ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθ. αποφ. 487, 504/2014
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
Του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς
(Κακουργημάτων)
Συνεδρίαση της 2ας Οκτωβρίου 2014 από την διακοπείσα συνεδρίαση
της 26ης Σεπτεμβρίου 2014
.........................παραλείπονται τα στοιχεία
ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
[...]
Στο σημείο αυτό ο συνήγορος υπεράσπισης της 2ας κατηγορουμένης, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, προέβαλε τους κατωτέρω ισχυρισμούς, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικά:
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ (ΚΠοινΔ 141 παρ. 2)
Στο σημείο αυτό, ο συνήγορος υπερασπίσεως της κατηγορουμένης ........., αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξε προφορικώς και κατέθεσε εγγράφως, προς καταχώρηση στα πρακτικά, τα εξής:
Α!
1. - Αρνούμαι την κατηγορία της φοροδιαφυγής, με τη μη απόδοση ΦΠΑ που υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, η οποία, άλλωστε, δεν συγκροτείται, νομικώς και δεν αποδείχθηκε, ουσιαστικώς.
Β!
2. - Το αδίκημα δεν συγκροτείται νομικώς, διότι:
I!
3. - Στην επίδικη περίπτωση, κατηγορούμαι για το αδίκημα της μη απόδοσης ΦΠΑ, που υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και, ειδικότερα, επί λέξει, ότι:
"...Στη Γλυφάδα Αττικής ως νόμιμη εκπρόσωπος, από 25.01.2002 έως 30.11.2002 της εταιρίας με την επωνυμία «..........», έχουσας θεωρήσει βιβλία Γ! κατηγορίας, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του, δεν απέδωσε στο Ελληνικό Δημόσιο ΦΠΑ υπερβαίνοντα σε ετήσια βάση τα 75.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, δεν απέδωσε στο Ελληνικό Δημόσιο τον ΦΠΑ, που ανέρχεται... για τη διαχειριστική περίοδο από 01.01.2002-31-12.2002 στο ποσό των 109.438,4 ευρώ...
IΙ!
4. - Ο προσδιορισμός του οφειλομένου ΦΠΑ, συνολικού ύψους 109.438,4 ευρώ, όμως, όπως αναφέρεται α) στην από 31.08.11 Μηνυτήρια Αναφορά του Προϊσταμένου του ΔΕΚ Αθηνών, β) στην από 04.04.11 Εκθεση Ελέγχου ΦΠΑ του υπαλλήλου του ΔΕΚ Αθηνών ............ και γ) στην υπ' αριθμ. 11/11 Πράξη Προσδιορισμού, δεν αποτελεί ΦΠΑ, κατά την έννοια του Ν. 2523/97 και τούτο διότι:
5. - Η φύση του συγκεκριμένου φόρου, ως φόρου επί των πραγματικών πωλήσεων του φορολογουμένου, επιβάλλει να αντιμετωπισθεί ως ακολούθως το θέμα της μη εκπληρώσεως των σχετικών υποχρεώσεων του φορολογουμένου.
5.1. - Αν μεν επακολουθήσει πραγματικός φορολογικός έλεγχος του φορολογουμένου από την αρμοδία Φορολογική Αρχή και διαπιστωθεί η ύπαρξη πωλήσεων και, παρά ταύτα, η μη απόδοση του αντιστοίχου ΦΠΑ, τότε, όντως υπόκειται φοροδιαφυγή, υπό την ειδικότερη μορφή της μη αποδόσεως ΦΠΑ.
5.2. - Οταν, όμως, αντιθέτως, ο καταλογισμός του ποσού του οφειλομένου ΦΠΑ χωρήσει με βάση διοικητικό-φορολογικό "αντικειμενικό" προσδιορισμό του, που, κατά κανόνα, γίνεται εκ των υστέρων και, μάλιστα, σε χρόνο αρκούντως απομακρυσμένο, τότε υπόκειται, ουσιαστικώς, πλασματικός υπολογισμός μη αποδοθέντος ποσού ΦΠΑ, ώστε, στην περίπτωση αυτή, δεν συγκροτείται το έγκλημα της φοροδιαφυγής δια της μη καταβολής ΦΠΑ.-
5.3. - Πραγματικά, στην περίπτωση αυτή, ο φόρος αυτός, η απόδοση του οποίου συνιστά ποινικό αδίκημα, είναι εκείνος που προκύπτει από τις πραγματικές πωλήσεις του επιτηδευματία και όχι εκείνος που προσδιορίζεται θεωρητικώς (εξωλογιστικώς). Αλλωστε ο τελευταίος δεν αποτελεί, στην κυριολεξία, ΦΠΑ, αλλά, στην πραγματικότητα, οικονομική κύρωση, που επιβάλουν τα αρμόδια φορολογικά όργανα.-
5.4. - Επ’ αυτού αξίζει να επισημανθούν οι ακόλουθες αποφάσεις του Αρείου Πάγου και των Εφετείων ουσίας, που απηχούν και την ορθή αντιμετώπιση του ζητήματος. Συγκεκριμένως:
5.4.1.- Η πρώτη, εκδοθείσα επί του θέματος, ΤριμΕφΚακΙωαν 254/10 (αδημοσίευτη - βλ., ειδικότερα, σελ. 7, τελευταίες τέσσερις σειρές και σελ. 8, σειρά πρώτη έως σειρά δέκατη) δέχεται τα εξής κατά λέξη:
"... Ο κατηγορούμενος λειτουργούσε πρατήριο υγρών καυσίμων και πώλησης καυσίμων στα Ιωάννινα (............). Στα πλαίσια της δραστηριότητάς του αυτής, εισέπραττε για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου και στη συνέχεια του απέδιδε το ΦΠΑ, με τον οποίο επιβαρύνονταν τα παραπάνω προϊόντα που πωλούσε, καταθέτοντάς τον στην αρμόδια ΔΟΥ. Ο φόρος αυτός, ο οποίος, σύμφωνα με τη νομοθεσία, υπολογίζεται στις πωλήσεις, όπως αυτές προκύπτουν από τα τιμολόγια πώλησης, για κανένα από τα τρίμηνα του έτους 1997, για τα οποία, τον κατέβαλε, οποίος και για τα προηγούμενα χρόνια, δεν υπερέβη το ποσό των 600 ευρώ. Ο κατηγορούμενος δεν υπέβαλε στην αρμόδια ΔΟΥ καταστάσεις ΦΠΑ και, συνεπώς, δεν απέδωσε το φόρο αυτό για το τελευταίο τρίμηνο του έτους 1997, καθώς επίσης και για όλο το έτος 1998. Λόγω της παράλειψης του να υποβάλει τις παραπάνω καταστάσεις, διενεργήθηκε έλεγχος στο κατάστημά του από τα αρμόδια φορολογικά όργανα. Κατά τον έλεγχο αυτό, δεν βρέθηκαν τιμολόγια πώλησης για το παραπάνω χρονικό διάστημα, ούτε άλλα παραστατικά στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις του χρονικού αυτού διαστήματος, με συνέπεια να μην καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός του, πράγματι, βάσει των πωλήσεων αυτών, οφειλόμενου ΦΠΑ. Για το έτος 1998 βρέθηκαν τιμολόγια πωλήσεων, τα οποία, όμως, κρίθηκαν από τα φορολογικά όργανα εικονικά, ότι δηλαδή οι πωλήσεις στις οποίες αναφέρονται δεν είναι πραγματικές. Βάσει των τιμολογίων αυτών και των πωλήσεων που προέκυπταν από αυτά, ο ΦΠΑ που όφειλε ο κατηγορούμενος για ολόκληρο το έτος 1998 ανερχόταν σε 4.500 ευρώ. Αν ο κατηγορούμενος είχε εκδώσει για το έτος αυτό τιμολόγια βάσει των πραγματικών πωλήσεών του, θα όφειλε ΦΠΑ 2.400 ευρώ, αφού αυτός για κάθε τρίμηνο, ενόψει του είδους της δραστηριότητας που ασκούσε, του τόπου άσκησής της και του κύκλου εργασιών του, δεν θα υπερέβαινε, όπως άλλωστε και για το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν, το ποσό των 600 ευρώ το τρίμηνο. Ο ΦΠΑ δηλαδή που όφειλε ο κατηγορούμενος βάσει των εικονικών τιμολογίων, ήταν μεγαλύτερος εκείνου που θα όφειλε βάσει των πραγματικών πωλήσεων του. Επειδή τα ελεγκτικά φορολογικά όργανα δεν βρήκαν τα παραπάνω στοιχεία, προχώρησαν σε θεωρητικό, βάσει των σχετικών διατάξεων, υπολογισμό του ΦΠΑ του τελευταίου τριμήνου του έτους 1997 και τον έτους 1998 και, βάσει των θεωρητικών αυτών υπολογισμών, καταλόγισαν στον κατηγορούμενο, ότι οφείλει για ΦΠΑ του τελευταίου τριμήνου του έτους 1997 το ποσό των 219.928,09 ευρώ και για το έτος 1998 το ποσό των 93.235,51 ευρώ. Στη συνέχεια, ασκήθηκε η προκείμενη εναντίον αυτού ποινική δίωξη, λόγω μη απόδοσης του παραπάνω ΦΠΑ καθενός των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων. Βέβαια, για να οφείλονται τα ποσά αυτά ως πραγματικός ΦΠΑ, θα πρέπει οι εισπράξεις του κατηγορούμενου από την παραπάνω δραστηριότητά του να υπερέβαιναν το 1000000 ευρώ το τρίμηνο, πράγμα αδύνατο στη συγκεκριμένη τουλάχιστον περίπτωση. Η κρίση για το ότι αποδείχτηκαν τα πραγματικά αυτά περιστατικά στηρίζεται σ όλα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα - και πρωτίστως,- στην κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρα κατηγορίας, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι ο μάρτυρας αυτός είναι εφοριακός υπάλληλος, ο οποίος πιστοποιεί όλα τα ανωτέρω και, συγκεκριμένα, τόσο τον παραπάνω τρόπο υπολογισμού τον ΦΠΑ, για τη μη απόδοση του οποίου κατηγορείται ο κατηγορούμενος, όσο και το γεγονός ότι ο ΦΠΑ που θα κατέβαλε ο κατηγορούμενος για κάθε τρίμηνο των παραπάνω χρονικών διαστημάτων, δεν θα υπερέβαινε το ποσό των 600 ευρώ. Σύμφωνα μ' αυτά, τα παραπάνω ποσά για τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, δεν αποτελούν ΦΠΑ κατά την έννοια τον νόμου 2523/1997, με τον οποίο παραπέμπεται. Και τούτο, διότι, κατά την αληθινή έννοια του νόμου αυτού, ΦΠΑ, η μη απόδοση τον οποίου συνιστά ποινικό αδίκημα, είναι εκείνος που προκύπτει από τις πραγματικές πωλήσεις του επιτηδευματία, όπως, άλλωστε, η έννοια αυτού προσδιορίστηκε παραπάνω και όχι και εκείνος που υπολογίζεται θεωρητικά. Άλλωστε, ο τελευταίος δεν αποτελεί ΦΠΑ, αλλά, στην πραγματικότητα, οικονομική κύρωση που επιβάλλουν τα αρμόδια φορολογικά όργανα, επειδή ο επιτηδευματίας δεν κατέθεσε τις καταστάσεις για ο ΦΠΑ και δεν διατήρησε τα παραστατικά των πωλήσεών του. Η φύση αυτή των παραπάνω ποσών προκύπτει και από τις 1026/06, 1027/06 και 1028/06 πράξεις της φορολογικής αρχής, με τις οποίες χαρακτηρίζονται ως ειδικά πρόστιμα τα παραπάνω ποσά που καταλόγισε στον κατηγορούμενο. Αν, όμως, ο νομοθέτης ήθελε, οι ανωτέρω οικονομικές κυρώσεις να είναι αξιόποινες, θα το όριζε, κάτι, όμως, το οποίο δεν έχει πράξει...".
5.4.2.- Η ΠεντΕφΑθ 43313/11 (αδημοσίευτη - βλ. σελ. 19, τελευταίες δέκα σειρές και σελ. 20, σειρά πρώτη έως σειρά πέμπτη) δέχεται τα εξής κατά λέξη:
"...Ο κατηγορούμενος το 1997 συνέστησε την μονοπρόσωπη ΕΠΕ, με την επωνυμία "............", με αντικείμενο την εμπορία κρεάτων. Εδρα, της εταιρίας ορίστηκε επί της οδού ............ αρ. ... στην Αθήνα, το κατάστημα εμπορίας κρεάτων επί της οδού ............ αρ. ..., ενώ η κατοικία του, ως φυσικού προσώπου, σύμφωνα με τις φορολογικές του δηλώσεις, ήταν επί της οδού ............ αρ. .... Τέλος, με το καταστατικό, εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας, ορίστηκε ο κατηγορούμενος. Με την ιδιότητά του αυτή ο κατηγορούμενος, αν και ήταν υποχρεωμένος, το χρονικό διάστημα από το έτος 1999 μέχρι και το 2002, κατελήφθη να μην έχει υποβάλλει στην αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, αφενός δηλώσεις, εντός των νομίμων προθεσμιών, που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις για την απόδοση στο Δημόσιο τον φόρου εισοδήματος, αν και το προς απόδοση ποσό ήταν ανώτερο των 15.000 ευρώ, αφετέρου δε, δεν είχε υποβάλλει εκκαθαριστική δήλωση φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), μέχρι τις 10-5-2001, για τη διαχειριστική περίοδο του έτους 2000, αν και το προς απόδοση ποσό σε ετήσια βάση, ήταν ανώτερο των 2900 ευρώ. Με την αρ. 2906/30/11/2005 εντολή τον Προϊσταμένου της ΠΕΚ (ελεγκτική υπηρεσία του πιο πάνω Υπουργείου) ο υπάλληλος αυτής ............, προέβη στις αρχές
Δεκεμβρίου 2005, σε τακτικό φορολογικό έλεγχο της εν λόγω εταιρείας. Για να διενεργηθούν οι προβλεπόμενες από το νόμο ελεγκτικές επαληθεύσεις, οι αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες συνέταξαν προσκλήσεις και δια των αρμοδίων οργάνων τους, επέδωσαν αυτές, νομοτύπως, στις διευθύνσεις που προαναφέρθηκαν, τις οποίες είχε δηλώσει ο κατηγορούμενος για κατοικία του ως φυσικό πρόσωπο, καθώς και της υπ' αυτού εκπροσωπούμενης εταιρείας, με τις οποίες καλούσαν τον κατηγορούμενο να προσκομίσει τα βιβλία της εταιρείας του και τα άλλα φορολογικά στοιχεία αυτής, χωρίς όμως ο τελευταίος να ανταποκριθεί σε αυτές, μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Μετά την πάροδο της προθεσμίας, με εξωλογιστικό υπολογισμό, που προβλέπει ο νόμος (άρθρο 32 τον νόμου 2238/1994) ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν τον επιδείχθησαν τα προβλεπόμενα από το νόμο βιβλία Γ' κατηγορίας, που έπρεπε να τηρούνται από τον κατηγορούμενο, ούτε άλλα νομότυπα φορολογικά στοιχεία, ο ελεγκτής καθόρισε τα καθαρά κέρδη και με βάση αυτά τους οφειλόμενους φόρους, ενώ διαπίστωσε, με βάση τον εξωλογιστικό υπολογισμό, ότι οι εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ, για τις διαχειριστικές περιόδους 1998 και 1999, που είχε υποβάλλει ο κατηγορούμενος το επόμενο έτος της λήξης κάθε διαχειριστικής περιόδου, ήταν ανακριβείς. Συνέταξε δε, τις από 23-12-2005 εκθέσεις του για: 1) τον τακτικό έλεγχο ΦΜΥ, 2) τον τακτικό έλεγχο εισοδήματος και 3) τον τακτικό έλεγχο ΦΠΑ. Με βάση τους υπολογισμούς αυτούς: α) οι φόροι που δεν αποδόθηκαν ανέρχονταν:... Να σημειωθεί, όπως και ο μάρτυρας ελεγκτής κατέθεσε, δεν βρέθηκαν ούτε του επιδείχθηκαν τιμολόγια που να ανταποκρίνονται σε πραγματικές συναλλαγές της εταιρείας τον κατηγορουμένου, ενώ κάποια από αυτά που ανεβρέθηκαν ήταν εικονικά και δεν λήφθηκαν κατά νόμο υπόψη και ο ΦΠΑ, όπως δέχεται και ο μάρτυρας υπολογίστηκε εξωλογιστικά... Πρέπει όμως να κηρυχθεί αθώος της μη καταβολής του ΦΠΑ, για το χρονικό διάστημα από 1-10-1998 έως 31- 12-1999, καθόσον ο φόρος αυτός, η απόδοση τον οποίου συνιστά ποινικό αδίκημα, είναι εκείνος που προκύπτει από τις πραγματικές πωλήσεις τον επιτηδευματία και όχι εκείνος που προσδιορίζεται θεωρητικά (εξωλογιστικά), άλλωστε ο τελευταίος δεν αποτελεί ΦΠΑ, αλλά στην πραγματικότητα, οικονομική κύρωση που επιβάλλουν τα αρμόδια φορολογικά όργανα. Σε κάθε περίπτωση δεν αποδίδεται στον κατηγορούμενο, για το χρονικό διάστημα 1998-1999, η παράλειψη υποβολής δηλώσεων ΦΠΑ, όπως για το διάστημα, του έτους 2000, αλλά ότι οι υποβληθείσες ήταν ανακριβείς, άποψη στην οποία κατέληξε το ελεγκτικό όργανο, διότι ο κατηγορούμενος δεν επέδειξε τα παραστατικά των πωλήσεων του, με αποτέλεσμα και από την άποψη αυτήν να μην αποδεικνύεται το μέγεθος του παρακρατηθέντος και μη αποδοθέντος ποσού και συνακόλουθα η τέλεση του συγκεκριμένου αδικήματος...".-
5.4.3. - Τέλος, η ΑΠ 1398/09 (σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ως προς το, ενδιαφέρον εν προκειμένω, νομικό ζήτημα, δέχθηκε (βλ. σελίδα 3) τα εξής κατά λέξη:
"... Ουδεμία αντίφαση συνάγεται από την παραδοχή στο αιτιολογικό ότι ο κατηγορούμενος είχε πολύ μεγάλη οικονομική δυσκολία, να ανταπεξέλθει στις οικονομικές του υποχρεώσεις και την παραδοχή στο διατακτικό ότι δεν απέδωσε τον ΦΠΑ από δόλο, αφού η οικονομική αδυναμία και δυσχέρεια δεν αναιρεί την ύπαρξη δόλου, καθόσον, από τα ίδια τα εμπορικά βιβλία του κατηγορουμένου που ελέγχθηκαν, προκύπτει ότι ο ΦΠΑ εισπράχθηκε από τους πελάτες αγοραστές των προϊόντων της επιχειρήσεώς του και απλώς δεν αποδόθηκε στο Δημόσιο, καλύπτοντας προφανώς άλλες ανάγκες...".-
6. - Στην ανωτέρω επιχειρηματολογία πρέπει να προστεθούν και τα εξής, που συνδέονται με τη φύση του συγκεκριμένου εγκλήματος και τα στοιχεία, που, κατά τη σχετική διάταξη, συγκροτούν την αντικειμενική υπόστασή της:
6.1. - Οπως προαναφέρθηκε, ο ΦΠΑ είναι φόρος επί των πραγματικών πωλήσεων και όχι κύρωση.-
6.2. - Τούτο σημαίνει ότι η υποχρέωση αποδόσεως αφορά πράγματι εισπραχθέντα ΦΠΑ.-
Γ!
7. - Από ουσιαστικής πλευράς, τώρα: Αποδείχθηκε ότι ουδεμία πράξη φοροδιαφυγής διέπραξα.
Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι εγώ, ως νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρείας από 25.01.02 έως 29.11.02, κατέθεσα όλες τις μηνιαίες περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ, καταβάλλοντας τον αναλογούντα φόρο.-
Δ!
8. - Με βάση όλα τα ανωτέρω, θα πρέπει να αθωωθώ κατά πεποίθηση, διαφορετικά λόγω αμφιβολιών, ερμηνευτέων πάντοτε και για κάθε ζήτημα (ουσιαστικό και νομικό) υπέρ εμού, του κατηγορουμένου, σύμφωνα με την αρχή in dubio pro reo και pro mitiore.-
Πειραιάς, 26.09.2014
Ο συνήγορος υπεράσπισης
[...]
Παραλείπεται ο κατάλογος αναγνωστέων εγγράφων
[...]
Παραλείπονται οι καταθέσεις μαρτύρων
[...]
Παραλείπονται οι απολογίες των κατηγορουμένων
Κατόπιν η Πρόεδρος κήρυξε περατωμένη τη συζήτηση.
Η Πρόεδρος, παρουσία και της Γραμματέως, κατήρτισε και δημοσίευσε, σε δημόσια συνεδρίαση, την απόφασή του Δικαστηρίου, με αριθμό 504/2014 η οποία είναι η εξής:
Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και οι οποίοι αναφέρονται στα πρακτικά, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν καιαναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των παρόντων 2ης και 3ου κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι:
Η εταιρεία "............" συστάθηκε με το υπ' αρ. ......./11-6-1998 συμβόλαιο της Συμβ/φου Αθηνών ............, με το οποίο καταρτίστηκε το Καταστατικό της, που εγκρίθηκε νόμιμα και δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 4419/22-6-1998. Ο πρώτος κατηγορούμενος ορίστηκε Πρόεδρος Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας με πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης και του Δ.Σ. αυτής, τα οποία δημοσιεύθηκαν νόμιμα (βλ. Φ.Ε.Κ. 5277/3-7-1998 και 1566/28-2-2002), μέχρι τις 25-1-2002. Με τα από 25-1-2002 Πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης και του Δ.Σ. της εταιρείας που δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ 1566/28-2-2002, Πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνουσα Σύμβουλος ορίστηκε η δεύτερη κατηγορουμένη, παρέμεινε δε με τις ιδιότητες αυτές μέχρι τις 30-11-2002. Στη συνέχεια, με το από 30-11-2002 Πρακτικό της Γ.Σ. και το από 1-12-2002 πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρείας, που δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ 4378/3-6-2003), Πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος ορίστηκε ο τρίτος κατηγορούμενος. Η ως άνω εταιρεία στεγαζόταν σε μισθωμένο ακίνητο στη Γλυφάδα, επί των οδών ............ και ............, εγκατέλειψε δε αυτό από το έτος 2004 και από τότε δεν αποδεικνύεται άλλη εγκατάσταση αυτής, σύμφωνα με την από 4-4-2004 έκθεση ελέγχου του Δ.Ε.Κ. Αθηνών του Υπουργείου Οικονομικών. Η αρμόδια Δ/νση της Νομαρχίας Αθηνών με την 14744/1-8-2007 απόφαση ανακάλεσε την έγκριση του Καταστατικού της εταιρείας λόγω μη υποβολής δικαιολογητικών για τις χρήσεις 2002 μέχρι 2005. Το έτος 2011, μετά από εντολή του Προϊσταμένου του Δ.Ε.Κ. Αθηνών, ο υπάλληλος αυτής - ελεγκτής ............ προέβη σε τακτικό φορολογικό έλεγχο της εν λόγω εταιρείας, αναζήτησε δε αρχικά τους υπεύθυνους της εταιρείας, προκειμένου να τεθούν στη διάθεσή του τα βιβλία και στοιχεία αυτής. Αυτοί, όμως δεν ανευρέθηκαν στις διευθύνσεις κατοικίας που είχαν δηλώσει στις αρμόδιες Υπηρεσίες (Νομαρχία, Δ.Ο.Υ. κ.λ.π.), ενώ στη δ/νση της ελεγχόμενης εταιρείας δεν λειτουργούσε η επιχείρηση και το κατάστημα που αυτή εκμεταλλευόταν ήταν κλειστό από πολλά χρόνια. Ετσι η πρόσκληση επίδειξης των βιβλίων και στοιχείων της εταιρείας για τις χρήσεις 2001-2003, η οποία απευθύνθηκε στον τρίτο κατ/νο, τελευταίο Πρόεδρο του Δ.Σ. και Δ/ντα σύμβουλο, επιδόθηκε στο Δήμαρχο Αθηνών, καθόσον ο τρίτος κατηγορούμενος ήταν άγνωστης διαμονής. Μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίστηκε με την πρόσκληση, ο ελεγκτής πρόεβη σε εξωλογιστικό υπολογισμό των ακαθάριστων εσόδων και καθαρών κερδών αυτής, καθώς δεν του επιδείχθηκαν τα λογιστικά και λοιπά βιβλία της εταιρείας. Οπως προκύπτει από την ίδια έκθεση, ορισμένα βιβλία καιστοιχεία της εταιρείας είχαν κατασχεθεί από το ΣΔΟΕ, την 6-3-2003, δεν περιείχαν, όμως, εγγραφές ούτε είχαν εκδοθεί στοιχεία που να αφορούν στις ελεγχόμενες χρήσεις αλλά μόνο προηγούμενες αυτών. Επίσης, δεν βρέθηκαν ούτε επιδείχθηκαν τιμολόγια που να ανταποκρίνοναι σε πραγματικές συναλλαγές της εταιρείας, ενώ, όπως αναφέρεται στην ίδια έκθεση, στη χρήση 2001, καταχώρησε στα βιβλία της πλαστά και εικονικά φορολογικά στοιχεία. Ετσι τα φορολογικά όργανα προχώρησαν σε θεωρητικό υπολογισμό του Φ.Π.Α. και με βάση αυτόν καταλόγισαν στους κατ/νους ότι ο μεν πρώτος οφείλει για Φ.Π.Α., για τη διαχειριστική περίοδο 1-1-2001 μέχρι 31-12-2001, το ποσό των 281.023,97 ευρώ, η δε δεύτερη και ο τρίτος οφείλουν το ίδιο ποσό για την ίδια διαχειριστική περίοδο καθώς και το ποσό των 109.438,4 ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο 1-1-2002 μέχρι 31-12-2002. Ο Φ.Π.Α., όμως, είναι φόρος που προκύπτει από τις πραγματικές πωλήσεις του επιτηδευματία και όχι εκείνος που προσδιορίζεται εξωλογιστικά. Ο τελευταίος δεν αποτελεί Φ.Π.Α. αλλά στην πραγματικότητα οικονομική κύρωση που επιβάλλουν τα αρμόδια φορολογικά όργανα, επειδή ο επιτηδευματίας δεν επέδειξε τα παραστατικά των πωλήσεών του. Σε κάθε περίπτωση δεν αποδεικνύεται με βεβαιότητα το μέγεθος του παρακρατηθέντος και μη αποδοθέντος ποσού Φ.Π.Α. και μάλιστα μετά την πάροδο εννέα (9) ετών από το κρίσιμο ένδικο χρονικό διάστημα, και κατά συνέπεια η τέλεση του συγκεκριμένου αδικήματος, οπότε οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι για μη απόδοση Φ.Π.Α. ανερχόμενου στα παραπάνω ποσά.
Επειδή πρέπει να διαταχθεί η απόδοση της εγγύησης που έχει κατατεθεί για την προσωρινή απόλυση της κατηγορουμένης ............ (άρθρο 303 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει τον, από πληρεξούσιο δικηγόρο εκπροσωπούμενο, κατηγορούμενο ............, που γελαηθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το έτος 1955, κατοικεί στο Ελληνικό Αττικής επί της οδού ............ αρ. ... και είναι ήδη κρατούμενος στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας και με παρόντες τους κατηγορούμενους ............, που γεννήθηκε στα Μέγαρα Αττικής το έτος 1969 και κατοικεί στο Παλαιό Φάληρο Αττικής επί της οδού ............ αρ. ... και ............, που γεννήθηκε στην Αθήνα Αττικής το έτος 1956, κατοικεί στην Καλλιθέα επί της οδού ............ αρ. ... και είναι ήδη κρατούμενος στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων.
Κηρύσσει τους κατηγορούμενους ΑΘΩΟΥΣ του ότι
Α) πρώτος κατηγορούμενος ............:
Στη Γλυφάδα Αττικής, ως νόμιμος εκπρόσωπος από 01.07.1998 έως 24.01.2002 της εδρεύουσας στη Γλυφάδα Αττικής εταιρίας με την επωνυμία «............», έχουσας θεωρήσει βιβλία Γ κατηγορίας, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του δεν απέδωσε στο Ελληνικό Δημόσιο Φ.Π.Α υπερβαίνοντα σε ετήσια βάση τα 75.000 ευρώ. Συγκεκριμένα δεν απέδωσε στο Ελληνικό Δημόσιο τον Φ.Π.Α που ανέρχεται για τη διαχειριστική περίοδο 01.01.2001 έως 31.01.2001 στο ποσό των 281.023,97 ευρώ, όπως προκύπτει από την από 04.04.2011 έκθεση ελέγχου αρμοδίων υπαλλήλων του ΔΕΚ Αθηνών.
Β) Η δεύτερη και τρίτος των κατηγορουμένων ............:
Στους κατωτέρω τόπους και χρόνους τέλεσαν πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος που προβλέπονται και τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας και συγκεκριμένα στη Γλυφάδα Αττικής ως νόμιμος εκπρόσωπος η ............ από 25.01.2002 ως 30.11.2002 και ο ............ από 01.12.2002 ως 01.08.2007 της εταιρίας με την επωνυμία «............», έχουσας θεωρήσει βιβλία Γ’ κατηγορίας, προκειμένου να αποφύγουν την πληρωμή του δεν απέδωσαν στο Ελληνικό Δημόσιο Φ.Π.Α υπερβαίνοντα σε ετήσια βάση τα 75.000 ευρώ. Συγκεκριμένα δεν απέδωσαν στο Ελληνικό Δημόσιο τον Φ.Π.Α. που ανέρχεται α) για τη διαχειριστική περίοδο 01.01.2001 - 31.12.2001 στο ποσό των 281.023,97 ευρώ και β) για τη διαχειριστική περίοδο 01.01.2002 - 31.12.2002 στο ποσό των 109.438,4 ευρώ, όπως προκύπτουν από την από 04.04.2011 έκθεση ελέγχου αρμοδίων υπαλλήλων του ΔΕΚ Αθηνών.
Διατάζει να αποδοθεί στον καταθέτη ............ η χρηματική εγγύηση χιλίων (1000) ΕΥΡΩ που έχει κατατεθεί για την προσωρινή απόλυση της κατηγορουμένης ............ σε εκτέλεση της διάταξης του Ανακριτή Ε' Τμήματος Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό ΑΝΕ/Δ/3/20-1-2014 για την οποία έχει συνταχθεί η έκθεση εγγυοδοσίας του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό 1/23.1.2014 από την οποία προκύπτει ότι κατατέθηκε σ' αυτόν το ισόποσο γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων Αθηνών με αριθμό 685361/23.1.2014.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση αμέσως στο ακροατήριό του.
Πειραιάς 2 Οκτωβρίου 2014
Η Προεδρεύουσα Εφέτης Η Γραμματέας
A ΄Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ