Αριθμός Απόφασης: 17715/2014 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών) ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή Δήμητρα Στεργιούδα, Πρωτόδικη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και από τη Γραμματέα Κωνσταντινιά Κοκολοπούλου. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 17η Σεπτεμβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ……………………, 2) …………………….., 3) …………………….., 4) ……………………………….., 5) …………………………, 6) ……………………….., 7) ……………………………………, 8) ……………………………, 9) ……………………………, 10) ………………………………., 11) …………………., 12) ……………………………….. και 13) …………………………., οι οποίοι παραστάθηκαν οι 1ος, 2ος, 4ος, 5η, 6ος, 8ος, και 12ος διά και οι λοιποί μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Θεοδώρας Θεοδώρου, μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (AM: 6874), που κατέθεσε προτάσεις, με την οποία συμπαραστάθηκε και η ασκούμενη δικηγόρος Ιωάννα – Μαρία Γιαννακάρα. ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………..» και το διακριτικό τίτλο «……………», που εδρεύει στο ………………… της Δημοτικής Ενότητας …………., του Δήμου …………, στο ………… χλμ ……………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ………………………………………………….., οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Γεώργιου Καραγιάννη, μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (AM: 8011), που κατέθεσε προτάσεις. Οι ενάγοντες κατέθεσαν στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την από 03.03.2014 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./20.03.2014 αγωγή τους με αντικείμενο εργατική διαφορά. Η συζήτηση της υπόθεσης προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο (αρ. ………….). Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται, και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στο πλαίσιο της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη από αυτόν παροχή εργασίας (κατ” εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος), δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι ο εργαζόμενος, παρόλο που παύει να παρέχει την εργασία του, δεν καθίσταται ο ίδιος υπερήμερος, αλλά ο εργοδότης του, ο οποίος έχει την υποχρέωση, όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά (ΑΠ 790/2014 Νόμος, ΑΠ 1502/2010 Νόμος, ΑΠ 1153/2009 ΧρΙΔ 2010.729, ΕφΑΘ 5940/2012 ΕλλΔνη 2013.759, ΕφΔωδ 173/2012 Νόμος). Η υπερημερία του εργοδότη παύει είτε με την καταβολή των οφειλομένων ή την εκπλήρωση του ουσιώδους όρου της σύμβασης, είτε ύστερα από συμφωνία με τον εργαζόμενο (ΕφΑΘ 5940/2012 ΕλλΔνη 2013.759, ΕφΑΘ 8264/2005 ΕλλΔνη 2006.565). Το δικαίωμα επίσχεσης ασκείται κατ” αρχήν ατύπως. Για να είναι, όμως, η σχετική περί επίσχεσης εργασίας δήλωση πλήρης και να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματα της, πρέπει να είναι σαφής, αναφορικά με τη βούληση του εργαζομένου να ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης, να συναρτάται ρητά με ληξιπρόθεσμη υποχρέωση του υπερήμερου εργοδότη, στην εκπλήρωση της οποίας αποσκοπεί, και να απορρέει από έγκυρη εργασιακή σύμβαση. Απλή άρνηση εργασίας, χωρίς να συνοδεύεται από την εν λόγω ρητή δήλωση, όχι μόνο δεν επιφέρει τα έννομα αποτελέσματα της επίσχεσης, αλλά, αντιθέτως, είναι δυνατόν να εκληφθεί ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου (ΕφΑΘ 5940/2012 ΕλλΔνη 2013.759, ΕφΑΘ 5882/2007 ΕλλΔνη 2008.261, ΕφΘεσ 1828/2007 Αρμ 2007.1958, ΕφΑΘ 4682/2004 ΕλλΔνη 2006.1694). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 299, 914 και 932 ΑΚ και του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 προκύπτει ότι η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από τη σύμβαση εργασίας αποτελεί ποινικό αδίκημα. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής αυτού (ολικά ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές, ώστε να προκαλείται σε αυτόν ισόποση με τις αποδοχές του ζημία, που να έχει αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον α.ν. 690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη. Επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των οφειλόμενων, από τη σύμβαση και το νόμο, αποδοχών και η παρακράτησή τους από αυτόν, δεν συνιστά αδικοπραξία και, συνεπώς, δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, διότι κι αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία (ΑΠ 1114/2013 ΝοΒ 2013.2708, ΑΠ 1017/2008 ΧρΙΔ 2009.370, ΑΠ 574/2007 Νόμος, ΕφΘεσ 1877/2012 Νόμος, ΕφΑΘ 4910/2009 ΕλλΔνη 2011.551, ΕφΠατρ 353/2009 ΑχαΝομ 2010.479). Έτσι, η παραβίαση των διατάξεων του α.ν. 690/1945 μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του εργαζομένου προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 914, 927 και 298 ΑΚ, μόνο για τη ζημία, που υπέστη από το ως άνω αδίκημα, δηλαδή από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του -η οποία καλύπτεται καταρχήν από τους οφειλόμενους, σε κάθε περίπτωση, τόκους υπερημερίας (άρθρο 346 ΑΚ)- και όχι για την πληρωμή των ίδιων αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση (ΑΠ 1436/2002 Νόμος, ΕφΠατρ 167/2009 ΑχαΝομ 2010.471, ΕφΑΘ 2685/2006 ΔΕΕ 2007.477, ΕφΙωαν 264/2006 ΕΕργΔ 2007.93), εκτός κι αν συντρέχουν κι άλλα περιστατικά που επιφέρουν την ηθική μείωση του εργαζομένου (ΕφΑΘ 767/2005 ΔΕΕ 2005.1329). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914 και 932 ΑΚ, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ο μισθωτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον εργοδότη του χρηματική ικανοποίηση για προσβολή της προσωπικότητάς του, όταν πρόκειται είτε για παράνομη πράξη του τελευταίου, δηλαδή για πράξη, που βρίσκεται έξω από τα όρια του διευθυντικού του δικαιώματος (άρθρο 652 ΑΚ) και είναι αντίθετη προς το νόμο, είτε πρόκειται για καταχρηστική άσκηση του άνω δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, και επιπρόσθετα η πράξη αυτή προσβάλλει την προσωπικότητά του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επαγγελματική αξία και υπόληψή του (ΕφΑΘ 1536/2008 Νόμος, ΕφΑΘ 767/2005 ΔΕΕ 2005.1329, ΕφΑΘ 6259/2003 ΕλλΔνη 2004.870). Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 71 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, τότε ευθύνεται και αυτό εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη όμως αυτής του νομικού προσώπου. Ειδικότερα επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτήν δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρία προσωπικά από αδικοπραξία κατά το 914 ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει, όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, οπότε υφίσταται ευθύνη (ΑΠ 22/2009 Αρμ 2009.1873, ΑΠ 263/2008 Νόμος, ΑΠ 117/2007 Μόμος, ΑΠ 29/2006 ΔΕΕ 2006.503). Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι προσλήφθηκαν από την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, νόμιμοι εκπρόσωποι της οποίας είναι οι λοιποί εναγόμενοι, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατά τις ημερομηνίες που αναφέρουν αναλυτικά στην αγωγή τους, προκειμένου να εργαστούν με τις ειδικότητες που αναφέρονται συγκεκριμένα για τον καθένα, με βάση το νόμιμο καθεστώς εργασίας και αντί συγκεκριμένων μηνιαίων αποδοχών, που συμφωνήθηκαν για τον καθένα. Ότι, αν και προσέφεραν ανελλιπώς και προσηκόντως τις υπηρεσίες τους, από το έτος 2011 η εργοδότρια εταιρία άρχισε να καθυστερεί τις καταβολές των δεδουλευμένων αποδοχών τους, με αποτέλεσμα την 18.02.2013 να προβούν σε δήλωση επίσχεσης της εργασίας τους μέχρι την καταβολή των ληξιπρόθεσμων ήδη αποδοχών τους των επτά τελευταίων μηνών. Ότι έκτοτε η εναγόμενη εταιρία δεν τους κατέβαλε κανένα ποσό έναντι της οφειλής της, τους έθεσε δε σε εκ περιτροπής εργασία κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, ενώ κατήγγειλε διά των νομίμων εκπροσώπων της τις συμβάσεις εργασίας τους, κατά το χρόνο που αναφέρεται ειδικότερα για τον καθένα, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Ότι η πρώτη εναγομένη τους οφείλει ήδη δεδουλευμένους μισθούς για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο 2012 έως τον Ιανουάριο 2013, για τη διεκδίκηση των οποίων κατέθεσαν προγενέστερη αγωγή ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας (λόγω της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης) για το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2013 έως την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και επίδομα αδείας για το έτος 2013, καθώς και αποζημίωση απόλυσης. Ότι η μη καταβολή των συμφωνημένων αποδοχών τους από τους εκπροσώπους της εργοδότριας εταιρίας ήταν υπαίτια και εκδικητική σε βάρος τους, λόγω της διεκδίκησης των δεδουλευμένων τους, καθόσον οι εναγόμενοι συνέχισαν να καταβάλλουν τη μισθοδοσία των λοιπών εργαζομένων της επιχείρησης, ενώ ταυτόχρονα προέβαιναν σε ενέργειες, προκειμένου να ματαιώσουν με κάθε τρόπο την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, με τη μεταβίβαση των παγίων της επιχείρησης και τη συνέχιση της δραστηριότητάς τους στο όνομα νέων εταιριών στην έδρα της πρώτης εναγομένης, συμπεριφορά που ενέχει στοιχεία αδικοπραξίας, η οποία τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με τη ζημία τους. Ότι οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτη των εναγομένων οφείλουν, λόγω της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς, να αποκαταστήσουν τη ζημία που προκάλεσαν στους ενάγοντες με την καταβολή αποζημίωσης ισόποσης με τις αποδοχές τους, καθώς και χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που έχουν υποστεί, εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητάς τους και της επαγγελματικής τους αξίας και υπόληψής από τις παράνομες μεθοδεύσεις τους, ύψους 5.000 ευρώ. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, και κατόπιν νόμιμου περιορισμού μέρους των αγωγικών κονδυλίων από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και επαναλαμβάνεται στις προτάσεις που κατέθεσε επί της έδρας (άρθρα 223, 297 ΚΠολΔ), έτσι ώστε να παραμένει καταψηφιστικό μόνο το αίτημα καταβολής αποζημίωσης απόλυσης στον καθέναν από αυτούς, οι ενάγοντες ζητούν Α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν εις ολόκληρον για την αποζημίωση απόλυσής τους στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 6.561,44 ευρώ, στον δεύτερο το ποσό των 17.655,50 ευρώ, στον τρίτο το ποσό των 6.555,50 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 4.141,20 ευρώ, στην πέμπτη το ποσό των 4.395,08 ευρώ, στον έκτο το ποσό των 12.693,33 ευρώ, στον έβδομο το ποσό των 30.280,49 ευρώ, στον όγδοο το ποσό των 3.758,40 ευρώ, στον ένατο το ποσό των 9.130,65 ευρώ, στον δέκατο το ποσό των 24.189,49 ευρώ, στον εντέκατο το ποσό των 1.498,35 ευρώ, στον δωδέκατο το ποσό των 7.356 ευρώ, και στον δέκατο τρίτο το ποσό των 4.165,93 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, Β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να τους καταβάλουν επιπλέον εις ολόκληρον για δεδουλευμένους και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από τον Φεβρουάριου 2013 έως την καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους, για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας έτους 2013, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στον πρώτο από αυτούς το συνολικό ποσό των 9.888,79 ευρώ, στον δεύτερο το συνολικό ποσό των 9.565,02 ευρώ, στον τρίτο το συνολικό ποσό των 9.951,61 ευρώ, στον τέταρτο το συνολικό ποσό των 13.215,66 ευρώ, στην πέμπτη το συνολικό ποσό των 9.213,75 ευρώ, στον έκτο το συνολικό ποσό των 9.602,05 ευρώ, στον έβδομο το συνολικό ποσό των 9.963,11 ευρώ, στον όγδοο το συνολικό ποσό των 9.889,76 ευρώ, στον ένατο το συνολικό ποσό των 9.917,86 ευρώ, στον δέκατο το συνολικό ποσό των 10.738,83 ευρώ στον εντέκατο το συνολικό ποσό των 9.112,75 ευρώ , στον δωδέκατο το συνολικό ποσό των 10.137,49 ευρώ και στον δέκατο τρίτο το συνολικό ποσό των 8.184,64 ευρώ, νομιμοτόκως με βάση τις ειδικότερες διακρίσεις της αγωγής τους, και δη η πρώτη εναγόμενη κυρίως μεν δυνάμει του νόμου και των συμβάσεων εργασίας τους, αλλά και λόγω της αδικοπραξίας των εκπροσώπων της, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας τους, ενώ οι λοιποί εναγόμενοι λόγω της αδικοπραξίας τους, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή, να απειληθεί προσωπική κράτηση ενός έτους κατά του δεύτερου, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης λόγω της αδικοπραξίας τους, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα. Με το περιεχόμενο αυτό, η αγωγή αρμοδίως καθ” ύλην και κατά τόπο εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 14 παρ.2, 16 αρ.2, 25 αρ.2 του ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ). Επιπλέον, αναφορικά με το αίτημα αυτής περί επιδίκασης αποζημίωσης απόλυσης, ασκήθηκε παραδεκτά εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 του ν. 3198/1955 εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, δεδομένου ότι η επικαλούμενη καταγγελία των επίδικων συμβάσεων εργασίας των εναγόντων έλαβε χώρα την 31.10.2013, την 30.11.2013 και την 02.12.2013, ενώ η επίδοση της κρινόμενης αγωγής στους εναγόμενους (με την οποία ολοκληρώθηκε, κατ” άρθρον 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, η άσκηση της) έλαβε χώρα την 25.04.2014, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες μετ” επικλήσεως με αριθμούς 4317P, 4320Π, 4318Ρ και 4319Γ725.04.2014 εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Αστέριου Γεωργούδα. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 71, 281, 288, 297, 299, 325, 353, 361, 481, 482, 648 επ„ 914, 340, 341, 345, 346, ΑΚ, 1 και 3 του ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1,2 και 5 του ν. 3198/1955, 16/18.07.1920 (αποζημίωση απόλυσης υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών), 1 του ν. 1082/1980, 1 επ. της Υπ. Απ. 19040/1981 (επιδόματα εορτών), 1 επ. του α.ν. 539/1945, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, 1 παρ.2 του ν.δ. 4547/1966 και 4 και 6 της από 26.1.1977 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως, που μετά την κύρωση της με το άρθρο 7 του ν. 549/1977, έχει ισχύ νόμου (επίδομα αδείας), 68, 70, 176, 191 παρ.2, 907 και 908 του ΚΠολΔ, εκτός από το αίτημα των εναγόντων να καταδικαστούν ο δεύτερος, ο τρίτος και η τέταρτη των εναγομένων στην καταβολή ως αποζημίωσης των διεκδικούμενων με την αγωγή τους ποσών για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2013 έως την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και επίδομα αδείας για το έτος 2013, καθώς και για αποζημίωση απόλυσης, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι, παρά την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, όπως αυτή περιγράφεται στην κρινόμενη αγωγή, η οποία μάλιστα δεν θεμελιώνεται μόνο στην παράβαση από μέρους τους της διάταξης του άρθρου 1 του α.ν. 690/1945, αλλά εκτίθενται περιστατικά που περιγράφουν συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη, οι ενάγοντες δεν απώλεσαν οριστικά, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τις παραπάνω καθυστερούμενες αποδοχές, ώστε να προκληθεί σε αυτούς ισόποση υλική ζημία, προϋπόθεση απαραίτητη για την επιδίκαση του διεκδικούμενου ποσού ως αποζημίωση κατ” άρθρο 914 ΑΚ, αφού παραμένει η αξίωσή τους έναντι της πρώτης εναγομένης, από την οποία μπορούν να ικανοποιηθούν, παρά τις προσπάθειες των εκπροσώπων της για το αντίθετο. Εξάλλου, οι ενάγοντες δεν ζητούν αποζημίωση για ζημία που υπέστησαν από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών τους, ούτε και επικαλούνται ότι υπέστησαν ζημία από την καθυστέρηση αυτή. Ωστόσο, η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δεύτερου, του τρίτου και της τέταρτης των εναγομένων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν προκάλεσε περιουσιακή ζημία στους ενάγοντες, θεμελιώνει ευθύνη τους για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης των εργαζομένων, λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς τους και της επαγγελματικής τους αξίας και υπόληψης, απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης έλλειψης παθητικής τους νομιμοποίησης, την οποία προέβαλαν οι εναγόμενοι με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά. Σημειωτέον, ότι το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι νόμιμο μόνο όσον αφορά το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, δεδομένου ότι προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις, ενώ το αίτημα περί καταδίκης του δεύτερου, του τρίτου και της τέταρτης των εναγομένων σε προσωπική κράτηση λόγω της αδικοπραξίας τους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, κατέστη ήδη μη νόμιμο, καθόσον η προσωπική κράτηση προϋποθέτει εκτελεστό τίτλο και τέτοιο δεν αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 904 του ΚΠολΔ, οι αποφάσεις που προβαίνουν σε αναγνώριση. δικαιώματος, εν προκειμένω δε η μοναδική νόμιμη αξίωση σε βάρος των εν λόγω εναγομένων (καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) ετράπη σε αναγνωριστική. Περαιτέρω, τόκος οφείλεται όσον αφορά τις δεδουλευμένες αποδοχές και τους μισθούς υπερημερίας από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά η κάθε επιμέρους μηνιαία αξίωση (άρθρα 655, 341 παρ.1, 345 εδ.α” του ΚΠολΔ, βλ. και ολΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 2002.1478, ΑΠ 201/2008 Νόμος), ενώ όσον αφορά τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων από την επομένη της 30ης Απριλίου και της 31ης Δεκεμβρίου αντίστοιχα κάθε έτους, για το οποίο αυτά οφείλονται (άρθρο 10 της με αριθμό 19040/81 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, που εκδόθηκε κατ” εξουσιοδότηση του ν. 1082/80, βλ. και ΟλΑΠ 40/2002 ό.ττ., ΑΠ 602/2014 Νόμος, ΑΠ 1649/2012 Νόμος, ΑΠ 1134/2010 Νόμος). Τέλος, για το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρ. 4 παρ.1 του α.ν. 539/1945 και 1 παρ.3 του ν.δ. 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους, η οποία αποτελεί δήλη ημέρα υπό την έννοια του άρθρου 341 παρ.1 του ΑΚ (ΟλΑΠ 40/2002, ΑΠ 602/2014 Νόμος, ΑΠ 1649/2012 Νόμος, ΑΠ 1134/2010 Νόμος), πλην όμως σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας με οποιονδηποτε τρόπο, πριν ο μισθωτός λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός αυτός δικαιούται να λάβει τις αποδοχές και το επίδομα αδείας κατά το χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας, που αποτελεί δήλη ημέρα πληρωμής, από την οποία και οφείλεται τόκος υπερημερίας (άρθρο 341, 345 ΑΚ, βλ. και ΑΠ 1649/2012 Νόμος, ΑΠ 796/2011 Νόμος). Επομένως, το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής για καταβολή τόκων από την επίδοση της αγωγής όσον αφορά τα επιδόματα εορτών και αδείας είναι νόμιμο μόνο για τους μεταγενέστερους χρόνους που αναφέρονται ανωτέρω, καθόσον το αίτημα για επιδίκαση τόκων υπερημερίας από το ως άνω προγενέστερο χρονικό σημείο ως μείζον εμπεριέχει το έλασσον, ήτοι την επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την 01.05.2013 όσον αφορά το επίδομα εορτών Πάσχα, από την 01.01.2014 όσον αφορά το επίδομα εορτών Χριστουγέννων και από τη λύση της σύμβασης εργασίας των εναγόντων όσον αφορά το επίδομα αδείας. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή, στο βαθμό που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το καταψηφιστικό της αίτημα και για το ποσό που υπερβαίνει την καθ” ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ) τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με αριθμό 14361583/19.09.2014 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Α” Θεσσαλονίκης, τη με αριθμό 56/19.09.2014 απόδειξη είσπραξης της Ε.Τ.Ε. και το με αριθμό 55/19.09.2014 γραμμάτιο είσπραξης της Ε.Τ.Ε., που προσκομίζουν οι ενάγοντες). Το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για το οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (ΑΠ 790/2014 Νόμος, ΑΠ 1502/2010 Νόμος, ΑΠ 1153/2009 ΧρΙΔ 2010.729). Ως , καταχρηστικώς δε ασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραγία του ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 1586/2010 ΝοΒ 2011.776, ΑΠ 1153/2009 ΧρΙΔ 2010.729, ΕφΑΘ 5940/2012 ΕλλΔνη 2013.759). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4558/1930, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 188 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το ν. 3514/1928 στράτευση αυτού, αλλά σε άλλη αιτία το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και τη χρονική διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησής του να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης (ολΑΠ 32/1988 ΕλλΔνη 1989.535, ΑΠ 2238/2013 Νόμος, ΑΠ 420/2010 ΧρΙΔ 2011.224, ΑΠ 182/2008 Νόμος). Εν προκειμένω, οι εναγόμενοι προέβαλαν με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και αναπτύσσεται εκτενέστερα στις προτάσεις που κατέθεσαν επί της έδρας, ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης των εναγόντων ισχυριζόμενοι ότι η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών τους, όπως συνέβη και σε άλλους εργαζόμενους, οφειλόταν όχι σε υπαιτιότητα ή δυστροπία της εργοδότριας εταιρίας, αλλά στην ιδιαίτερα δυσχερή οικονομική κατάσταση αυτής, η οποία μάλιστα οδήγησε, λίγους μήνες αργότερα, στην παύση της δραστηριότητάς της και στη θέση αυτής υπό εκκαθάριση. Ότι η εναγόμενη εταιρία κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για οικονομική ανάκαμψη, με κλείσιμο υποκαταστημάτων της, μείωση των πάγιων εξόδων της, απολύσεις εργαζομένων, μείωση της μισθοδοσίας τους και θέση αυτών υπό καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας, προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους εργαζομένους και τρίτους, γεγονός που ήταν γνωστό στους ενάγοντες. Ότι για το λόγο αυτό, οι ενάγοντες περιήλθαν σε υπερημερία ως προς την προσφορά της εργασίας τους και δεν δικαιούνται μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης εργασίας, ούτε και αποζημίωση απόλυσης, καθώς η άρνηση προσφοράς της εργασίας τους συνιστά οικειοθελή εκ μέρους τους αποχώρηση από την επιχείρηση. Οι ανωτέρω ενστάσεις και ισχυρισμοί είναι νόμιμοι, στηριζόμενοι στις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, και πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατ” ουσίαν. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 262 παρ.1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 416 επ. ΑΚ προκύπτει ότι για το ορισμένο της ένστασης απόσβεσης της ενοχής με καταβολή απαιτείται να αναφέρεται ο τρόπος, το μέσον και ο χρόνος της καταβολής (ΕφΙωαν 158/2006 ΝοΒ 2007.103, ΕφΙωαν 280/2004 ΕλλΔνη 2006.249, ΕφΑΘ 435/87 ΕλλΔνη 28.1454). Ο δε οφειλέτης αρκεί να ισχυρισθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει τη γενόμενη καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι αυτή αφορά το επίδικο χρέος, εκτός εάν ο δανειστής αντιλέγει με αντένσταση στην ως άνω ένσταση εξόφλησης, ισχυριζόμενος ότι η προβαλλόμενη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά άλλο χρέος του οφειλέτη προς αυτόν, αναφέροντας και τα παραγωγικά τούτου γεγονότα (βλ. ΑΠ 1439/2005 ΕλλΔνη 2006.157, ΑΠ 594/1999 ΕλλΔνη 2000.108, ΕφΘεσ 422/2008 Αρμ 2009:1882, ΕφΑΘ 973/2003 ΕλλΔνη 2005.524). Εν προκειμένω, οι εναγόμενοι προέβαλαν με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και αναπτύσσεται εκτενέστερα στις προτάσεις που κατέθεσαν επί της έδρας, ένσταση μερικής καταβολής της οφειλόμενης στον πρώτο και στην πέμπτη των εναγομένων αποζημίωσης απόλυσης, αναφέροντας ειδικότερα ότι η πρώτη από αυτούς κατέβαλε στον τραπεζικό τους λογαριασμό το ποσό των 500 ευρώ στον πρώτο και το συνολικό ποσό των 1.200 ευρώ στη δεύτερη κατά τις εκεί αναφερόμενες ημερομηνίες. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ” ουσίαν, όπως και η αντένσταση των εναγόντων ότι η καταβολή αυτή αφορά προγενέστερη οφειλή των εναγομένων για δεδουλευμένες αποδοχές, που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες πριν από το επίδικο χρονικό διάστημα, για τις οποίες ασκήθηκε προγενέστερη αγωγή. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς επίσης και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη είναι ανώνυμη εμπορική εταιρεία που δραστηριοποιείται από το έτος 1983 στην παραγωγή, κατασκευή και πώληση προϊόντων και κουφωμάτων αλουμινίου (θυρών και παραθύρων) και λοιπών παρεμφερών ειδών, τα οποία διαθέτει τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην αλλοδαπή υπό την επωνυμία ……………, που αποτελεί και το διακριτικό γνώρισμα των παραγόμενων και πωλούμενων προϊόντων της. Από το έτος 1996, μάλιστα, διεύρυνε το αντικείμενο δραστηριότητάς της, επεκτεινόμενη στην πώληση ξύλινων κουφωμάτων, ενώ από το έτος 2006 άρχισε την παραγωγή και πώληση διέλασης αλουμινίου. Ο δεύτερος εναγόμενος είναι πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, Διευθύνων Σύμβουλος και εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, ο τρίτος εναγόμενος είναι αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρίας, ιδίως σε θέματα που αφορούν στις εργασιακές σχέσεις, ενώ η τέταρτη εναγομένη είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας και Οικονομική Διευθύντρια αυτής, αρμόδια μεταξύ άλλων για την επίβλεψη των εργασιών του λογιστηρίου και τον έλεγχο των οικονομικών της καταστάσεων. Οι δε ενάγοντες προσλήφθηκαν από την εναγομένη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατά το χρονικό διάστημα από την 05.11.1986 έως την 03.05.2006, προκειμένου να εργαστούν υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ήτοι επί πενθήμερο και οκτάωρη ημερήσια απασχόληση (07:45 – 15:45), και δη ο πρώτος από αυτούς την 01.10.2001 ως υπεροδηγός στο τμήμα διέλασης, με μικτές μηνιαίες αποδοχές που διαμορφώθηκαν στο ποσό των 1.406,02 ευρώ, ο δεύτερος την 10.09.2001 ως εργοδηγός στο τμήμα «μητράδικο» της επιχείρησης, με μικτές μηνιαίες αποδοχές που διαμορφώθηκαν στο ποσό των^ 1.891,67 ευρώ, ο τρίτος την 02.07.1997 ως εργατοτεχνίτης αλουμινίου και ήδη από το έτος 2011 ως βοηθός χειριστή ανυψωτικού μηχανήματος στο «τμήμα διέλασης, με ημερομίσθιο που διαμορφώθηκε στο ποσό των 56,19 ευρώ, ο τέταρτος την 15.01.2002 ως εργατοτεχνίτης αλουμινίου και ήδη από την 07.04.2003 ως βοηθός χειριστή ανυψωτικού μηχανήματος στο τμήμα διακίνησης προφίλ, με ημερομίσθιο που διαμορφώθηκε στο ποσό των 59,16 ευρώ, η Πέμπτη την 01.09.2005 ως υπάλληλος γραφείου και ήδη από την 01.09.2008 ως βοηθός λογιστή στο τμήμα προγραμματισμού παραγωγής διέλασης, με μικτές μηνιαίες αποδοχές που διαμορφώθηκαν στο ποσό των 1.506,88 ευρώ, ο έκτος την 28.07.2001 ως ηλεκτροτεχνίτης βιομηχανίας με μικτές μηνιαίες αποδοχές που διαμορφώθηκαν στο ποσό των 1.360 ευρώ, ο έβδομος την 26.04.1989 ως εργατοτεχνίτης αλουμινίου με μικτές μηνιαίες αποδοχές που διαμορφώθηκαν στο ποσό των 1.366,04 ευρώ, ο όγδοος την 03.12.2001 ως εργάτης – εργατοτεχνίτης αλουμινίου στο τμήμα διέλασης, με ημερομίσθιο που διαμορφώθηκε στο ποσό των 53,69 ευρώ, ο ένατος την 05.11.1986 ως εργάτης – εργατοτεχνίτης αλουμινίου στο τμήμα διέλασης, με ημερομίσθιο που διαμορφώθηκε στο ποσό των 53,97 ευρώ, ο δέκατος την 01.02.1995 ως εργάτης – εργατοτεχνίτης σιδηροβιομηχανίας, με μικτές μηνιαίες αποδοχές που διαμορφώθηκε στο ποσό των 1.594,91 ευρώ, ο εντέκατος την 04.05.2005 ως εργάτης – εργατοτεχνίτης σιδηροβιομηχανίας, με ημερομίσθιο που διαμορφώθηκε στο ποσό των 42,81 ευρώ, ο δωδέκατος την 23.01.1991 ως εργάτης – εργατοτεχνίτης σιδηροβιομηχανίας, με ημερομίσθιο που διαμορφώθηκε στο ποσό των 52,54 ευρώ, και ο δέκατος τρίτος την 03.05.2006 ως υπάλληλος γραφείου στην οικονομική διεύθυνση της επιχείρησης με μικτές μηνιαίες αποδοχές που διαμορφώθηκαν στο ποσό των 892,70 ευρώ. Οι ενάγοντες, καθ” όλη τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης, παρείχαν τις υπηρεσίες τους με ζήλο και εργατικότητα, εκτελώντας τις απορρέουσες από τη σύμβαση και το νόμο υποχρεώσεις τους με επιμέλεια, πίστη και αφοσίωση στα συμφέροντα της εταιρίας, διατηρώντας άριστες σχέσεις τόσο με τους εκπροσώπους αυτής όσο και με τους λοιπούς συναδέλφους τους. Ωστόσο, από το έτος 2011 η πρώτη εναγόμενη εταιρία άρχισε να καθυστερεί την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους. Για το λόγο αυτό, την 18.10.2012 οι ενάγοντες απέστειλαν, μαζί με άλλους εργαζόμενος της επιχείρησης, την από 15.10.2012 εξώδικη δήλωσή τους προς την πρώτη εναγομένη, διαμαρτυρόμενοι για την καθυστέρηση καταβολής των, αναγκαίων για την αντιμετώπιση των βιοτικών τους αναγκών, δεδουλευμένων αποδοχών τους, οι οποίες ανέρχονταν ήδη σε ποσά άνω των 5.000 ευρώ για τον καθένα, καλώντας την ταυτόχρονα να έρθει σε επικοινωνία με την πληρεξούσια δικηγόρο τους, ώστε να προβούν από κοινού σε ρύθμιση του τρόπου καταβολής των οφειλών της. Ωστόσο, επειδή δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση στο αίτημα των εργαζομένων και παρέμεναν ανεξόφλητες οι δεδουλευμένες αποδοχές επτά μηνών, την 20.11.2012 αποφασίστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Συνδικάτου Συγκολλητών Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων Μετάλλου Μακεδονίας – Θράκης η κήρυξη 48ωρης απεργίας στο εργοστάσιο της πρώτης εναγόμενης, και δη από την 22.11.2012 έως την 24.11.2011, με αίτημα την άμεση καταβολή των δεδουλευμένων. Η απεργία ανεστάλη, διότι την 21.11.2012 συμφωνήθηκε μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων και της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, όπως εκπροσωπούνταν νόμιμα από την τέταρτη εναγομένη, ο τρόπος καταβολής των δεδουλευμένων τους, ο οποίος θα γινόταν με σταθερές εβδομαδιαίες καταβολές, έτσι ώστε αφενός να εξοφληθούν οι μισθοδοσίες των μηνών Μάίου και Ιουνίου 2012, καθώς και το δώρο Χριστουγέννων 2012 έως την 12.01.2013 και αφετέρου να καταβάλλεται εβδομαδιαίως ένα επιπλέον ποσό ύψους από 2.000 έως 4.000 ευρώ, προκειμένου να εξοφληθεί σταδιακά το χρέος της εταιρίας από τις ήδη ληξιπρόθεσμες δεδουλευμένες αποδοχές των εργαζομένων (βλ. το από Πρακτικό Συνάντησης). Ωστόσο, η εναγόμενη εταιρία δεν υπήρξε συνεπής στην ανωτέρω συμφωνία, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να προβούν την σε δήλωση επίσχεσης της εργασίας τους μέχρι την καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών τους με την από 15.02.2013 εξώδικη δήλωσή τους, την οποία επέδωσαν στην πρώτη εναγόμενη εταιρία την 18.02.2013 (βλ. τη με αριθμό 2826Γ718.02.2013 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Αστέριου Γεωργούδα). Το ανωτέρω δικαίωμα των εναγόντων ασκήθηκε νόμιμα με σαφή δήλωσή τους προς την εργοδότρια εταιρία και με σκοπό την εξασφάλιση της ικανοποίησης των ληξιπρόθεσμων αξιώσεών τους. Ειδικότερα, κατά το χρονικό αυτό σημείο, είχαν καταστεί ήδη ληξιπρόθεσμες οι δεδουλευμένες αποδοχές τους για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο, .του 2012 έως και τον Ιανουάριο του 2013 όσον αφορά την πέμπτη και τον δέκατο \ τρίτο των εναγόντων, και από τον Ιούλιο του 2012 έως και τον Ιανουάριο του 2013 όσο αφορά τους λοιπούς ενάγοντες, με αποτέλεσμα η πρώτη εναγόμενη να οφείλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 6.142,95 ευρώ, στον δεύτερο τσ ποσό” των 7.829,91 ευρώ, στον τρίτο το ποσό των 7.030 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 6.929,63 ευρώ, στην πέμπτη το ποσό των 7.042,43 ευρώ, στον έκτο το ποσό των 7.010,97 ευρώ, στον έβδομο το ποσό των 6.928 ευρώ, στον όγδοο το ποσό των 6.752,32 ευρώ, στον ένατο το ποσό των 5.873 ευρώ, στον δέκατο το ποσό των 5.615,83 ευρώ, στον εντέκατο το ποσό των 5.816,32 ευρώ, στον δωδέκατο το ποσό των 10.252,67 ευρώ και στον δέκατο τρίτο το ποσό των 3.966,05 ευρώ, όπως αναφέρεται ρητά στην ως άνω από 15.02.2013 εξώδικη δήλωση τους. Για την επιδίκαση των ανωτέρω ποσών οι ενάγοντες κατέθεσαν στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την από 20.05.2013 αγωγή τους, η οποία έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης 13988/2013 και η συζήτηση της οποίας ήδη εκκρεμεί. Ακολούθως, η εναγόμενη εταιρία με την από 20.02.2013 εξώδικη δήλωσή της, την οποία απέστειλε στους ενάγοντες, τους κάλεσε να επιστρέφουν στην εργασία τους, θεωρώντας καταχρηστική την εκ μέρους τους άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας, ισχυρισμό τον οποίο προέβαλε και στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, κατά τα προαναφερθέντα, με την αιτιολογία ότι η καθυστέρηση στην καταβολή της μισθοδοσίας τους δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα ή δυστροπία της, αλλά στην ιδιαίτερα δυσχερή οικονομική κατάσταση, στην οποία περιήλθε η εταιρία τα τελευταία χρόνια λόγω της ραγδαίας πτώσης των εργασιών της και παρά τις επίμονες προσπάθειές της για ανάκαμψη. Πράγματι, από το έτος 2008, μέχρι το οποίο τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρίας από τις ετήσιες πωλήσεις εμφάνιζαν σταθερή ανοδική πορεία, φτάνοντας το έτος 2007 στο ποσό των 29.452.183,69 ευρώ, άρχισε σταδιακά η μείωση του κύκλου εργασιών της και η πτώση των ετήσιων πωλήσεων, οι οποίες μειώθηκαν στο ποσό των 8.936.822,52 ευρώ το έτος 2011 και στο ποσό των 5.073.083,95 ευρώ το έτος 2012. Από το έτος 2009 μειώθηκαν κατακόρυφα οι δαπάνες της εταιρίας για επενδύσεις και διαφήμιση των προϊόντων της, ενώ κατά το ίδιο διάστημα η πρώτη εναγομένη προέβη σε σειρά ενεργειών για την περιστολή των λειτουργικών εξόδων της επιχείρησης, με σκοπό τη διάσωσή της. Ειδικότερα, κατά το έτος 2010 προέβη, κατόπιν συμφωνίας με τους εργαζομένους, σε μείωση των αποδοχών εκείνων που λάμβαναν μισθούς υπέρτερους των νομίμων, ενώ προέβη και στην εφαρμογή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας, διέκοψε την αμοιβή των μελών του διοικητικού της συμβουλίου, έκλεισε καταστήματα που διατηρούσε στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και διαπραγματεύτηκε τη μείωση των μισθωμάτων στα καταστήματα, η λειτουργία των οποίων συνεχίστηκε. Επιπλέον, προέβη και στη μείωση του προσωπικού της, ο αριθμός του οποίου κατά το έτος 2007 ανερχόταν στους 265 εργαζόμενους και μειώθηκε στους 90 κατά το έτος 2012.
Ωστόσο, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης των εναγόντων δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική, αφού αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, πριν ασκήσουν το εν λόγω δικαίωμα, εξάντλησαν κάθε άλλο μέσο για τη διεκδίκηση των δεδουλευμένων τους, και δη δέχθηκαν μείωση των αποδοχών τους και εκ περιτροπής εργασία, υπέμειναν επί δύο περίπου έτη τις μερικές καταβολές των δεδουλευμένων αποδοχών τους σε άτακτα χρονικά διαστήματα, επικοινώνησαν επανειλημμένους με τους νόμιμους εκπροσώπους της εργοδότριας εταιρίας, προκειμένου να τους καταβληθούν οι οφειλόμενες αποδοχές, γνωστοποιώντας τους τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει εξαιτίας αυτού, αφού η εργασία τους ήταν η μοναδική πηγή βιοπορισμού τους, ενώ έδιναν συνεχώς νέες προθεσμίες για την καταβολή των οφειλομένων, αποδεχόμενοι τις υποσχέσεις της εργοδότριας εταιρίας για εξόφληση στο μέλλον. Αντιθέτως, η πρώτη εναγομένη δεν κατέβαλε στους ενάγοντες ούτε μέρος των οφειλομένων, σε ένδειξη καλής θέλησης και προσπάθειας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, έχοντας την απαίτηση να εξακολουθούν οι εργαζόμενοι – ενάγοντες να παρέχουν την εργασία τους χωρίς να πληρώνονται, καλύπτοντας, με τον τρόπο αυτό τις ανάγκες της σε εργατικό προσωπικό, ώστε να μπορεί αυτή να συνεχίζει την εμπορική της δραστηριότητα. Εξάλλου, η εναγόμενη εταιρία είχε τη δυνατότητα να καταβάλει μέρος, έστω, των οφειλόμενων αποδοχών των εναγόντων, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι συνέχισε να πληρώνει τη μισθοδοσία των λοιπών εργαζόμενων της επιχείρησης, οι οποίοι συνέχισαν να παρέχουν την εργασία τους, επιδεικνύοντας περαιτέρω ανοχή στη συμπεριφορά της εργοδότριας εταιρίας. Συγκεκριμένα, οι εναγόμενοι επέλεξαν, μετά την ανωτέρω δήλωση επίσχεσης εργασίας και ωθούμενοι από εκδικητικά κίνητρα, να σταματήσουν οποιαδήποτε καταβολή προς τους ενάγοντες έναντι των οφειλόμενων αποδοχών τους. Με τον τρόπο αυτό επέδειξαν ιδιαίτερη απαξίωση προς τους εν λόγω εργαζόμενους, παρόλο που οι τελευταίοι επί μήνες, και μέχρι να φτάσουν στο έσχατο σημείο οικονομικής ανέχειας, παρείχαν την εργασία τους χωρίς αντίστοιχη αμοιβή, συμπαραστεκόμενοι στις επιχειρηματικές επιλογές της εργοδότριας εταιρίας. Δημιούργησαν, έτσι, κλίμα εκφοβισμού στην επιχείρηση, καθόσον κατέστησαν σαφείς τις προθέσεις τους να μην καταβάλουν κανένα ποσό σε αυτούς που θα επέλεγαν να διεκδικήσουν με παρόμοιο τρόπους δεδουλευμένες αποδοχές τους. Η πρόθεσή τους να μην καταβάλουν τα . οφειλόμενα ποσά αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι την 16.06.2013, οι εναγόμενοι, ενεργώντας κατά παράβαση της με αριθμό ………../2013 προσωρινής διαταγής του Δικαστή αυτού του Πρωτοδικείου, με την οποία απαγορεύτηκε η μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εταιρίας, μεταβίβασαν πάγια περιουσιακά της στοιχεία στην εταιρία …………….με τόπο παράδοσης την έδρα της πρώτης εναγομένης (βλ. το με αριθμό 20/28.06.2013 τιμολόγιο πώλησης εξοπλισμού ύψους 40.602.30 ευρώ, της πρώτης εναγομένης), παρόλο που ισχυρίζονταν ενώπιον δικαστηρίων ότι η απαίτηση των εναγόντων ήταν εξασφαλισμένη λόγω της μεγάλης αξίας της κινητής περιουσίας και του εξοπλισμού της εταιρίας, και ότι για το λόγο αυτό έπρεπε να απορριφθεί τόσο η αίτηση των εναγόντων για χορήγηση προσωρινής διαταγής όσο και η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2013 αίτησή τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για συντηρητική κατάσχεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους. Οι δε εναγόμενοι, παρά την εκποίηση των πάγιων στοιχείων της εταιρίας, μέσω της οποίας θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις των εναγόντων, δεν κατέβαλαν σε αυτούς κανένα ποσό έναντι της οφειλής τους. Ενδεικτικό της δυστροπίας τους στην πληρωμή των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων των εναγόντων είναι και το γεγονός ότι ενώ η πρώτη εναγομένη σταμάτησε την εμπορική της δραστηριότητα την 31.12.2013, οι λοιποί εναγόμενοι εξακολουθούν την ίδια δραστηριότητα στον ίδιο χώρο ως διευθύνοντα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων της εταιρίας με την επωνυμία «………………………………………………………» και το διακριτικό τίτλο «……….», η οποία την 07.06.2013 μετέφερε την έδρα της στην έδρα της πρώτης εναγομένης (βλ. το με αρ. φύλ. …………….ΦΕΚ, τεύχος Α.Ε., ΕΠΕ και ΓΕΜΗ), και της εταιρίας με την επωνυμία «…………………………………………… ………………………….» και το διακριτικό τίτλο «…………., η οποία μετέφερε επίσης την έδρα της στην έδρα της πρώτης εναγομένης την 15.10.2013 (βλ. το με αρ. φύλ …………… ΦΕΚ, τεύχος Α.Ε., ΕΠΕ και ΓΕΜΗ).
Επομένως, η ασκηθείσα από τους εναγόμενους ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων για επίσχεση της εργασίας τους, κρίνεται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, αποτέλεσμα της δηλωθείσας από τους ενάγοντες επίσχεσης της εργασίας τους ήταν να περιέλθει η εναγομένη σε κατάσταση υπερημερίας ως προς την καταβολή των αποδοχών τους, και δη για το χρονικό διάστημα από την .ως την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, η οποία έλαβε χώρα την 31.10.2013 όσον αφορά την πέμπτη ενάγουσα, την 30.11.2013 όσον αφορά τον πρώτο, τον έκτο, τον έβδομο, τον όγδοο, τον ενδέκατο, τον δωδέκατο και τον δέκατο τρίτο των εναγόντων και την 02.12.2013 όσον αφορά τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο, τον ένατο και τον δέκατο από αυτούς, και δη χωρίς την τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων, ιδίως δε χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Εξάλλου, η αποχή των εναγόντων από την εργασία τους δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησής τους να λύσουν τις συμβάσεις εργασίας τους, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους τους καταγγελία των εργασιακών τους συμβάσεων, εφόσον η αποχή αυτή έγινε κατόπιν νόμιμης άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας τους, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ” ουσίαν του ισχυρισμού των εναγόμενων περί οικειοθελούς αποχώρησης των εναγόντων από την εργασία τους. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα, η πρώτη εναγομένη ως εργοδότρια οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες τα παρακάτω χρηματικά ποσά, με δεδομένο ότι τέθηκαν σε εκ περιτροπής εργασία από την 17.01.2013 έως την 26.04.2013 και από την έως την 29.10.2013 με μία ημέρα εργασίας, και δη την Τετάρτη με ωράριο 7:15 έως 15:45. Ειδικότερα, 1) ο πρώτος ενάγων δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 01.02.2013 έως 31.11.2013, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, το ποσό των 444,59 ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 211,73 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 383,51 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 672,44 ευρώ για τον Μάιο, το ποσό των 216,10 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 270,12 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 216,10 ευρώ για τον Αύγουστο, το ποσό των 216,10 ευρώ για τον Σεπτέμβριο, το ποσό των 216,10 ευρώ για τον Οκτώβριο και το ποσό των 1.018,11 ευρώ για τον Νοέμβριο, και συνολικά το ποσό των 3.864,90 ευρώ, που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 01.10.2001 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε κατόπιν προειδοποίησης την . 31.07.2013, προκειμένου να ισχύσει μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών, ήτοι την 30.11.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 12 ετών), το ποσό των 6.561,44 ευρώ [(1.406,02 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 4 μήνες) + 1/6 προσαύξηση], γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 383,79 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 324,08 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 316,02 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 1.023,89 ευρώ. 2) Ο δεύτερος ενάγων δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 01.02.2013\έως 02.12.2013 οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, το ποσό των 672:98 _ ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 284,87 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 343,91 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 863,90 ευρώ για τον Μάιο, το ποσό των 216,10 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 270,12 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 216,10 για τον Αύγουστο, το ποσό των 216,10 ευρώ για τον Σεπτέμβριο, το ποσό των 216,10 ευρώ για τον Οκτώβριο και το ποσό των 1.018,11 ευρώ για τον Νοέμβριο, και συνολικά το ποσό των 4.318,29 ευρώ (παρόλο που εκ παραδρομής και λόγω εσφαλμένου μαθηματικού υπολογισμού αναφέρεται στην υπό κρίση αγωγή ως συνολικό το ποσό των 3.541,13 ευρώ, χωρίς να τίθεται εν προκειμένω ζήτημα επιδίκασης πλέον του αιτηθέντος, εφόσον τα ποσά που διεκδικούνται ,αναφέρονται αναλυτικά στο κρινόμενο δικόγραφο), που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 10.09.2001 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε χωρίς προειδοποίηση την 02.12.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 12 ετών), το ποσό των 17.655,50 ευρώ [(1.891,67 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 8 μήνες) + 1/6 προσαύξηση], γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 383,79 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 324,08 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 316,02 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 1.023,89 ευρώ. 3) Ο τρίτος ενάγων δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 01.02.2013 έως οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, το ποσό των 426,42 ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 213,20 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 404,57 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 741,71 ευρώ για τον Μάιο, το ποσό των 191,84 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 191,84 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 239,81 για τον Αύγουστο, το ποσό των 191,84 ευρώ για τον Σεπτέμβριο, το ποσό των 191,84 ευρώ για τον Οκτώβριο και το ποσό των 1.052,11 ευρώ για τον Νοέμβριο, και συνολικά το ποσό των 3.845,18 ευρώ, που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 02.07.1997 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε χωρίς προειδοποίηση την 02.12.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 16 ετών), το ποσό των 6.555,50 ευρώ [(56,19 ευρώ ημερομίσθιο X 100 ημερομίσθια) + 1/6 προσαύξηση], και όχι το μικρότερο ποσό των 5.919,67 ευρώ, όπως εσφαλμένως υπολογίζουν οι εναγόμενοι, θεωρώντας ότι το ημερομίσθιο του τρίτου ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των 50,74 ευρώ (βλ. την αναλυτική του μισθοδοσία των μηνών από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο 2013, που προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγοντες), γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 470,91 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 319,39 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 316,13 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 1.106,43 ευρώ. 4) Ο τέταρτος ενάγων δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 01.02.2013 έως οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, το ποσό των 485,90 ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 215,96 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 425,95 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 779,68 ευρώ για τον Μάιο, το ποσό των 200,79 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 250,99 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 200,79 για τον Αύγουστο, το ποσό των 200,79 ευρώ για τον Σεπτέμβριο, του ποσό των 200,79 ευρώ για τον Οκτώβριο και το ποσό των 1.099,92 ευρώ για τον Νοέμβριο, και συνολικά το ποσό των 4.061,56 ευρώ, που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 15.01.2002 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε χωρίς προειδοποίηση την 02.12.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 11 ετών), το ποσό των 4.141,20 ευρώ [(59,16 ευρώ ημερομίσθιο X 60 ημερομίσθια) + 1/6 προσαύξηση], και όχι το μικρότερο ποσό των 3.815 ευρώ, όπως εσφαλμένως υπολογίζουν οι εναγόμενοι, θεωρώντας ότι το ημερομίσθιο του τέταρτου ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των 54,50 ευρώ (βλ. την αναλυτική του μισθοδοσία των μηνών από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο 2013, που προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγοντες), γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 486,40 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 333,90 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 333,80 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 1.154,10 ευρώ. 5) Η πέμπτη ενάγουσα δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 01.02.2013 έως οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας της, το ποσό των 479,19 ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 228,18 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 410,97 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 720,68 ευρώ για τον Μάιο, το ποσό των 241,58 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 301,98 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 241,58 ευρώ για τον Αύγουστο, το ποσό των 241,58 ευρώ για τον Σεπτέμβριο και το ποσό των 241,58 ευρώ για τον Οκτώβριο, και συνολικά το ποσό των 3.107,32 ευρώ, που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές της για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 01.09.2005 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της έγινε κατόπιν προειδοποίησης την 31.07.2013, προκειμένου να ισχύσει μετά την πάροδο τριών, μηνών, ήτοι την 31.10.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 8 ετών), το ποσό των 4.395,07 ευρώ [(1.506,88 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 2,5 μήνες) + 1/6 προσαύξηση], γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 422,94 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 210,26 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 473,23 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 1.106,43 ευρώ. 6) Ο έκτος ενάγων δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 01.02.2013 έως 30.11.2013, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, το ποσό των 218,04 ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 218,04 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 218,04 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 745,50 ευρώ για τον Μάιο, το ποσό των 218,04 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 272,54 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 218,04 για τον Αύγουστο, το ποσό των 218,04 ευρώ για τον Σεπτέμβριο, το ποσό των 218,04 ευρώ για τον Οκτώβριο και το ποσό των 1.025,91 ευρώ για τον Νοέμβριο, και συνολικά το ποσό των 3.570,23 ευρώ, που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 28.07.2001 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε χωρίς προειδοποίηση την 30.11.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 12 ετών), το ποσό των 12.693,33 ευρώ [(1.360 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 8 μήνες) + 1/6 προσαύξηση], και όχι το μικρότερο ποσό των 10.238,11 ευρώ, όπως εσφαλμένως υπολογίζουν οι εναγόμενοι, θεωρώντας ότι οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του έκτου ενάγοντος ανέρχονται στο ποσό των 1.096,94 ευρώ (βλ. την αναλυτική του μισθοδοσία των μηνών από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο 2013, που προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγοντες), γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 386,81 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 326,57 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 318,44 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 1.031,82 ευρώ. 7) Ο έβδομος ενάγων δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από έως 30.11.2013, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, το ποσό των 507,14 ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 214,69 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 372,60 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 653,32 ευρώ για τον Μάιο, το ποσό των 219 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 273,75 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 219 για τον Αύγουστο, το ποσό των 219 ευρώ για τον Σεπτέμβριο, το ποσό των 219 ευρώ για τον Οκτώβριο και το ποσό των 1.029,80 ευρώ για τον Νοέμβριο, και συνολικά το ποσό των 3.927,30 ευρώ, που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 26.04.1989 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε χωρίς προειδοποίηση την 30.11.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 24 ετών), το ποσό των 30.280,50 ευρώ [(1.366,04 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 19 μήνες) + 1/6 προσαύξηση], γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 388,33 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 327,82 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 319,66 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 1.035,81 ευρώ. 8) Ο όγδοος ενάγων δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από έως 30.11.2013, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του το ποσό των 425,23 ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 212,61 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 386,57 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 708,71 ευρώ για/ τον Μάιο, το ποσό των 191,29 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 191,29 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 239,11 για τον Αύγουστο, το ποσό των 191,29 ευρώ για τον Σεπτέμβριο, το ποσό των 191,29 ευρώ για τον Οκτώβριο και το ποσό των 1.049,11 ευρώ για τον Νοέμβριο, και συνολικά το ποσό των 3.786,50 ευρώ, που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 03.12.2001 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε χωρίς προειδοποίηση την 30.11.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 11 ετών), το ποσό των 3.758,30 ευρώ [(53,69 ευρώ ημερομίσθιο X 60 ημερομίσθια) + 1/6 προσαύξηση], γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 469,53 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 318,49 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 315,24 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 1.103,26 ευρώ. 9) Ο ένατος ενάγων δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από έως 02.12.2013, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, το ποσό των 374,02 ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 267,15 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 388,58 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 712,40 ευρώ για τον Μάιο, το ποσό των 192,18 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 192,18 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 240,21 για τον Αύγουστο, το ποσό των 192,18 ευρώ για τον Σεπτέμβριο, το ποσό των 192,18 ευρώ για τον Οκτώβριο και το ποσό των 1.053,81 ευρώ για τον Νοέμβριο, και συνολικά το ποσό των 3.804,89 ευρώ, που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 05.11.1986 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε χωρίς προειδοποίηση την 02.12.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 27 ετών), το ποσό των 9.129,93 ευρώ [(53,97 ευρώ ημερομίσθιο X 145 ημερομίσθια) + 1/6 προσαύξηση], γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 473,25 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των’319,91 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 319,81 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 1.112,97 ευρώ. 10) Ο δέκατος ενάγων δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από έως 02.12.2013, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, το ποσό των 592,16 ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 250,66 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 435,03 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 762,20 ευρώ για τον Μάιο, το ποσό των 255,69 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 255,69 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 319,62 για τον Αύγουστο, το ποσό των 255,69 ευρώ για τον Σεπτέμβριο, το ποσό των 255,69 ευρώ για τον Οκτώβριο και το ποσό των 1.177,59 ευρώ για τον Νοέμβριο, και συνολικά το ποσό των 4.560,02 ευρώ, που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 01.02.1995 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε χωρίς προειδοποίηση την 02.12.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 18 ετών), το ποσό των 24.189,47 ευρώ [(1.594,91 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 13 μήνες) + 1/6 προσαύξηση], γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 436,16 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 375,14 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 365,53 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 1.176,83 ευρώ. 11) 0 εντέκατος ενάγων δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 01.02.2013 έως 30.11.2013, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, το ποσό των 466,20 ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 169,53 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 308,23 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 565,09 ευρώ για τον Μάιο, το ποσό των 157,13 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 196,42 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 157,13 για τον Αύγουστο, το ποσό των 157,13 ευρώ για τον Σεπτέμβριο, το ποσό των 157,13 ευρώ για τον Οκτώβριο και το ποσό των 866,47 ευρώ για τον Νοέμβριο, και συνολικά το ποσό των 3.200,46 ευρώ, που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 04.05.2005 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε χωρίς προειδοποίηση την 30.11.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 8 ετών), το ποσό των 1.498,35 ευρώ [(42,81 ευρώ ημερομίσθιο X 30 ημερομίσθια) + 1/6 προσαύξηση], γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 386,31 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 263,02 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 262,96 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 912,29 ευρώ. 12) Ο δωδέκατος ενάγων δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από έως 30.11.2013, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, το ποσό των 572,16 ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 208,06 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 378,29 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 693,53 ευρώ για τον Μάιο, το ποσό των 187,68 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 234,60 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 187,68 για τον Αύγουστο, το ποσό των 187,68 ευρώ για τον Σεπτέμβριο, το ποσό των 187,68 ευρώ για τον Οκτώβριο και το ποσό των 1.029,80 ευρώ για τον Νοέμβριο, και συνολικά το ποσό των 3.867,16 ευρώ, όχι των 4.054,84 ευρώ, όπως εσφαλμένως υπολογίζεται στην κρινόμενη αγω που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 23.01.1991 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε χωρίς προειδοποίηση την 30.11.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 22 ετών), το ποσό των 7.355,60 ευρώ [(52,54 ευρώ ημερομίσθιο X 120 ημερομίσθια) + 1/6 προσαύξηση], γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 460,59 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 312,63 ευρώ και για επίδομα αδείας το ποσό των 309,43 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 1.082,65 ευρώ, 13) Ο δέκατος τρίτος ενάγων δικαιούται να λάβει α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από έως 30.11.2013, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, το ποσό των 143,12 ευρώ για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 143,12 ευρώ για τον Μάρτιο, το ποσό των 178,90 ευρώ για τον Απρίλιο, το ποσό των 500,91 ευρώ για τον Μάιο, το ποσό των 143,12 ευρώ για τον Ιούνιο, το ποσό των 178,90 ευρώ για τον Ιούλιο, το ποσό των 143,12 για τον Αύγουστο, το ποσό των 143,12 ευρώ για τον Σεπτέμβριο, το ποσό των 143,12 ευρώ για τον Οκτώβριο και το ποσό των 731,62 ευρώ για τον Νοέμβριο, και συνολικά το ποσό των 2.449,05 ευρώ, που αποτελεί τις καθαρές μηνιαίες αποδοχές του, β) για αποζημίωση απόλυσης, με δεδομένο ότι προσλήφθηκε την 03.05.2006 και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε χωρίς προειδοποίηση την 30.11.2013 (χρόνος υπηρεσίας άνω των 7 ετών), το ποσό των 4.165,93 ευρώ [(892,70 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 4 μήνες) + 1/6 προσαύξηση], γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2013 το ποσό των 273,79 ευρώ, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 232,36 ευρώ– και για επίδομα αδείας το ποσό των 229,44 ευρώ, και συνολικά το καθαρό ποσό των 735,59 ευρώ. Σημειωτέον, ότι οι ανωτέρω υπολογισμοί, όπως αυτοί πραγματοποιούνται στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής, πλην της αποζημίωσης απόλυσης του τρίτου, του τέταρτου και του έκτου των εναγόντων,” όπως ανωτέρω υπογραμμίστηκε, δεν αμφισβητούνται από τους εναγόμενους, οι οποίο μάλιστα υπολογίζουν τα ανωτέρω διεκδικούμενα ποσά σε μεγαλύτερο” ύψος.
Περαιτέρω, η άρνηση της καταβολής των ανωτέρω δεδουλευμένων αποδοχών στους ενάγοντες, υπό τις περιστάσεις που έλαβε χώρα, όπως αυτές ανωτέρω αναφέρθηκαν, και ιδίως λόγω της άνισης μεταχείρισής τους έναντι των λοιπών εργαζόμενων της επιχείρησης, στους οποίους συνεχιζόταν η καταβολή της μισθοδοσίας τους, του συνεχιζόμενου εμπαιγμού τους από τους εναγόμενους, οι οποίοι τους υπόσχονταν την εξόφληση των δεδουλευμένων τους στο μέλλον, προκειμένου να συνεχίσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην επιχείρηση, χωρίς ωστόσο να τηρούν τις σχετικές συμφωνίες, και των προσπαθειών των εναγομένων να μεταβιβάσουν τα πάγια στοιχεία της επιχείρησης, έτσι ώστε να μην μπορέσουν οι ενάγοντες να ικανοποιηθούν, ήταν ιδιαίτερα προσβλητική για την προσωπικότητά τους, και ιδίως για την επαγγελματική τους αξία και υπόληψη, και οδήγησε στην ηθική και κοινωνική τους απαξίωση, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να υποστούν ηθική βλάβη από τη συνολική συμπεριφορά των εναγομένων, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ στον καθένα.
Τέλος, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη εταιρία κατέβαλε στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 500 ευρώ την 11.12.2013 και στην πέμπτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 1.200 ευρώ, και δη το ποσό των 700 ευρώ την 08.11.2013 και το ποσό των 500 ευρώ την 19.11.2013. Ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι τα ποσά αυτά δόθηκαν προς μερική εξόφληση της αποζημίωσης απόλυσής τους, δεδομένου μάλιστα ότι η εταιρία αρνείται μέχρι σήμερα την υποχρέωση αυτή, ισχυριζόμενη ότι οι ενάγοντες αποχώρησαν οικειοθελώς από την επιχείρηση. Αντιθέτως, τα ποσά αυτά, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθούσε η εταιρία τα τελευταία έτη, δόθηκαν προκειμένου να καταλογιστούν στα προγενέστερα χρέη της εταιρίας έναντι των εν λόγω εναγόντων, στους οποίους όφειλε κατά το χρόνο αυτό ληξιπρόθεσμες αποδοχές ήδη από τον Ιούλιο του 2012, για τη διεκδίκηση των οποίων οι ενάγοντες άσκησαν την προγενέστερη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../03.06.2013 αγωγή, κατά τα προαναφερθέντα. Επομένως, το ποσό που δόθηκε στον πρώτο ενάγοντα καταλογίστηκε στις οφειλόμενες αποδοχές του μηνός Ιουλίου 2012, συνολικού ύψους 938,66 ευρώ, ενώ το ποσό που δόθηκε στην πέμπτη ενάγουσα καταλογίστηκε εν μέρει στις οφειλόμενες αποδοχές του μηνός Ιουλίου 2012, ύψους 995,59 ευρώ, και εν μέρει στις οφειλόμενες αποδοχές του μηνός Αυγούστου 2012, ύψους 1.119,07 ευρώ, δεκτής γενομένης ως βάσιμης κατ” ουσίαν της σχετικής αντένστασης των εναγόντων. Κατ” ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ” ουσίαν και Α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει ως αποζημίωση απόλυσης 1) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 6.561,44 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2013, 2) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 17.655,50 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 02.12.2013, 3) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 6.555,50 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 02.12.2013 ,4) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 4.141,20 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 02.12.2013, 5) στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 4.395,07 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 31.10.2013, 6) στον έκτο ενάγοντα το ποσό των 12.693,33 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2013, 7) στον έβδομο ενάγοντα το ποσό των 30.280,49 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2013, 8) στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των 3.758,30 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2013, 9) στον ένατο ενάγοντα το ποσό των 9.129,93 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 02.12.2013, 10) στον δέκατο ενάγοντα το ποσό των 24.189,47 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 11) στον εντέκατο ενάγοντα το ποσό των 1.498,35 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2013, 12) στον δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των 7.355,60 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2013 και 13) στον δέκατο τρίτο ενάγοντα το ποσό των 4.165,93 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2013, Β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να καταβάλει επιπλέον 1) στον πρώτο ενάγοντα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας το ποσό των 3.864,90 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 1.023,89 ευρώ, 2) στον δεύτερο ενάγοντα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας το ποσό των 4.318,29 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 1.023,89 ευρώ, 3) στον τρίτο ενάγοντα α) για το ποσό των 1.023,89 ευρώ, 3) στον τρίτο ενάγοντα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας το ποσό των3.845,18 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 1.106,43 ευρώ, 4) στον τέταρτο ενάγοντα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας το ποσό των 4.061,56 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 1.154,10 ευρώ, 5) στην πέμπτη ενάγουσα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας το ποσό των 3.107,32 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 1.106,43 ευρώ, 6) στον έκτο ενάγοντα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας ποσό των 3.570,23 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 1.031,82 ευρώ, 7) στον έβδομο ενάγοντα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας το ποσό των 3.927,30 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 1.035,81 ευρώ, 8) στον όγδοο ενάγοντα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας το ποσό των 3.786,50 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 1.103,26 ευρώ, 9) στον ένατο ενάγοντα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας το ποσό των 3.804,89 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 1.112,97 ευρώ, 10) στον δέκατο ενάγοντα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας το ποσό των 4.560,02 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 1.176,83 ευρώ, 11) στον εντέκατο ενάγοντα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας το ποσό των 3.200,46 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 912,29 ευρώ, 12) στον δωδέκατο ενάγοντα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας το ποσό των 3.867,16 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 1.082,65 ευρώ, και 13) στον δέκατο τρίτο ενάγοντα α) για δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας το ποσό των 2.449,05 ευρώ και β) για επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας 2013 το ποσό των 735,59 ευρώ, και δη με το νόμιμο τόκο, όσον αφορά τις δεδουλευμένες αποδοχές και τους μισθούς υπερημερίας από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά η κάθε επιμέρους μηνιαία αξίωση, όσον αφορά τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων από την 01.05.2013 και την 01.01.2014 αντίστοιχα, και όσον αφορά το επίδομα αδείας από το χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας κάθε ενάγοντος, και Γ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 5.000 ευρώ σε κάθε ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από την 26.04.2014. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι δυνατόν από την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης αυτής να προκληθεί σημαντική ζημία στους ενάγοντες, και για το λόγο αυτό η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί ολικώς προσωρινώς εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, κατά αποδοχή του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος των εναγόντων ως και ουσιαστικά βάσιμου, λόγω και της φύσης των επιδικαζόμενων κονδυλίων ως εργατικών απαιτήσεων (άρθρα 907 και 908 παρ.1 εδ.ε” ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, κατόπιν σχετικού τους αιτήματος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας τους (άρθρα 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει 1) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα ενός ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (6.561,44 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2013, στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων εξακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και πενήντα λεπτών (17.655,50 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την 3) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και πενήντα λεπτών (6.555,50 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την 02.12.2013, 4) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν σαράντα ενός ευρώ και είκοσι λεπτών (4.141,20 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την 02.12.2013, 5) στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακόσιων ενενήντα πέντε ευρώ και επτά λεπτών (4.395,07 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την 31.10.2013, 6) στον έκτο ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (12.693,33 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2013, 7) στον έβδομο ενάγοντα το ποσό των τριάντα χιλιάδων διακοσίων ογδόντα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (30.280,49 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2013, 8) στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και τριάντα λεπτών (3.758,30 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2013, 9) στον ένατο ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων εκατόν είκοσι εννέα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (9.129,93 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την 02.12.2013, 10) στον δέκατο ενάγοντα το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (24.189,47 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την 02.12.2013, 11) στον εντέκατο ενάγοντα το ποσό των χιλίων τετρακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (1.498,35 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2013, 12) στον δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων τριακόσιων πενήντα πέντε ευρώ και εξήντα λεπτών (7.355,60 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την” 30.11.2013 και 13) στον δέκατο τρίτο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων άκατόν εξήντα πέντε ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (4.165,93 ευρώ) με to νόμιμο τόκο από την 30.11.2013 ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη προσωρινώς εκτελεστή. ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να καταβάλει επιπλέον 1) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακόσιων ογδόντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (4.888,79 ευρώ), 2) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων τριακόσιων σαράντα δύο ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών (5.342,18 ευρώ), 3) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ενός ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (4.951,61 ευρώ), 4) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων δεκαπέντε ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (5.215,66 ευρώ), 5) στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων δεκατριών ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (4.213,75 ευρώ), 6) στον έκτο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δύο ευρώ και πέντε λεπτών (4.602,05 ευρώ), 7) στον έβδομο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα τριών ευρώ και έντεκα λεπτών (4.963,11 ευρώ), 8) στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακόσιων ογδόντα εννέα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (4.889,76 ευρώ), 9) στον ένατο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων δέκα επτά ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (4.917,86 ευρώ), 10) στον δέκατο ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων τριάντα έξι ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (5.736,85 ευρώ), 11) στον εντέκατο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν δώδεκα ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (4.112,75 ευρώ), 12) στον δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (4.949,81 ευρώ) και 13) στον δέκατο τρίτο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν ογδόντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (3.184,64 ευρώ), και δη όλα τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης. ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον σε κάθε ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000), με το νόμιμο τόκο από την 26.04.2014. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων (7.500) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του στη Θεσσαλονίκη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους την 22η Οκτωβρίου 2014 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ