966/2013 ΕΙΡ ΑΘ

Κατάθεση χρημάτων σε Τράπεζα. Ανώμαλη παρακαταθήκη. Συμψηφισμός αμοιβαίων απαιτήσεων. Σύμβαση για έκδοση πιστωτικής κάρτας και πρόσθετη συμφωνία ανοίγματος λογαριασμού. Εφαρμοστέες διατάξεις. Σύμβαση προσχωρήσεως. Ελεγχος των προδιατυπωμένων όρων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας καταναλωτή». Ο όρος που επιτρέπει στην Τράπεζα να ασκεί δήλωση συμψηφισμού μονομερώς, αλλά χωρίς να κοινοποιήσει προηγούμενα τη δήλωση της βούλησής της στον αντισυμβαλλόμενο προς τον οποίο απευθύνεται είναι καταχρηστικός. Η λήψη χρημάτων από τραπεζικό λογαριασμό προς συμψηφισμό, χωρίς κοινοποίηση της δήλωσης βουλήσεως εκ μέρους της Τράπεζας αποτελεί απλή βούληση, που δεν μπορεί να επιφέρει έννομα αποτελέσματα. Η εκχώρηση του δικαιώματος εκ μέρους του πιστούχου προς την τράπεζα, να ασκεί μονομερώς δήλωση βουλήσεως συμψηφισμού με απαίτησή της, χρεώνοντας οποιονδήποτε λογαριασμό του διατηρεί σε αυτήν, δεν μπορεί να περιλάβει και απαλλοτρίωση του δικαιώματός του, προς λήψη της δήλωσης βούλησης εκ μέρους της τράπεζας. Η εναγόμενη τράπεζα έκλεισε το λογαριασμό του ενάγοντα, λόγω μη εμπρόθεσμης εξυπηρέτησής του και με βάση το κατάλοιπο λογαριασμού ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά της οποίας ο ενάγων άσκησε ανακοπή και παράλληλα αίτηση αναστολής εκτέλεσης που έγινε δεκτή (μη εκκαθαρισμένη απαίτηση). Η απόφαση για την αναστολή κοινοποιήθηκε στην εναγομένη Τράπεζα, που μετά από αυτή άσκησε το δικαίωμά της μονομερούς δήλωσης βούλησης, προς συμψηφισμό και έλαβε χρήματα από το λογαριασμό ταμιευτηρίου του ενάγοντα, χωρίς να κοινοποιήσει σε αυτόν την δήλωση βουλήσεως αυτή, πριν την λήψη των χρημάτων. Η τράπεζα άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά της. Δεκτή η αγωγή υποχρεώνει την εναγομένη να επιστρέψει το ποσό που ανέλαβε από το λογαριασμό ταμιευτηρίου του ενάγοντα και επιδικάζει χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.

ΑΡΙΘΜΟΣ 966/2013

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως ΣΙΔΕΡΙΑΣ ΦΙΛΗ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Μαρτίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ: ……………., κατοίκου Πάτρας, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπρόσωπα.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……………., αριθ. …, εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Διονυσία Καρατζιώτου.

Ο ενάγων με την από 15/01/2012 και αριθ. Κατ. 470/2012 αγωγή του, που δικάζεται κατά τις ειδικές διατάξεις περί μικροδιαφορών των αρθρ. 466 επ Κ.Πολ.Δ ζήτησε τα κατ αυτή

Δικάσιμος για τη συζήτηση της αγωγής ορίστηκε η 16/11/12 και μετά από αναβολή αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας

Ακολούθησε συζήτηση, όπως σημειώνεται στα πρακτικά. Προσκομίστηκε δε το υπ αριθ. 17693397/11.03.13 ΔΣΑ Γραμμάτιο Προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής, για την εναγομένη, όπως και το υπ αριθ. 140852/07.03.13 σειρά Α, ποσού 6,00€ δικαστικό ένσημο, με επικολημμένα επί αυτών τα ένσημα υπέρ ΕΤΑΑ-ΤΥ-ΠΔΑ και Ταμείου Νομικών, στο οποίο υπόκειται το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής

Αφού άκουσε τους ισχυρισμούς

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του αρθρ. 440 ΑΚ ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες. Σύμφωνα, δε, με τη διάταξη του αρθρ. 441 ιδίου κώδικα ο συμψηφισμός επέρχεται, αν ο ένας τον επικαλεστεί, με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, από τότε που συνυπήρξαν. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του αρθρ. 167 ΑΚ η δήλωση της βούλησης επιφέρει νομική ενέργεια, μόνο αφότου περιέλθει στο πρόσωπο, στο οποίο απαιτείται, να απευθυνθεί. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται, ότι ο κώδικας έχει υιοθετήσει την θεωρία της παραλαβής ή λήψεως της δήλωσης βούλησης, σύμφωνα με την οποία η δήλωση θεωρείται ότι συντελέστηκε και παράγει νόμιμη ενέργεια, όχι απλά από τότε που εκδηλώθηκε στην πράξη, ούτε ακόμη και από τη γνώση του περιεχομένου αυτής από εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, αλλά από την παραλαβή της δήλωσης βούλησης, από εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται. Η παραλαβή θεωρείται ότι συντελείται κατά το νόμο και ότι η δήλωση βούλησης διαβιβάστηκε, σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται, όταν διαβιβάστηκε με τρόπο κατά τον οποίο ο τελευταίος μπορούσε να λάβει γνώση, άσχετα αν από λόγους, που αφορούν τον ίδιο καθυστέρησε να λάβει γνώση (ΑΠ 1411/2011, ΑΠ 1579/2008, ΑΠ 1251/2007, ΑΠ 1250/2001, Νόμος- ΑΠ 1263/1996 ΕλλΔνη 1997, 1800- ΕφΠατ 382/2009, Νόμος- ΕφΑθ 644/2005, ΕλλΔνη 2006, 217). Η νόμιμη δήλωση βουλήσεως εκ μέρους του προτείναντα, εφόσον αυτή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σε εκείνον που απευθύνεται, αποσβένει τις αμοιβαίες απαιτήσεις, που πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες και έγκυρες (γεγονός, που συνάγεται εξαιτίας της αμοιβαιότητας των απαιτήσεων, βλ. ΕφΑθ 4725/2001 ΕλλΔνη 2003, 254).

Η κατάθεση χρημάτων σε Τράπεζα έχει το χαρακτήρα της ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας, σύμφωνα με το αρθρ. 830 παρ. 1 Α.Κ, έχουν εφαρμογή αφενός οι διατάξεις του αρθρ. 806 ΑΚ περί δανείου, σύμφωνα με την οποία η Τράπεζα έχει την κυριότητα των κατατεθειμένων χρημάτων, αφετέρου η διάταξη του αρθρ. 827 ΑΚ. Σύμφωνα με την τελευταία διάταξη ο θεματοφύλακας οφείλει να αποδώσει το πράγμα (συγκεκριμένα τα χρήματα) στον παρακαταθέτη, όταν ο τελευταίος ζητήσει αυτό, ακόμη και αν δεν παρήλθε η προθεσμία για τη φύλαξή του.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 713 επ ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των αρθρ. 25- 28 του 17- 7/13-8/1923 ν.δ «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» συνάγεται, ότι η δημιουργούμενη από την πιστωτική κάρτα, που εκδίδεται από πιστωτικά ιδρύματα, σχέση μεταξύ του εκδότη (τράπεζας ή πιστωτικού ιδρύματος) και του κατόχου, χαρακτηρίζεται ως έμμισθη εντολή, με πρόσθετη συμφωνία ανοίγματος βεβαιωμένης ή ανέκκλητης πίστωσης. Βάσει της σχέσης αυτής ο εκδότης της κάρτας αναλαμβάνει την υποχρέωση προς τον πελάτη – κάτοχο, έναντι πληρωμής αμοιβής, να εξοφλεί τον τρίτο, έναντι του οποίου ο κάτοχος- πελάτης αναλαμβάνει υποχρέωση, βάσει δικαιολογητικών, που θα προσκομίσει ο τρίτος. Η πληρωμή γίνεται είτε μέσω διαθεσίμων, που έχει στον εκδότη ο κάτοχος, είτε με χρήματα, που αποτελούν αντικείμενο πίστωσης, που ο εκδότης ανοίγει υπέρ του πελάτη του (ΑΠ 589/2001 ΔΕΕ 2001, 1117- ΑΠ 1116/1996, ΕλλΔνη 1997, 1141- ΕφΑθ 2556/2010, ΕλλΔνη 2011, 251- ΠΠρΑθ 458/2012, Νόμος). Η σύμβαση πίστωσης τέλος, που ανοίγει ο εκδότης της κάρτας για λογαριασμό του πελάτη του αποτελεί κατά το νόμο αλληλόχρεο λογαριασμό.

Η σύμβαση μεταξύ της εκδότριας τράπεζας και του πελάτη της, για την έκδοση και χορήγηση κάρτας στον πελάτη της και άνοιγμα πίστωσης, εκτός από το νόμο ρυθμίζεται από τις μεταξύ τους συμφωνίες, που περιλήφθηκαν στην σύμβαση κατ αρθρ. 361 ΑΚ, περί ελευθερίας των συμβάσεων. Επειδή, ωστόσο, η σύμβαση αυτή αποτελεί στην πράξη σύμβαση προσχώρησης, κατά την οποία ο καταναλωτής, κάτοχος της κάρτας και πελάτης του πιστωτικού ιδρύματος, προσχωρεί σε σύμβαση, την οποία ετοίμασε το πιστωτικό ίδρυμα, που μπορεί να περιέχει προδιατυπωμένους όρους, απευθυνόμενους σε αόριστο πλήθος καταναλωτών, που θεωρούνται και είναι καταχρηστικοί, για τον πελάτη, το δικαστήριο μπορεί να ελέγξει αυτούς, μετά από αγωγή του τελευταίου, με βάση την οποία παραπονείται σχετικά με αυτούς. Για τον έλεγχο του κύρους των γενικών όρων συναλλαγής (ΓΟΣ) στις συμβάσεις, που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του αρθρ. 2 του ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών», που ενσωμάτωσαν την οδηγία 93/13/ΕΟΚ της 05.04.1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κατά το αρθρ. 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το αρθρ. 10 παρ. 24 εδ β του ν. 741/1999 και αντικαταστάθηκε εκ νέου με την παρ. 2 του αρθρ. 2 του ν. 3587/2007, «Γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών, κατά τη σύναψή της, και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβαση από την οποία αυτή εξαρτάται». Κατά δε την παρ. 7 του ιδίου αρθρ. καταχρηστικοί, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση αυτής, είναι οι γενικοί όροι των συναλλαγών υπό τα στοιχεία «α» έως και «λβ». Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, που αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του αρθρ. 281 Α.Κ, με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού αυτής. Πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Λαμβάνονται προς αυτό υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων μερών στη συγκεκριμένη σύμβαση και ερευνάται ποιες συνέπειες θα είχε η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά. Αν η, προβλεπόμενη από τον κρινόμενο γενικό όρο, ρύθμιση είναι απλώς μη συμφέρουσα για τον καταναλωτή και η από αυτή επιβάρυνσή του δεν είναι ουσιώδης, τότε δεν επέρχεται σημαντική διατάραξη της προκείμενης ισορροπίας. Εξάλλου, ενόψει του ότι ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ προσανατολίζεται προς τη διάταξη του αρθρ. 281 Α.Κ, δεν απαγορεύεται με τους ΓΟΣ η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο εκείνων που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή, σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της σύμβασης δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου έτσι διαταράσσεται, όταν, με το περιεχόμενο του ΓΟΣ, αλλάζουν εκείνα, που έχουν διαμορφωθεί, με βάση κανόνες του ενδοτικού δικαίου, για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Εξ αυτού έπεται ότι γενικοί όροι, που παραβαίνουν κανόνα δικαίου, αναγκαστικής τάξης απαγορεύεται απόλυτα. Επίσης ελέγχεται για καταχρηστικότητα ρύθμιση ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Ετσι, κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ ερευνάται, αν υπάρχει τυπική διατάραξη, ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση, και στη συνέχεια ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής. Αν, δηλαδή, η απόκλιση στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εν τέλει, εξετάζεται, σε πρώτη φάση, αν συγκεκριμένος ΓΟΣ αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα, αν συγκαταλέγεται δηλαδή στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του αρθρ. 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994. Σε περίπτωση δε αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσο περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 1219/2001, ΕλλΔνη 42, 1603).

Περαιτέρω, στο χώρο των τραπεζικών συναλλαγών η ανάγκη προστασίας της συμβατικής ισορροπίας και διασφάλισης της δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης των αντισυμβαλλόμενων των τραπεζών είναι ιδιαίτερα έκδηλη, λόγω της οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής ή της εξουσιαστικής θέσης των τραπεζών, οι οποίες επιβάλλουν κατά κανόνα μονομερώς στους ασθενέστερους αντισυμβαλλόμενους την κατάρτιση τυποποιημένων συμβάσεων, με προδιατυπωμένους από τις ίδιες γενικούς όρους. Ενώ οι παρεχόμενες από αυτές (τράπεζες) υπηρεσίες σαφώς απευθύνονται και αφορούν ευρύ καταναλωτικό κοινό. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ εφαρμόζονται ευθέως και στις περιπτώσεις τραπεζικών συναλλαγών (ΕφΑθ 730/2005, ΕΕμπΔ 2005, 741- Φ Δωρή, Η εξειδίκευση της καλής πίστης στο αρθρ. 2 του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και η σημασία στο κοινό δίκαιο, ΝοΒ 2000, 737 επ).

Με την υπό κρίση αγωγή, εκθέτει ο ενάγων ότι: Στην εναγομένη διατηρεί τον υπ αριθ. ……………. τραπεζικό λογαριασμό. Στις 07/12/11 στον παραπάνω λογαριασμό του κατατέθηκε το ποσό των 50,00€, από τον …………….. Στις 11/01/12 η εναγομένη, με την οποία εκτός από τον παραπάνω λογαριασμό είχε και ανοικτό λογαριασμό πίστωσης και χορήγησης πιστωτικής κάρτας, χωρίς καμία ειδοποίησή του, αφαίρεσε το παραπάνω ποσό από το λογαριασμό του. Η εναγομένη ενήργησε δόλια σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη και εναντίον του δεν είχε βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση, ώστε να αποσπάσει τα παραπάνω χρήματα από το λογαριασμό του. Επιπλέον η χρέωση του λογαριασμού του με έξοδα πιστωτικής κάρτας, όπως αναφέρει η ταυτότητα της πράξης αυτής είναι παράνομη και εμπίπτει στις αδικοπραξίες του αρθρ. 914 ΑΚ. Η εναγομένη άσκησε καταχρηστικά τα δικαιώματά της και με τον τρόπο αυτό ζημίωσε την περιουσία του παράνομα και εξ αυτής υπέστη ηθική βλάβη. Επιδιώκει, τέλος, ο ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη να του επιστρέψει το ποσό των 50,00€, που ανέλαβε από τον παραπάνω λογαριασμό του, νομιμότοκα από τότε που ανέλαβε το ποσό αυτό, δηλαδή στις 11/01/12, να του καταβάλλει ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη, που υπέστη το ποσό των 1.400,00€ και να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Ετσι έχουσα η αγωγή, αρμόδια και παραδεκτά φέρεται στο δικαστήριο αυτό (αρθρ. 14 και 25 Κ.Πολ.Δ), ενώ ο ενάγων νομίμως παρέστη κατ αυτή χωρίς δικηγόρο (αρθρ. 94 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει) και επί αυτής έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των αρθρ. 466 επ Κ.Πολ.Δ, είναι βάσιμη κατά το νόμο, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 440, 441, 167, 830 παρ. 1, 806, 827, 713 επ ΑΚ, 25-28 του νδ 17-7/13-8/1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», 2 παρ. 7, 3, 7 του Ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει, 361, 281, 932 ΑΚ και 176 Κ.Πολ.Δ και πρέπει να εξεταστεί και στην ουσία της

Η εναγομένη αρνείται την αγωγή για το λόγο ότι στον ενάγοντα, δυνάμει της από 04/12/98 σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας και του αντίστοιχου προσαρτήματος χορήγησε πίστωση, με χρήση πιστωτικής κάρτας MASTERCARD. Η ίδια κατήγγειλε τη σύμβαση, με την από 13/03/10 εξώδικη δήλωσή της και στη συνέχεια με αίτησή της εκδόθηκε η υπ αριθ. 1810/2010 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη, του Ειρηνοδικείου Πατρών, για ποσό 6.135,54€. Με βάση δε αυτή η ίδια προχώρησε σε συμψηφισμό του ποσού των 50,00€, από τον λογαριασμό του ενάγοντα, στις 11/01/12, διότι η σύμβαση, που είχε με τον ενάγοντα, της έδινε το δικαίωμα αυτό.

Ετσι έχουσα η αιτιολογημένη άρνηση της εναγομένης νόμιμα προβάλλεται και πρέπει να εξεταστεί και στην ουσία της

Από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τους ισχυρισμούς και ομολογίες τους, που περιλαμβάνονται στις προτάσεις τους και από όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, τα εξής:

Στις 04/12/98 μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντα συνάφθηκε σύμβαση για χορήγηση πιστωτικής κάρτας και ανοίγματος πίστωσης για λογαριασμό του ενάγοντα. Με βάση αυτή χορηγήθηκε στον τελευταίο εκ μέρους της εναγομένης η με αριθ. ……………. κάρτα Mastercard, που τελικά ο αριθμός της μεταβλήθηκε από το 2007 στον αριθμό …………….. Η αρχική πίστωση για την παραπάνω κάρτα ορίστηκε στο ποσό των 750.000 δρχ, στη συνέχεια αυξήθηκε προοδευτικά στις 4.000,00€. Τέλος, με βάση αίτηση του πιστούχου και το από 13/01/13 πρόσθετο σύμφωνο, χορήγησαν στον παραπάνω πρόσθετη πίστωση για την αγορά αυτ/του, με παρακράτηση κυριότητας ποσού 7.630,00€, που ήταν εξοφλητέο σε 60 ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Η καταβολή των δόσεων αναστάλθηκε, δυνάμει των από 13/12/07 και 10/01/08 αιτήσεων του ενάγοντα, λόγω υπαγωγής του στην πράξη νομοθετικού περιεχομένου, με αριθ. 205/29.08.07, περί σεισμόπληκτων, επί εξάμηνο. Ο ενάγων καθυστέρησε την οφειλή του προς την τράπεζα, η οποία με την από 13/03/10 εξώδικη δήλωση καταγγελία και πρόσκληση γνωστοποίησε στον ενάγοντα το κλείσιμο του λογαριασμού και τον κάλεσε να καταβάλει το σύνολο της οφειλής του. Η εξώδικη αυτή καταγγελία κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 20/05/2010. Στη συνέχεια η εναγομένη υπέβαλε αίτηση στον Ειρηνοδίκη, του Ειρηνοδικείου Πάτρας, η οποία έγινε δεκτή και εκδόθηκε η υπ αριθ. 181/2010 διαταγή πληρωμής, για ποσό κεφαλαίου 6.135,54€, πλέον τόκων και εξόδων. Η παραπάνω διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε στις 09/09/10, κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 30/09/10 και εναντίον αυτής άσκησε ο τελευταίος, νόμιμα και εμπρόθεσμα, την από 30/09/10 ανακοπή του, την οποία κοινοποίησε στην εναγομένη στις 04/10/10 (υπ αριθ. 7961/10 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πατρών Ελένης Σαμαντά). Ακολούθως, ο ενάγων άσκησε την από 05/10/10 αίτησή του, για αναστολή εκτέλεσης, που κοινοποίησε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ ης. Δικάσιμος για την παραπάνω αίτηση ορίστηκε αρχικά η 01/11/10 και στη συνέχεια η 28/03/11, οπότε και συζητήθηκε αυτή και εκδόθηκε η υπ αριθ. 94/31.05.11 απόφαση, που ανέστειλε την εκτέλεση της παραπάνω διαταγής πληρωμής, μέχρι εκδόσεως οριστικής απόφασης, επί της ανακοπής του ενάγοντα. Αντίγραφο της παραπάνω αποφάσεως αναστολής επέδωσε, ο ενάγων, στην εναγομένη, στις 10/06/2011, όπως προκύπτει από την υπ αριθ. 11415/2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Αθήνας Σταματίνας Μωροπούλου. Συνεπώς, η εναγομένη γνώριζε έκτοτε (10/06/11) ότι η εκτέλεση της παραπάνω διαταγής πληρωμής είχε ανασταλεί. Στην ίδια τράπεζα ο ενάγων διατηρούσε τον με αριθ. ……………. τραπεζικό λογαριασμό ταμιευτηρίου, ο οποίος και δεν συνδέθηκε με την παραπάνω κάρτα. Από ότι προκύπτει, από προσκομιζόμενο αντίγραφο του λογαριασμού αυτού, από 28/01/12, ο λογαριασμός αυτός είχε, στις 16/01/12, το ποσό των 30,75€, τα οποία ανέλαβε η εναγομένη στις 11/01/12 με αιτιολογία της ανάληψης «χρεώσεις πιστ. Καρτών». Ενώ, εμφανίζεται ανακολουθία στις εγγραφές, αυτές, σε τρόπο μη συνάδοντα με τις εγγραφές. Στις 07/12/11 στον παραπάνω λογαριασμό κατατέθηκε, από τον ……………., προς τον ενάγοντα, το ποσό των 50,00€. Η εναγομένη, στις 11/01/12, όπως προκύπτει, ανέλαβε το παραπάνω ποσό, με αιτιολογία της πράξης ανάληψης «χρεώσεις πιστ. Καρτών». Ισχυρίζεται, ήδη η εναγομένη, ότι έλαβε το ποσό των 50,00€ από τον παραπάνω λογαριασμό ταμιευτηρίου του ενάγοντα, προβαίνοντας νόμιμα σε συμψηφισμό του παραπάνω διαθέσιμου ποσού, με βάση όρο της σύμβασης χορήγησης κάρτας, που της δίνει το παραπάνω δικαίωμα και με βάση την υπ αριθ. 181/2010 διαταγή πληρωμής. Από ότι προκύπτει, στον όρο 33 της παραπάνω σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας, υπάρχει ο εξής όρος: « με την παρούσα σύμβαση ο κάτοχος εξουσιοδοτεί ανέκκλητα την τράπεζα να χρεώνει μονομερώς, χωρίς καμία άλλη σύμπραξή του, οποιονδήποτε λογαριασμό καταθέσεων διατηρεί στην τράπεζα, με το ποσό τυχόν ανεξόφλητης και ληξιπρόθεσμης οφειλής του». Ωστόσο, το γεγονός, ότι ο ενάγων εκχώρησε στην τράπεζα το δικαίωμα, να χρεώνει μονομερώς οποιονδήποτε λογαριασμό του, προς εξόφληση ανεξόφλητης και ληξιπρόθεσμης οφειλής του, δεν σημαίνει ότι ο ενάγων εκχώρησε στην τράπεζα και το εκ του νόμου υπάρχον δικαίωμά του, να πληροφορείται το γεγονός αυτό, προηγούμενα. Εφόσον, δηλαδή, η εναγομένη υποστηρίζει ότι άσκησε δικαίωμα μονομερούς δήλωσης συμψηφισμού, του ποσού των 50,00€, που είχε καταθέσει τρίτος στον λογαριασμό του ενάγοντα, αφενός θα έπρεπε (σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην μείζονα πρόταση) να γνωστοποιήσει εκ των προτέρων την βούλησή της αυτή στον ενάγοντα. Αφετέρου, θα έπρεπε να αποδεικνύει την εκ μέρους της γνωστοποίηση αυτή στον ενάγοντα, με έγγραφό της, βεβαίας χρονολογίας, το οποίο και θα έπρεπε να αποστείλει στον ενάγοντα, πριν προβεί στην ανάληψη του παραπάνω ποσού από τον λογαριασμό του. Ο ενάγων αρνείται, ότι η εναγομένη τον ειδοποίησε εγγράφως ή ακόμη και προφορικά, για το γεγονός. Δεν αποδεικνύεται, δε, ότι η εναγομένη γνωστοποίησε στον ενάγοντα την ενάσκηση του παραπάνω δικαιώματός της. Σύμφωνα, δηλαδή, με τη θεωρία παραλαβής της δήλωσης βουλήσεως, που υιοθετείται από τον Α.Κ, η ενέργεια της εναγομένης και η βούλησή της, για συμψηφισμό, επιφέρει την νομική της ενέργεια, αφότου περιέλθει η δήλωση βουλήσεως στον ενάγοντα. Το εκ του νόμου δικαίωμα αυτό ο ενάγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απεμπολεί, με βάση τον παραπάνω όρο της σύμβασης. Το εκ της σύμβασης δικαίωμα της εναγομένης, να ασκήσει μονομερώς το δικαίωμά της συμψηφισμού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμπεριλαμβάνει και τη μη γνωστοποίηση της δήλωσης βούλησής της στον ενάγοντα. Κάτι τέτοιο, δεν περιλαμβάνεται στον παραπάνω όρο της σύμβασης. Ακόμη και αν περιλαμβανόταν, όμως, θα ήταν σε κάθε περίπτωση καταχρηστικός όρος. Διότι, έτσι, εκτός από την μονομερή άσκηση βουλήσεως, εκ μέρους της τράπεζας και μόνο, σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα θεωρήσει η ίδια και μόνο εύλογο, χωρίς σύμπραξη του καταναλωτή- ενάγοντα, καταργείται το εκ του νόμου ελάχιστο μέρος υποχρέωσης της, έναντι του τελευταίου, προς γνωστοποίηση. Αφού, για να αναπτύξει αυτή, η μονομερής δήλωση βούλησης της τράπεζας, τις νόμιμες ενέργειές της, πρέπει να γνωστοποιηθεί προηγούμενα και να αποδεικνύεται η γνωστοποίηση αυτή προς τον καταναλωτή πελάτη της. Διαφορετικά, δεν αποτελεί «δήλωση βουλήσεως», αλλά «απλή βούληση», που δεν μπορεί να επιφέρει έννομες συνέπειες. Παράλληλα, η υποχρέωση γνωστοποίησης στον καταναλωτή, των ενεργειών της, εκ μέρους της εναγομένης, επιβάλλεται και από άλλους νόμους, όπως και από το ν. 2251/1994 περί καταναλωτή. Περαιτέρω, όταν η τράπεζα προέβη στην παραπάνω ανάληψη χρημάτων από το λογαριασμό του ενάγοντα, με βάση την παραπάνω διαταγή πληρωμής, όπως υποστηρίζει, γνώριζε ότι η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής είχε ήδη ανασταλεί και η απαίτησή της είχε θεωρηθεί μη εκκαθαρισμένη. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, να ασκήσει το μονομερές δικαίωμά της συμψηφισμού της απαίτησής της, με απαίτηση 50,00€, που είχε εκ μέρους της ο ενάγων, σύμφωνα με τους όρους του λογαριασμού ταμιευτηρίου και το αρθρ. 827 ΑΚ. Διότι, δεν προέκυπτε σε ποια συγκεκριμένη απαίτησή της συμψήφισε το ποσό των 50,00€, με δεδομένο ότι θα έπρεπε η απαίτησή της αυτή να είναι ληξιπρόθεσμη, βεβαία, έγκυρη και εκκαθαρισμένη και να συνυπήρξε με την παραπάνω απαίτηση του ενάγοντα κατ αυτής. Η εναγομένη, που δεν ισχυρίστηκε το παραπάνω, που δεν αποδείχτηκε, από κανένα στοιχείο, ενήργησε κατά κατάχρηση δικαιώματος και ανέλαβε το παραπάνω ποσό από το λογαριασμό του ενάγοντα, χωρίς να γνωστοποιήσει προηγούμενα σε αυτόν την παραπάνω βούλησή της, αλλά και χωρίς να προκύπτει, σε ποια απαίτησή της συμψήφισε το ποσό των 50,00€ και συνεπώς ενήργησε παράνομα και αντισυμβατικά. Θα πρέπει, δε, να υποχρεωθεί να επιστρέψει το παραπάνω ποσό των 50,00€, το οποίο άκυρα και καταχρηστικά αφαίρεσε από τον λογαριασμό του ενάγοντα, νομιμότοκα από τότε που ενήργησε την πράξη της αυτή. Διότι, γνώριζε, όταν το έπραξε, ότι η απαίτησή της δεν ήταν βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Εκ της παραπάνω ενέργειάς της ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, δοκίμασε στενοχώρια, για την οποία και με δεδομένες τις συνθήκες, το ύψος της οφειλής, το μέγεθος της εναγομένης, την οικονομική κατάσταση του ενάγοντα θα πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη, να καταβάλλει στον ενάγοντα, το ποσό των 250,00€, ως αποζημίωση της βλάβης του. Το ποσό αυτό θεωρεί το δικαστήριο δίκαιο, εύλογο και ανάλογο των περιστάσεων και σε αυτό πρέπει να μειωθεί το από τον ενάγοντα αιτούμενο.

Κατ ακολουθία των όσων αναφέρθηκαν, θα πρέπει, απορριπτόμενων των εναντίον ισχυρισμών της εναγομένης, να γίνει δεκτή η αγωγή εν μέρει, εφόσον αποδείχτηκε και ως βάσιμη στην ουσία της, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 50,00€, που αφαίρεσε παράνομα από το λογαριασμό του, χωρίς καμία προηγούμενη έγγραφη γνωστοποίηση σε αυτόν, για την άσκηση του δικαιώματός της, νομιμότοκα από την επομένη ημέρα της αφαίρεσης, καθώς και ποσό 250,00€ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη και συνολικά το ποσό των τριακοσίων ευρώ (50,00€ + 250,00€) και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα κατ αρθρ. 176 Κ.Πολ.Δ, διότι το μέρος που απορρίφθηκε, που αφορά την αποζημίωση για ηθική βλάβη, εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει, ότι κρίθηκε απορριπτέο

Δέχεται εν μέρει την αγωγήΥποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 300,00. Εξ αυτών ποσό 50,00€ νομιμοτόκως από τις 12/01/12 μέχρι εξοφλήσεως.
Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα, την οποία ορίζει στα 180,00 €.Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2013, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, ενώ απουσίαζαν οι διάδικοι.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(A΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)