήθηκε από τον ασφαλιστικό φορέα ,μέσω αντίστοιχης απόφασης, ότι η σύνταξη της επανυπολογίστηκε σύμφωνα με Εγκύκλιο που εκδόθηκε μεταγενέστερα του χρόνου έκδοσης της αρχικής απόφασης της (!) .Λόγω δε του επανυπολογισμού όχι μόνο το ποσό αυτής μειώθηκε στο ποσό των 150€ , αλλά επιπλέον παραγγέλθηκε και ο συμψηφισμός κάθε καταβληθέντος ποσού σύνταξης από το χρόνο έκδοσης της Εγκυκλίου (!) και μετά ενώ τα επιπλέον αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά παραγγέλθηκε να καταλογιστούν σε βάρος της και να παρακρατηθούν άτοκα είτε εφ’απαξ είτε με παρακράτηση από τη μηνιαία σύνταξη αυτής. Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ,ωστόσο, με την με αρ 2434/2021 απόφαση που εξέδωσε επί της προσφυγής της ασφαλισμένης ορθώς έκρινε ότι από την έκδοση της απόφασης απονομής της μειωμένης σύνταξης γήρατος στην ασφαλισμένη μέχρι τη μερική, ως προς το ύψος του καταβλητέου ποσού συντάξεως, ανάκλησή της ,λόγω εσφαλμένης ερμηνείας της σχετικής διάταξης , μεσολάβησε χρονικό διάστημα οκτώ (8) και πλέον ετών, το οποίο υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο, χωρίς η κρίσιμη ανάκληση να οφείλεται σε κάποια δόλια ενέργεια της ασφαλισμένη
Εξάλλου, το ταμειακό απλώς συμφέρον του διάδικου φορέα κοινωνικής ασφάλισης δεν συνιστά λόγο δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε, κατ’ εξαίρεση, την ανάκληση της επίμαχης διοικητικής πράξης μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου.
Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάκληση της αρχικής συνταξιοδοτικής πράξης κατά το μέρος που αφορά στο ύψος της καταβλητέας σύνταξης, είναι μη νόμιμη και, επομένως, με την προσβαλλόμενη απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής εσφαλμένως απορρίφθηκε η ένσταση της ασφαλισμένης .
Μ.Πρωτοπαπαδάκη-Δικηγόρος -Διαμεσολαβήτρια.