Με το συγκεκριμένο νόμο μπορούν να ρυθμιστούν οι συνολικές οφειλές των ελληνικών επιχειρήσεων ,ανεξάρτητα από τον εταιρικό τύπο τους ή το ύψος του κύκλου εργασιών τους ή το μέγεθος τους . Ο νέος αυτός νόμος αφορά τόσο φυσικά πρόσωπα με πτωχευτική ικανότητα ,δηλαδή ατομικές επιχειρήσεις , όσο και νομικά πρόσωπα ,δηλαδή εταιρίες, εφ’ όσον αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και έχουν φορολογική κατοικία στην Ελλάδα. Σκοπός της εξωδικαστικής διαδικασίας είναι η ρύθμιση των οφειλών του οφειλέτη προς οποιονδήποτε πιστωτή (τράπεζες, φορολογικές αρχές, φορείς κοινωνικής ασφάλισης, προμηθευτές κ.α.), οι οποίες μπορούν να προέρχονται είτε από την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη, είτε, κυρίως στις περιπτώσεις που ο οφειλέτης έχει ατομική επιχείρηση, αποτελούν οφειλές από άλλη αιτία. Η συμπερίληψη και των τελευταίων αυτών οφειλών κρίθηκε αναγκαία καθώς στις ατομικές επιχειρήσεις, που αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα, οι οφειλές των επιχειρηματιών, έστω και από άλλη αιτία, επιβαρύνουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα εν γένει, ενώ εξάλλου η ίδια η επιχείρηση είναι αυτή που αποτελεί την κύρια πηγή εσόδων για την αποπληρωμή των πάσης οφειλών φύσεως του επιχειρηματία. Η ρύθμιση των οφειλών αυτών, με τη σειρά της, στοχεύει στην εξασφάλιση της βιωσιμότητας της επιχείρησης του οφειλέτη στο μέλλον.
Δεν μπορούν να υπαχθούν στο συγκεκριμένο νόμο τα φυσικά πρόσωπα που δεν διαθέτουν εμπορική ιδιότητα -αυτά εξακολουθούν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 (Α' 130) για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων .
Θα πρέπει ,κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016,η επιχείρηση να είχε οφειλή προς χρηματοδοτικό φορέα από δάνειο ή πίστωση σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα (90) ημερών
ή οφειλή που ρυθμίστηκε μετά την 1η Ιουλίου 2016
ή να είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση
ή προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή προς άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης,
ή να είχε βεβαιωθεί η μη πληρωμή επιταγών εκδόσεώς της λόγω μη επαρκούς υπολοίπου κατά το άρθρο 40 του ν. 5960/1933 (Α` 401)
ή να είχαν εκδοθεί διαταγές πληρωμής ή δικαστικές αποφάσεις λόγω ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων εις βάρος της.
Αρκεί ,δηλαδή, να αποδεικνύεται η αδυναμία των επιχειρήσεων να εξυπηρετήσουν έστω και μια οφειλή τους προς οποιονδήποτε πιστωτή τους
Επιπλέον θα πρέπει οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές της επιχείρησης να ξεπερνούν το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
Οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν αρκούν. Βασικός σκοπός του νέου μηχανισμού είναι η διάσωση βιώσιμων επιχειρήσεων . Ο νόμος προβλέπει επιπλέον κριτήρια υπαγωγής ανάλογα με το είδος του λογιστικού συστήματος του τηρεί ο οφειλέτης(επιχείρηση). Ο οφειλέτης που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα, δηλαδή βιβλία Β΄κατηγορίας , μπορεί να υποβάλει αίτηση μόνο εφόσον έχει θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων σε μία τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης του .Για τον οφειλέτη που τηρεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα, δηλαδή βιβλία Γ κατηγορίας απαιτείται να πληροί μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις σε μία τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης του :
α) έχει θετικά αποτελέσματα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων ή
β) έχει θετική καθαρή θέση (equity), η οποία προσδιορίζεται από το αριθμητικό αποτέλεσμα που προκύπτει εάν από το συνολικό ενεργητικό της επιχείρησης αφαιρεθούν οι συνολικές υπο-χρεώσεις της.
Δεν μπορούν να υποβάλουν αίτηση ρύθμισης των οφειλών τους όσες επιχειρήσεις έχουν υποβάλει αίτηση ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου για υπαγωγή στις διατάξεις των άρθρων 62 επ. του ν. 4307/2014 (γνωστού ως νόμου Δένδια) ή στις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα , εκτός εάν έχει υπάρξει έγκυρη παραίτησή τους από τις εν λόγω διαδικασίες μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών. Ακόμα αποκλείονται και τα πρόσωπα για τα οποία έχει εκδοθεί οριστική απόφαση υπαγωγής του οφειλέτη σε μία από τις παραπάνω αναφερόμενες διαδικασίες ή έχει συζητηθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου η αίτηση υπαγωγής τους στις παραπάνω διαδικασίες και εκκρεμεί η έκδοση δικαστικής απόφασης . Δεν έχουν,ακόμα, δικαίωμα υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών: α) τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα, β) οι πάροχοι επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών παρόχων επενδυτικών υπηρεσιών που λειτουργούν στην Ελλάδα, γ) οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ), καθώς και οι Οργανισμοί Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ), καθώς και οι διαχειριστές αυτών, και δ) οι ασφαλιστικές εταιρίες.
Στις «μεγάλες» επιχειρήσεις ανήκουν όσες είτε είχαν στην τελευταία χρήση πριν την ένταξη τους στη διαδικασία κύκλο εργασιών μεγαλύτερο από 2.500.000€ είτε έχουν-κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης- συνολικές οφειλές (ληξιπρόθεσμες ή μη ) άνω των 2.000.000€ .Συνεπώς, μικρές επιχειρήσεις είναι όσες δεν ξεπερνούν κανένα από τα δύο παραπάνω όρια.
Η διαδικασία εκκινεί ακόμα και αν εκδηλώσουν ενδιαφέρον πιστωτές που εκπροσωπούν το 50% των απαιτήσεων έναντι της επιχείρησης , όλοι όμως οι πιστωτές έχουν κίνητρο συμμετοχής καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ληφθεί δεσμευτική απόφαση για τη ρύθμιση της απαίτησης ερήμην τους
Όχι, ούτε αυτή η κατηγορία οφειλετών μπορεί να υποβάλει αίτηση ρύθμισης των οφειλών τους, εκτός εάν υποβληθεί δήλωση έναρξης εργασιών φυσικού προσώπου ή αποφασισθεί από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου η αναβίωσή του, πριν από την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών
Ναι. Δεν μπορεί να υποβάλει αίτηση το φυσικό πρόσωπο ή ,στην περίπτωση των νομικών προσώπων, οι πρόεδροι ή οι διευθύνοντες σύμβουλοι ή οι διαχειριστές ή οι εταίροι ή και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση στη διαχείριση αυτών , εφ’ όσον έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για φοροδιαφυγή, εκτός αν αφορά μη απόδοση φόρου προστιθέμενης αξίας, φόρου κύκλου εργασιών, φόρου ασφαλίστρων, παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων τελών ή εισφορών ή φόρου πλοίων. Η ίδια απαγόρευση ισχύει και αν η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση αφορά νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, υπεξαίρεση, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, δωροληψία, λαθρεμπορία, καταδολίευση δανειστών, χρεοκοπία, ή απάτη, σε βαθμό κακουργήματος. Στην περίπτωση της απάτης, αν ο παθών είναι το Δημόσιο ή Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης, αρκεί η καταδίκη σε βαθμό πλημμελήματος. Επί νομικών προσώπων, η κατά τα ανωτέρω ποινική καταδίκη των παραπάνω προσώπων πρέπει να αφορά αξιόποινη πράξη που σχετίζεται με την επιχειρηματική δραστηριότητα του νομικού προσώπου το οποίο ζητεί την ένταξή του στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.
Όχι, στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης δεν υπάγονται οφειλές του οφειλέτη που έχουν γεννηθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016.
Ναι, αλλά μόνο αν οι απαιτήσεις ενός πιστωτή υπερβαίνουν
σε ποσοστό το ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμιση μετά την υποβολή της προωθείται στον εν λόγω πιστωτή για διμερή διαπραγμάτευση. Πρόκειται για μια απλοποιημένη διαδικασία που ακολουθείται μόνο για τη συγκεκριμένη περίπτωση .
Πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων: (α) δεν υπερβαίνουν ατομικά για κάθε πιστωτή το ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ και ποσοστό ενάμισι τοις εκατό (1,5%) του συνολικού χρέους του οφειλέτη και (β) δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ και ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του συνολικού χρέους του οφειλέτη δεν συμμετέχουν στη διαδικασία του παρόντος νόμου και δεν δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Αν οι απαιτήσεις που εμπίπτουν στα κριτήρια της περίπτωση α` υπερβαίνουν αθροιστικά ένα από τα κριτήρια της περίπτωση β`, δεν συμμετέχουν στη διαδικασία του παρόντος νόμου και δεν δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών οι πιστωτές με τις μικρότερες απαιτήσεις έως τη συμπλήρωση του ποσοστού του δεκαπέντε τοις εκατό (15%) ή του ποσού των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ. Οι λοιποί πιστωτές, ακόμα και εάν οι απαιτήσεις τους δεν υπερβαίνουν τα κριτήρια της περίπτωση α`, συμμετέχουν στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης του συγκεκριμένου νόμου.
Πρόκειται για τους μικρούς πιστωτές μίας επιχείρησης, οι οποίοι μπορεί να είναι πολυάριθμοι, αλλά κατά κανόνα η ρύθμιση των απαιτήσεών τους δεν είναι κρίσιμη για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας της επιχείρησης. Η μη συμμετοχή τους στη διαδικασία επιλύει ζητήματα συντονισμού και οργάνωσης, ενώ η απαγόρευση ρύθμισης των απαιτήσεών τους με τη σύμβαση συντελεί στο να ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα και στο ακέραιο εργαζόμενοι αλλά και μικροί προμηθευτές.
Κάθε οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτηση για την υπαγωγή του στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών έως την 31η Δεκεμβρίου 2018. Αν όμως υποβάλει πρόταση προς τον οφειλέτη για την υπαγωγή του στο νόμο οποιοσδήποτε από τους πιστωτές του π.χ το Δημόσιο , ή η Τράπεζα ή το ΙΚΑ τότε ο οφειλέτης είναι υποχρεωμένος να υπαχθεί μέσα σε δύο μήνες αλλιώς χάνει τη δυνατότητα μεταγενέστερης ίδιας αίτησης χωρίς να προσκληθεί εκ νέου από τους πιστωτές του
Όχι, η υποβολή δεύτερης αίτησης από τον ίδιο οφειλέτη αποκλείεται όσο εκκρεμεί η πρώτη ή μετά τη σύνταξη από το συντονιστή πρακτικού περαίωσης της διαδικασίας, ή πρακτικού αποτυχίας για οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους στο νόμο λόγους.
Η αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.) με τη χρήση ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία τηρείται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. Η αίτηση πρέπει υποχρεωτικά να συνοδεύεται από όλα τα έγγραφα που προβλέπει ο νόμος.
Ναι. Η αίτηση της επιχείρησης περιέχει υποχρεωτικά τα εξής:
α) πλήρη στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, διεύθυνση, Α.Φ.Μ., ΚΑΔ, τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση), αναφορά στον κύκλο εργασιών της κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης και στις συνολικές υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών της, περιγραφή της δραστηριότητάς της, της οικονομικής της κατάστασης, των λόγων της οικονομικής της αδυναμίας και των προοπτικών της επιχείρησής της,
β) κατάλογο όλων των πιστωτών της με πλήρη στοιχεία (επωνυμία, διεύθυνση, Α.Φ.Μ., τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση), των οφειλομένων ποσών ανά πιστωτή και των συνοφειλετών που ευθύνονται έναντι κάθε πιστωτή,
γ) την πρότασή του για τον τρόπο ρύθμισης των οφειλών του, όπου αναφέρει τουλάχιστον το ποσό που είναι σε θέση να καταβάλει σε μηνιαία ή ετήσια βάση για την αποπληρωμή των οφειλών του, βασίζεται στα εκτιμώμενα έσοδα και έξοδα του οφειλέτη κατά τις επόμενες τρεις (3) τουλάχιστον χρήσεις .Η πρόταση του οφειλέτη θα πρέπει να μην παραβιάζει τις αρχές που θέτει ο νόμος 4469/2017 , δηλαδή τις αρχές της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών ή της σύμμετρης ικανοποίησης καθώς και τους ειδικούς όρους που τίθενται για τη ρύθμιση των οφειλών προς το Δημόσιο και προς τους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης
δ) τα στοιχεία που απαιτούνται για την αξιολόγηση της επιλεξιμότητάς του.
Μαζί με την αίτηση πρέπει να συνυποβληθεί α) κατάλογος των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με αναφορά στην εκτιμώμενη εμπορική αξία τους, έτσι ώστε να μπορεί να προσδιορισθεί η αξία ρευστοποίησης της περιουσίας του, β) πλήρης περιγραφή των βαρών και λοιπών εξασφαλίσεων (είδος βάρους ή εξασφάλισης, πιστωτής, ασφαλιζόμενο ποσό, σειρά, δημόσιο βιβλίο ) που είναι εγγεγραμμένα επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, γ) πλήρη στοιχεία κάθε συνοφειλέτη (επωνυμία, πλήρη διεύθυνση, Α.Φ.Μ., τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση).Επιπλέον πρέπει να υποβληθούν μαζί με την αίτηση δήλωση για κάθε μεταβίβαση ή επιβάρυνση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη που έγινε εντός των τελευταίων πέντε (5) ετών πριν από την υποβολή της αίτησης και για κάθε καταβολή μερίσματος από τον οφειλέτη προς τους μετόχους ή εταίρους ή άλλη συναλλαγή, εκτός των τρεχουσών συναλλαγών της επιχείρησης, που έγινε εντός των τελευταίων 24 μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης, καθώς και τα στοιχεία κάθε νομικού προσώπου συνδεδεμένου με τον οφειλέτη με ημερομηνία σύστασης μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2012,όπως και πλήρη στοιχεία ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που τυχόν μεταβιβάστηκαν από τον οφειλέτη ή τους συνοφειλέτες σε
πρόσωπα συνδεδεμένα με τον οφειλέτη μετά την 1η Ιανουαρίου 2012. Συνυποβάλλεται υποχρεωτικά και κατάλογος των προσώπων που αμείβονται από τον οφειλέτη και τα οποία αποτελούν συνδεδεμένα πρόσωπα με αυτόν, καθώς και ανάλυση των αμοιβών αυτών κατά τους τελευταίους 24 μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης. Ο οφειλέτης, ωστόσο, μπορεί να συνοδεύει την αίτησή του με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, στοιχείο ή πληροφορία, την οποία θεωρεί σημαντική για την επιτυχία της διαδικασίας.
Η αίτηση συνοδεύεται υποχρεωτικά και από τα ακόλουθα έγγραφα:
α) δήλωση εισοδήματος φυσικών προσώπων (E.1) ή δήλωση φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων (Ν ή Ε.5 ή Φ01.010 ή Φ01.013) των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών,
β) κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα (Ε.3) των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών,
γ) συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών και προμηθευτών των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών,
δ) δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε.9), εφόσον προβλέπεται η υποχρέωση υποβολής της,
ε) πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος (εκκαθαριστικό) του τελευταίου φορολογικού έτους,
στ) πράξη διοικητικού προσδιορισμού του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του τελευταίου φορολογικού έτους,
ζ) τελευταία περιοδική δήλωση ΦΠΑ (Φ2), εφόσον προβλέπεται η υποχρέωση υποβολής της,
η) καταστάσεις βεβαιωμένων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση και προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες πρέπει να έχουν εκδοθεί εντός των τελευταίων τριών (3) μηνών
πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης,
θ) χρηματοοικονομικές καταστάσεις του άρθρου 16 του ν. 4308/2014 (Α` 251) των τελευταίων πέντε (5) περιόδων, οι οποίες πρέπει να είναι δημοσιευμένες, εφόσον προβλέπεται αντίστοιχη υποχρέωση,
ι) προσωρινό ισοζύγιο τελευταίου μηνός τεταρτοβάθμιων λογαριασμών του αναλυτικού καθολικού της γενικής λογιστικής, εφόσον προβλέπεται η κατάρτισή του,
ια) αντίγραφο ποινικού μητρώου γενικής χρήσης του οφειλέτη ή του πρόεδρου του διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου για ανώνυμες εταιρείες, του διαχειριστή για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, των ομόρρυθμων εταίρων και των διαχειριστών για προσωπικές εταιρείες,
ιβ) πιστοποιητικό περί μη πτώχευσης από το αρμόδιο Πρωτοδικείο,
ιγ) πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης αίτησης πτώχευσης από το αρμόδιο Πρωτοδικείο,
ιδ) πιστοποιητικό περί μη λύσης της εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ., εφόσον ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο,
ιε) πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του οφειλέτη ή του πρόεδρου του διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου για ανώνυμες εταιρείες, του διαχειριστή για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, των ομόρρυθμων εταίρων και των διαχειριστών για προσωπικές εταιρείες.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών μπορεί να καθορίζονται και νέα δικαιολογητικά ως υποχρεωτικώς συνυποβαλλόμενα με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία του παρόντος νόμου έγγραφα ή να τροποποιούνται τα παραπάνω δικαιολογητικά .
Η αξία των ακινήτων τα οποία δηλώνονται στην αίτηση καθορίζεται με βάση έκθεση εκτιμητή ακινήτων, την οποία συνυποβάλλει ο οφειλέτης με την αίτησή του. Αν ο οφειλέτης δεν προσκομίσει έκθεση από εκτιμητή, ως αξία των ακινήτων στην αίτηση δηλώνεται η αξία που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ).
Aν υπάρχουν συνοφειλέτες ( ως συνοφειλέτες θεωρούνται και οι εγγυητές ) η αίτηση πρέπει να συνυποβάλλεται υποχρεωτικά από όλους , να περιλαμβάνει τουλάχιστον κατάλογο με τις υποχρεώσεις τους έναντι των δικών τους πιστωτών και των περιουσιακών τους στοιχείων και να συνοδεύεται από ορισμένα δικαιολογητικά, ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί από τους πιστωτές η ικανότητα αυτών των προσώπων να αποπληρώσουν μέρος των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Οι συνοφειλέτες δεν απαιτείται να συγκεντρώνουν τις ιδιότητες που πρέπει να έχουν όσοι υποβάλουν την αίτηση , ούτε να πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας αναφορικά με την κερδοφορία τους , για να συνυποβάλουν αίτηση, χωρίς φυσικά να εμποδίζονται να υποβάλουν αυτοτελώς αίτηση για ρύθμιση του συνόλου των οφειλών τους σε περίπτωση που πληρούν όλα τα κριτήρια υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό.
Αν δεν συνυποβληθεί αίτηση από έναν ή περισσότερους συνοφειλέτες του οφειλέτη, για την έναρξη της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών απαιτείται συναίνεση του πιστωτή ή των πιστωτών με την πλειοψηφία των απαιτήσεων έναντι των οποίων ευθύνονται οι εν λόγω συνοφειλέτες.
Χωρίς τη συναίνεση αυτή, η πλειοψηφία των υπολοίπων πιστωτών διατηρεί μεν την ευχέρεια να αποφασίσει την έναρξη της διαδικασίας, στην περίπτωση όμως αυτή οι απαιτήσεις των μη συναινούντων πιστωτών για τις οποίες ευθύνονται οι εν λόγω συνοφειλέτες, δεν ρυθμίζονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
Δεν απαιτείται συνυποβολή της αίτησης όταν συνοφειλέτης είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το Εθνικό Ταμείο Επιχειρημα-τικότητας και Ανάπτυξης (Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε.), καθώς και οποιοσδήποτε άλλος φορέας του δημόσιου τομέα που έχει χορηγήσει εγγύηση για δάνεια οποιουδήποτε είδους. Στην περίπτωση αυτή η διαδικασία προχωρεί ως εάν ο συγκεκριμένος συνοφειλέτης είχε συνυποβάλει την αίτηση και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά.
Όχι. Για αυτό το είδος των εταιριών η αίτηση δεν εξετάζεται, ακόμη και αν συναινέσουν οι πιστωτές, αν δεν συνυποβληθεί και από τους συνοφειλέτες που έχουν κατά την ημερομηνία υποβολής της την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας ή ευθύνονται από άλλη αιτία εις ολόκληρον και αλληλεγγύως για το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη.
΄
Ναι ,υπάρχει αυτή η πιθανότητα. Και τούτο διότι σύμφωνα με το ν.4469/2017 το Ελληνικό Δημόσιο, οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ή οι Τράπεζες μπορούν ,ως πιστωτές, να κινήσουν τη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών κοινοποιώντας στον οφειλέτη έγγραφη δήλωση, με την οποία τον καλούν να υπαχθεί στη διαδικασία του παρόντος νόμου, υποβάλλοντας τη σχετική αίτηση εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών. Η παράλειψη του οφειλέτη να υποβάλει αίτηση για κίνηση της διαδικασίας εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της εξώδικης έγγραφης γνωστοποίησης έχει ως συνέπεια να μην δικαιούται να κινήσει ο ίδιος τη διαδικασία υπαγωγής μεταγενέστερα, χωρίς να προσκληθεί εκ νέου από τους πιστωτές. Αν ο οφειλέτης υποβάλει αίτηση εμπρόθεσμα, ο πιστωτής που κίνησε τη διαδικασία λογίζεται ως συμμετέχων.
Με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία παρέχεται από τον οφειλέτη άδεια για κοινοποίηση στον συντονιστή, τον εμπειρογνώμονα και τους συμμετέχοντες πιστωτές, επεξεργασία και διασταύρωση από αυτούς των δεδομένων του, τα οποία περιλαμβάνονται στην αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα, όσο και άλλων δεδομένων του που βρίσκονται στην κατοχή των συμμετεχόντων πιστωτών για τους σκοπούς της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών. Η άδεια του προηγούμενου εδαφίου συνεπάγεται την άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων) και του φορολογικού απορρήτου.
Η διαδικασία κατ’ αρχάς γίνεται ηλεκτρονικά μέσα από μια ειδικά σχεδιασμένη και διαμορφωμένη πλατφόρμα στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ) .Εντός δύο εργάσιμων ημερών από την κατάθεση της αίτησης η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διορίζει συντονιστή της διαδικασίας από το μητρώο συντονιστών που τηρείται στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Στο Μητρώο συντονιστών εγγράφονται Διαπιστευμένοι Διαμεσολαβητές του ν.3898/2010. Η έδρα του συντονιστή πρέπει να βρίσκεται εντός της Περιφερειακής Ενότητας στην οποία έχει την έδρα του ο οφειλέτης. Η διαδικασία διορισμού του συντονιστή της διαδικασίας, η προθεσμία και οι λόγοι για την αποποίησή του, καθώς και ο τρόπος σύστασης του μητρώου συντονιστών προβλέπονται αναλυτικά στο νόμο .
Αν ο οφειλέτης και οι συμμετέχοντες πιστωτές δεν συμφώνησαν μεγαλύτερη αμοιβή, η αμοιβή του συντονιστή ορίζεται στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για οφειλέτες που εντάσσονται στην κατηγορία των μικρών επιχειρήσεων και στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ για οφειλέτες που εντάσσονται στην κατηγορία των μεγάλων επιχειρήσεων
Ναι. Στο νόμο οριοθετείται και περιγράφεται λεπτομερώς η διαδικασία της διαπραγμάτευσης από το στάδιο της δήλωσης συμμετοχής των πιστωτών έως και τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Οι προθεσμίες που τίθενται με τις επιμέρους διατάξεις είναι δεσμευτικές ,υπάρχουν όμως και σημεία που προσφέρεται η δυνατότητα παράτασής τους .
Στο τέλος του τμήματος των «Ερωτήσεων» ακολουθεί αναλυτικός πίνακας με όλες τις επιμέρους ενέργειες και προθεσμίες όλων των συμμετοχόντων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαπραγμάτευσης.
Όχι. Η εκπροσώπηση του από Δικηγόρο είναι προαιρετική . Δικαιούται όμως είτε να παραστεί μαζί με το Δικηγόρο του είτε να εξουσιοδοτήσει το Δικηγόρο του να παραστεί αντί για τον ίδιο
Στις μικρές επιχειρήσεις ο διορισμός εμπειρογνώμονα είναι προαιρετικός. Εναπόκειται στους συμμετέχοντες πιστωτές να επιλέξουν αν θα εκτιμήσουν από μόνοι τους τη βιωσιμότητα του οφειλέτη και την ικανότητα αποπληρωμής αυτού ή αν θα επιμείνουν στο διορισμό εμπειρογνώμονα. Στο νόμο προβλέπεται ότι μετά από αίτημα από συμμετέχοντες πιστωτές που είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των απαιτήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία και με απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών μπορεί να ανατεθεί σε εμπειρογνώμονα η εκπόνηση αξιολόγησης βιωσιμότητας του οφειλέτη, καθώς και η εκπόνηση σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών. Στην περίπτωση αυτή, επειδή ο διορισμός είναι επιλογή των πιστωτών, είναι εύλογο αυτοί να βαρύνονται με την αμοιβή του. Αν πάντως η διαδικασία περατωθεί επιτυχώς, με την κατάρτιση σύμβασης αναδιάρθρωσης, είναι εύλογο να βαρύνεται ο οφειλέτης με την αμοιβή αυτή, αφού η έκθεση του εμπειρογνώμονα εν τέλει ωφέλησε τον οφειλέτη, χωρίς φυσικά να απαγορεύεται αντίθετος όρος στη συμφωνία αναδιάρθρωσης.
Αντίθετα, στην περίπτωση των μεγάλων επιχειρήσεων, ο διορισμός εμπειρογνώμονα είναι υποχρεωτικός ,η δε σχετική δαπάνη βαρύνει την επιχείρηση . Όμως η επιλογή και ο διορισμός του εμπειρογνώμονα γίνεται με κοινή απόφαση του οφειλέτη και της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών ώστε να μεγιστοποιείται η πιθανότητα αποδοχής της έκθεσής του
Γενικά οι πιστωτές και ο οφειλέτης μπορούν να διαμορφώσουν ελεύθερα το περιεχόμενο της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Ο γενικός αυτός κανόνας ελεύθερης διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών σημαίνει ότι οι πιστωτές και ο οφειλέτης μπορούν να συμφωνήσουν να ρυθμίσουν τις οφειλές του τελευταίο0υ με οποιονδήποτε τρόπο και χωρίς κανέναν περιορισμό, εκτός φυσικά από τους ρητά αναφερόμενους στις διατάξεις νόμου που αναφέρονται παρακάτω. Ενδεικτικά, η επιχείρηση και οι πιστωτές της μπορούν να συμφωνήσουν, μεταξύ άλλων, τη μεταβολή του χρόνου εκπλήρωσης των απαιτήσεων και την εξόφλησή τους σε περισσότερες δόσεις, τη μείωση του επιτοκίου, την εξάρτηση καταβολής τόκων από το ύψος των κερδών της επιχείρησης, τη διαγραφή μέρους των απαιτήσεων, την κεφαλαιοποίηση των απαιτήσεων με έκδοση μετοχών ή εταιρικών μεριδίων, την απονομή περιόδου χάριτος στον οφειλέτη ή την εκποίηση επί μέρους περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη σε πιστωτή ή τρίτο πρόσωπο. Όλα τα παραπάνω ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου , που θέτουν ειδικούς κανόνες για τη ρύθμιση των οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
Για τους προνομιούχους πιστωτές ο νόμος ρητά προβλέπει ότι τα δικαιώματα τους διατηρούνται υπέρ της απαίτησης τους, όπως αυτή διαμορφώνεται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
Ο νόμος όμως προβλέπει τέσσερις βασικές εξαιρέσεις από τον κανόνα της ελεύθερης διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.
Η πρώτη είναι ότι οι ρυθμίσεις της σύμβασης εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης οφειλών δεν επιτρέπεται να φέρουν οποιονδήποτε πιστωτή σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης μετά από διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης.
Αυτό σημαίνει ότι καλούνται σε εφαρμογή οι κανόνες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την κατάταξη των πιστωτών σε περίπτωση πλειστηριασμού κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Για παράδειγμα, με βάση την ισχύουσα σήμερα διάταξη του άρθρου 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ένας μη εξασφαλισμένος πιστωτής, όταν υπάρχουν και εξασφαλισμένοι πιστωτές με ειδικά και γενικά προνόμια, θα ικανοποιηθεί από το 10% του πλειστηριάσματος που θα προκύψει από τη ρευστοποίηση ενός περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη. Εάν αυτό το 10% στο παρόν παράδειγμα εκτιμάται ότι ισούται με 1.000 ευρώ, δεν επιτρέπεται να συμφωνηθεί με όρο της σύμβασης ότι ο συγκεκριμένος πιστωτής θα λάβει μικρότερο ποσό έναντι της απαίτησης του. Για να υπολογιστεί, σε κάθε περίπτωση, η αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης πρέπει αρχικά να εκτιμηθεί η εμπορική αξία τους, που σε μία υποθετική διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης θα λαμβανόταν ως βάση για την τιμή πρώτης προσφοράς σε πλειστηριασμό, και από αυτήν να αφαιρεθούν τα έξοδα που θα συνεπαγόταν η αναγκαστική εκποίησή τους.
Η δεύτερη είναι ότι αυτή η αρχή της μη χειροτέρευσης των πιστωτών διευρύνεται στο νόμο ώστε να συμπεριλάβει και τα ποσά και άλλα τυχόν ανταλλάγματα που θα ελάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων των συνοφειλετών που ευθύνονται απέναντι τους καθώς και τρίτων προσώπων, σε περιουσιακά στοιχεία των οποίων έχει εγγράφει εξασφάλιση υπέρ πιστωτή. Με τον τρόπο αυτό, εάν έναντι ενός συγκεκριμένου πιστωτή ευθύνεται εκτός από την ίδια την επιχείρηση και ορισμένος συνοφειλέτης (π.χ. ο εγγυητής δανειακής σύμβασης, ή ο διαχειριστής μίας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης για τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων που οφείλει μία επιχείρηση) ή τρίτο πρόσωπο με συγκεκριμένο περιουσιακό του στοιχείο κατά τα παραπάνω (π.χ. τρίτο πρόσωπο που χωρίς να έχει εγγυηθεί την οφειλή της επιχείρησης, έχει συναινέσει στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο ιδιοκτησίας του για την εξασφάλιση της απαίτησης του πιστωτή) για την εφαρμογή της αρχής της μη χειροτέρευσης και κατά τον υπολογισμό του ποσού που θα λάμβανε ο συγκεκριμένος πιστωτής σε περίπτωση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, θα συνυπολογιστεί και η αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του συνοφειλέτη ή του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου του τρίτου προσώπου. Για παράδειγμα, εάν μία επιχείρηση είναι νομικό πρόσωπο και ένα από τα δάνειά της το έχει εγγυηθεί ο βασικός της μέτοχος ή εταίρος, ο οποίος έχει στην ιδιοκτησία του ένα ακίνητο ελεύθερο βαρών και δεν έχει προσωπικούς πιστωτές, το πιστωτικό ίδρυμα που χορήγησε το εν λόγω δάνειο πρέπει να λάβει με βάση τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών τουλάχιστον την αξία ρευστοποίησης (εμπορική αξία μείον έξοδα εκτέλεσης) του ακινήτου του εγγυητή.
Η τρίτη εξαίρεση από τον γενικό κανόνα της ελεύθερης διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης, επιβάλλει την αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης των πιστωτών από το ποσό που δύναται να αποπληρώσει ο οφειλέτης, στις περιπτώσεις που αυτό υπερβαίνει την αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, των συνοφειλετών και τρίτων προσώπων κατά τα παραπάνω. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, εάν για παράδειγμα έχει συμφωνηθεί ότι ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να αποπληρώσει σε βάθος δεκαετίας το ποσό του 1.000.000 ευρώ και η αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του έχει εκτιμηθεί σας 400.000 ευρώ, το τελευταίο αυτό ποσό διανέμεται μεταξύ των πιστωτών με βάση την κατάταξη του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ενώ το υπερβάλλον ποσό των 600.000 ευρώ διανέμεται στους πιστωτές ανάλογα με το ποσοστό της απαιτήσεώς τους που απομένει ανεξόφλητη (μετά τη διανομή του ποσού των 400.000 ευρώ) στις συνολικές απαιτήσεις έναντι του οφειλέτη που επίσης απομένουν ανεξόφλητες μετά την ως άνω διανομή. Έτσι, εάν υποτεθεί, για τις ανάγκες του παρόντος παραδείγματος, ότι υπάρχουν τρεις πιστωτές με απαιτήσεις 500.000 ευρώ έκαστος, εκ των οποίων ο ένας είναι εξασφαλισμένος με υποθήκη στο μοναδικό ακίνητο της επιχείρησης, ο δεύτερος εξασφαλισμένος με γενικό προνόμιο (π.χ. φορέας κοινωνικής ασφάλισης) και ο τρίτος μη εξασφαλισμένος, με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας θα λάμβαναν από την αξία ρευστοποίησης (400.000 ευρώ) του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, ποσοστό 65% ο πρώτος και ποσό 260.000 ευρώ, ποσοστό 25% ο δεύτερος και ποσό 100.000 ευρώ και ποσοστό 10% ο τρίτος και ποσό 40.000 ευρώ. Από το υπερβάλλον την αξία ρευστοποίησης ποσό της συνολικής ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη, δηλαδή από τις 600.000 ευρώ, οι ανωτέρω πιστωτές δεν θα ικανοποιηθούν ισόμερα λόγω του ισόποσου των αρχικών τους απαιτήσεων, αλλά θα επανυπολογιστούν οι ανεξόφλητες, μετά την εφαρμογή της αρχής της μη χειροτέρευσης, απαιτήσεις τους και το ποσοστό τους στο συνολικό ανεξόφλητο χρέος του οφειλέτη. Με τον τρόπο αυτό, το ποσό των 600.000 ευρώ θα διανεμηθεί ως εξής: Ο πρώτος πιστωτής έχει ανεξόφλητη απαίτηση 240.000 ευρώ (500.000-260.000), ο δεύτερος 400.000 ευρώ (500.000-100.000) και ο τρίτος 460.000 ευρώ (500.000- 60.000). Οι συνολικές ανεξόφλητες απαιτήσεις ανέρχονται δηλαδή στο ποσό του 1.100.000 ευρώ (240.000+400.000+460.000). Το ποσοστό του πρώτου πιστωτή στις συνολικές ανεξόφλητες απαιτήσεις ανέρχεται σε 21,82% (240.000 δια 1.100.000), του δεύτερου σε 36,36% (400.000 δια 1.100.000) και του τρίτου σε 41,82% (460.000 δια 1.100.000). Άρα, ο πρώτος πιστωτής θα λάβει επιπλέον ποσό 130.920 ευρώ (600.000 επί 21,82%) και συνολικά 390.920 ευρώ (260.000+130.920), ο δεύτερος επιπλέον 218.160 ευρώ (600.000 επί 36,36%) και συνολικά 318.160 ευρώ (100.000+218.160) και ο τρίτος επιπλέον 250.920 ευρώ (600.000 επί 41,82%) και συνολικά 290.920 ευρώ (40.000+250.920).
Τέλος, η τελευταία εξαίρεση στον κανόνα της ελεύθερης διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, που προβλέπει ο νόμος και που αποτελεί μία καινοτομία για την ελληνική έννομη επιτυγχάνεται μέσω της προαφαίρεσης μέρους των απαιτήσεων των πιστωτών τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου τομέα, τα οποία δεν συνυπολογίζονται στη διανομή που γίνεται μεταξύ των πιστωτών, παρά μόνο στην περίπτωση που δύναται να εξοφληθεί το σύνολο του υπόλοιπου των απαιτήσεων από τον οφειλέτη και απομένει και υπερβάλλον ποσό. Ειδικότερα, πριν την εφαρμογή των κανόνων για τη διανομή του ποσού της ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη μεταξύ των πλειόνων πιστωτών του, αφαιρείται από τις απαιτήσεις των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα το σύνολο του ποσού που αντιστοιχεί σε καταλογισθέντες τόκους υπερημερίας, συμπεριλαμβανομένων των ήδη κεφαλαιοποιημένων. Σκοπός της ρύθμισης είναι ο εξορθολογισμός των, συχνά, υπέρογκων επιβαρύνσεων μίας επιχείρησης από τους τόκους των δανειακών συμβάσεων μέσω της απομείωσης αυτών τουλάχιστον κατά το ποσό των τόκων που επιβλήθηκαν λόγω καθυστερήσεων στην αποπληρωμή των δόσεων. Περαιτέρω, από τις απαιτήσεις του δημοσίου τομέα προαφαιρείται κατ' αρχάς το 95% των αυτοτελών φορολογικών προστίμων, κυρίως δηλαδή των πρόστιμων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, αλλά και άλλων αυτοτελώς βεβαιωμένων από τη φορολογική διοίκηση οφειλών, που χαρακτηρίζονται ρητά ως πρόστιμα από τις εκάστοτε διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας. Τα πρόστιμα αυτά ήταν εξαιρετικά υψηλά και στις περισσότερες περιπτώσεις δυσανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης στην οποία αφορούσαν. Με βάση την ίδια ως άνω λογική, από τις απαιτήσεις τόσο του Δημοσίου όσο και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης προαφαιρείται και το 85% των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων που έχουν υπολογιστεί επί οποιοσδήποτε βασικής οφειλής λόγω της μη εμπρόθεσμης καταβολής αυτής. Οι παραπάνω προαφαιρέσεις δεν θα πρέπει να παραβιάζουν την αρχή της μη χειροτέρευσης των πιστωτών, κατά τα ως άνω αναφερόμενα. Εάν, για παράδειγμα, ένας ιδιώτης πιστωτής μπορούσε μέσω της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης να εισπράξει και το ποσό που αντιστοιχεί στους τόκους υπερημερίας, το τελευταίο αυτό ποσό δεν θα προαφαιρεθεί, αλλά ο συγκεκριμένος πιστωτής θα συμμετέχει στη διανομή των ποσών που αντιστοιχούν στην ικανότητα αποπληρωμής της επιχείρησης με το σύνολο της απαίτησής του. Σε κάθε άλλη περίπτωση, τα προαφαιρούμενα κατά τα ανωτέρω ποσά, θα συνυπολογιστούν στη διανομή μόνο στην περίπτωση και κατά την έκταση που το επιτρέπει η ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και μέρος ή το σύνολο αυτών θα αποπληρώνεται, μόνο εφόσον έχουν αποπληρωθεί πλήρως οι λοιπές απαιτήσεις των πιστωτών.
Στο νόμο προβλέπεται ρητά ότι τα ποσά που προαφαιρέθηκαν κατά τα παραπάνω και δεν συμμετείχαν στη διανομή εν όλω ή εν μέρει, διαγράφονται μετά την ολοσχερή εξόφληση όλων των υπόλοιπων οφειλών, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης.
Με το νόμο εισάγεται μία δυνητική εξαίρεση στους υποχρεωτικούς κανόνες , η οποία εφαρμόζεται μόνο εφόσον συμφωνήσει επ' αυτής η ίδια πλειοψηφία συμμετεχόντων πιστωτών, που απαιτείται και για τη σύναψη της ίδιας της σύμβασης αναδιάρθρωσης. Σκοπός της διάταξης είναι να διευκολυνθεί η νέα χρηματοδότηση της επιχείρησης με τη δυνατότητα απονομής απόλυτου προνομίου στις απαιτήσεις των πιστωτών που είτε κατά, είτε μετά τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης αναλαμβάνουν να χρηματοδοτήσουν ή να συνεισφέρουν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στη συνέχιση της λειτουργία της επιχείρησης. Ειδικότερα προβλέπεται ότι οι απαιτήσεις αυτές, εφόσον γεννώνται ταυτόχρονα με ή μετά την κατάρτιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, προέρχονται από χρηματοδοτήσεις του οφειλέτη οποιασδήποτε φύσεως ή από παροχή αγαθών ή υπηρεσιών στον οφειλέτη και αποσκοπούν στην εξασφάλιση της συνέχισης της δραστηριότητας του οφειλέτη, δύνανται, δυνάμει όρου που θα περιληφθεί στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, να ικανοποιούνται προνομιακά σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί πριν από την κατάρτιση της σύμβασης εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης οφειλών. Η παραπάνω δυνατότητα προνομιακής μεταχείρισης δεν ισχύει για απαιτήσεις που προέρχονται από χρηματοδοτήσεις ή παροχή αγαθών ή υπηρεσιών του ίδιου του οφειλέτη ή προσώπων συνδεδεμένων με αυτόν προς την επιχείρησή του. Η ρύθμιση του τελευταίου εδαφίου είναι ενδοτικού δικαίου, ώστε να αφήνεται περιθώριο στον οφειλέτη και τους συμμετέχοντες πιστωτές να συμφωνήσουν διαφορετικά, δηλαδή να εξοπλίσουν με το απόλυτο αυτό προνόμιο και τις απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη. Αυτονόητο είναι ότι το προνόμιο δεν μπορεί να χορηγηθεί στον ίδιο τον οφειλέτη, ο οποίος δεν μπορεί να έχει απαίτηση έναντι του εαυτού του, είτε είναι φυσικό είτε είναι νομικό πρόσωπο.
Με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης μπορεί να ρυθμίζεται το δικαίωμα πιστωτή να εγγράψει υποθήκη, προσημείωση υποθήκης ή ειδικό προνόμιο σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ή των συνοφειλετών για εξασφάλιση των ρυθμιζόμενων με τη σύμβαση απαιτήσεων. Απαγορεύεται ,όμως, μετά τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και για όσο χρονικό διάστημα αυτή εξυπηρετείται από τον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες, η εγγραφή νέου βάρους σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ή των συνοφειλετών για εξασφάλιση των ρυθμισμένων με τη σύμβαση απαιτήσεων.
Για την έγκριση πρότασης αναδιάρθρωσης οφειλών απαιτείται συμφωνία του οφειλέτη και πλειοψηφία των 3/5 των συμμετοχόντων πιστωτών , στους οποίους συμπεριλαμβάνεται ποσοστό 2/5 των συμμετοχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο . Οι πλειοψηφίες αυτές συνδέονται με ποσοστό απαιτήσεων επί του συνολικού χρέους της επιχείρησης και όχι με τον αριθμό των συμμετεχόντων πιστωτών.
Κάθε ρύθμιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών ευνοϊκή για τον οφειλέτη ισχύει υπέρ κάθε συνοφειλέτη, μη εγγυητή, που έχει συνυποβάλει αίτηση, και υπέρ κάθε εγγυητή που έχει παράσχει εγγύηση για ρυθμιζόμενη με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών απαίτηση.
Στην περίπτωση της κατ' εξαίρεση μη συνυποβολής αίτησης από τον συνοφειλέτη, η τύχη των απαιτήσεων των πιστωτών κατά του τελευταίου ρυθμίζεται κατ' αναλογία των γενικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Έτσι, στην περίπτωση του εγγυητή που δεν συνυπέβαλε αίτηση και με δεδομένη τη νομική φύση της εγγυήσεως ως παρακολουθηματικής της κύριας οφειλής, οι ευνοϊκές ρυθμίσεις της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών για τον πρωτοφειλέτη θα ισχύσουν και για τον εγγυητή. Για παράδειγμα, εάν συμφωνηθεί διαγραφή μέρους της εγγυημένης απαίτησης, η ευθύνη του εγγυητή θα περιοριστεί στο ποσό της μειωμένης απαίτησης. Από την άλλη, ο μη συνυποβάλλων συνοφειλέτης που έχει εις ολόκληρον και αλληλέγγυα ευθύνη δεν θα ευνοηθεί αντίστοιχα με τον οφειλέτη, αλλά θα κληθεί να καταβάλλει το ποσό που του αναλογεί με βάση τις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα.Οι εγγυήσεις που έχουν χορηγηθεί από το Ελληνικό Δημόσιο υπέρ πιστωτικών ιδρυμάτων, από το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (Ε.ΤΕ.ΑΝ. Α.Ε.), ή από οποιονδήποτε άλλο φορέα του δημόσιου τομέα ακολουθούν σε κάθε περίπτωση τις απαιτήσεις υπέρ των οποίων χορηγήθηκαν, ενώ σε περίπτωση που δεν τηρηθεί η συμφωνία αναδιάρθρωσης από τον οφειλέτη, η αναβίωση αφορά μόνο στο αντίστοιχο εγγυημένο ποσοστό του ανεξόφλητου κεφαλαίου, σύμφωνα με τους όρους της χορήγησης της εγγύησης.
Ο νόμος εισάγει ειδικό κανόνα συμψηφισμού των απαιτήσεων που ρυθμίστηκαν με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών με ανταπαιτήσεις που τυχόν είχε ο οφειλέτης κατά των πιστωτών του πριν την κατάρτιση της σύμβασης. Τέτοιες ανταπαιτήσεις του οφειλέτη και εφόσον η γενεσιουργός αιτία τους ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης, συμψηφίζονται κατά προτεραιότητα με οφειλές εκτός της σύμβασης αναδιάρθρωσης (κατά κύριο λόγο μελλοντικές οφειλές ή οφειλές που έμειναν εκτός του ρυθμιστικού πλαισίου της σύμβασης, π.χ. επειδή γεννήθηκαν μετά τις 31.12.2016) και με δόσεις καταβολής της ρυθμισμένης απαίτησης. Εάν η ανταπαίτηση αυτή καλύψει τόσο τις εκτός σύμβασης οφειλές, όσο και τις δόσεις τις σύμβασης, το υπόλοιπο του ποσού της ανταπαίτησης συμψηφίζεται με αντίστοιχο ποσό της αρχικής απαίτησης του πιστωτή, εφόσον φυσικά η τελευταία είχε μειωθεί συνεπεία της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.
Η σύμβαση αναδιάρθρωσης έχει άμεση ισχύ από το χρόνο της κατάρτισής της, ανεξάρτητα από το εάν στη συνέχεια θα επιδιωχθεί η δικαστική επικύρωσή της με αποτέλεσμα ο οφειλέτης να πρέπει να ξεκινήσει άμεσα τις καταβολές προς όλους τους πιστωτές, συμβαλλόμενους ή μη, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Η άμεση ισχύς εφαρμόζεται και για οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις τυχόν αναλαμβάνονται από τα συμβαλλόμενα μέρη. Σε περίπτωση τελεσίδικης απόρριψης της αίτησης της επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης, τα ποσά που καταβλήθηκαν δυνάμει της τελευταίας θα αφαιρεθούν από τις αρχικές απαιτήσεις των πιστωτών.
Η διαδικασία της δικαστικής επικύρωσης είναι απαραίτητη προκειμένου να επέλθει η νομική δέσμευση των μη συμβαλλομένων μερών .Ωστόσο, προβλέπεται ως προαιρετική καθώς μπορεί η συμφωνία αναδιάρθρωσης των οφειλών να έγινε ομόφωνα αποδεκτή από τους πιστωτές ή οι πιστωτές που δεν συμβλήθηκαν να την ενέκριναν αργότερα ρητά ή σιωπηρά.
Ναι ,αλλά όχι από την αρχή της διαδικασίας. Ο νόμος ορίζει ότι το χρονικό διάστημα της αναστολής ανέρχεται σε 70 ημέρες και αρχίζει από την αποστολή της πρόσκλησης συμμετοχής από το συντονιστή στους πιστωτές .Η αναστολή καταλαμβάνει και την απαγόρευση εγγραφής προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου του οφειλέτη, που θα θεωρείται άκυρη, αν ο υπέρ ου η προσημείωση πιστωτής είχε προηγουμένως προσκληθεί να συμμετάσχει στη διαδικασία.
Πράξεις εκτέλεσης, προδικασίας ή κύριας διαδικασίας, που λαμβάνουν χώρα μετά την επέλευση της αυτοδίκαιης αναστολής, θα είναι άκυρες. Σε περιπτώσεις που διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης έχει ήδη ξεκινήσει, αυτή αναστέλλεται δια της κοινοποίησης στα όργανα της εκτέλεσης της πιστοποιημένης από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. βεβαίωσης του συντονιστή για την πληρότητα της αίτησης υπαγωγής στην διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών. Και σε αυτήν την περίπτωση, θα πρέπει να έχει ήδη αποσταλεί από το συντονιστή στον επισπεύδοντα πιστωτή η πρόσκληση συμμετοχής στη διαδικασία.
Η αυτοδίκαιη αναστολή αίρεται αυτοδίκαια όταν διαπιστώνεται έλλειψη απαρτίας συμμετεχόντων πιστωτών ή περαιώνεται ως άκαρπη για οποιονδήποτε άλλο λόγο η διαδικασία, καθώς και σε περίπτωση που λαμβάνει απόφαση για την άρση της η απόλυτη πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών.
Προβλέπεται ωστόσο διαδικασία για την παράταση με δικαστική απόφαση της εκ του νόμου χορηγηθείσας αναστολής, για λόγους που συχνά θα ανάγονται στην πολυπλοκότητα της υπόθεσης ή στο μεγάλο αριθμό των συμμετεχόντων πιστωτών και απαιτήσεων και στο χρόνο που απαιτείται σε αυτές τις περιπτώσεις για την εκπόνηση, μελέτη και αξιολόγηση ενός πολυσύνθετου σχεδίου σύμβασης αναδιάρθρωσης. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 ΚΠολΔ και το αίτημα της παράτασης της εκ του νόμου χορηγηθείσας 70ήμερης αναστολής για μέγιστο χρονικό διάστημα τεσσάρων(4) επιπλέον μηνών, προς αποφυγή καταστρατηγήσεων, συνυπογράφεται υποχρεωτικώς από την απόλυτη πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη διαπραγμάτευση πιστωτών. Πιστωτές που επικαλούνται την επέλευση ιδιαιτέρως δυσμενών και ανεπανόρθωτων συνεπειών εις βάρος τους από την αυτοδίκαιη αναστολή, να αιτηθούν την παύση της, ομοίως κατά τη διαδικασία του άρθρου 686 ΚΠολΔ. Αν την αίτηση συνυπογράφει η πλειοψηφία των πιστωτών, το δικάζον δικαστήριο την κάνει υποχρεωτικώς δεκτή. Κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής απαγορεύεται στον οφειλέτη η διάθεση ή η επιβάρυνση των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησής του ή και άλλων περιουσιακών του στοιχείων, με την εξαίρεση των πράξεων που εντάσσονται στη συνήθη δραστηριότητα της επιχείρησης, π.χ. πράξεις πώλησης εμπορευμάτων, εξόφληση τρεχόντων λογαριασμών κοινής ωφελείας, πληρωμή μισθοδοσίας κ.α.
Εφ όσον καταρτιστεί η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών και ακολουθήσει η κατάθεση της για την δικαστική επικύρωση αυτής, αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο .
Αν ο οφειλέτης δεν καταβάλει προς οποιονδήποτε πιστωτή οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών ,ο πιστωτής δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της συμφωνίας ως προς όλους ,καταθέτοντας αίτηση στο Δικαστήριο που επικύρωσε τη σύμβαση . Με την ακύρωση αναβιώνουν οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη και των συνοφειλετών .Προβλέπονται , ωστόσο, ειδικές διατάξεις αναφορικά με την μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης έναντι του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης .Συγκεκριμένα, η μη καταβολή δόσεων ή η μερική καταβολή δόσεων από τον οφειλέτη προς τη Φορολογική Διοίκηση ή τους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, έως τη συμπλήρωση του ποσού που αντιστοιχεί σε τρεις (3) δόσεις, έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη ανατροπή της σύμβασης αναδιάρθρωσης έναντι του Δημοσίου ή των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και την αναβίωση των απαιτήσεών τους. Το αυτό όμως «αποτέλεσμα επέρχεται και όταν ο οφειλέτης: παραλείψει να υποβάλλει τις προβλεπόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας καθώς και την προβλεπόμενη Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (Α.Π.Δ.), εντός τριών (3) μηνών από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής τους ή παραλείψει να εξοφλήσει ή να τακτοποιήσει με νόμιμο τρόπο, με αναστολή είσπραξης ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής, τις οφειλές του είτε προς το Δημόσιο ή υπέρ τρίτων που εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση είτε προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες βεβαιώθηκαν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016, εντός ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος ή, σε περίπτωση δικαστικής επικύρωσης, από την ημερομηνία επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης, ή, προκειμένου για οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την έναρξη ισχύος ή την επικύρωση της σύμβασης, παραλείψει να τις εξοφλήσει ή να τις ρυθμίσει εντός εξήντα (60) ημερών από τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας καταβολής τους. Στην περίπτωση αυτή αυτοδικαίως ανατρέπεται η σύμβαση αναδιάρθρωσης έναντι του Δημοσίου ή των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και αναβιώνουν αντίστοιχα οι απαιτήσεις τους, οπότε καθίσταται άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του υπολοίπου της οφειλής που παραμένει ανεξόφλητο, σύμφωνα με τα στοιχεία της αρχικής βεβαίωσης, μαζί με τους αναλογούντες τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Η επέλευση της ανατροπής της σύμβασης αναδιάρθρωσης, γνωστοποιείται από το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης άμεσα στους λοιπούς πιστωτές, ενώ εντός τριάντα (30) ημερών από τη γνωστοποίηση αυτή οποιοσδήποτε πιστωτής μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της συμφωνίας ως προς όλους τους πιστωτές.